Κυριακή των Μυροφόρων, Ευαγγ. Ανάγνωσμα Μκ. 15,43-16,8 (30-4-2017)
Διάκονος Χαρίτων Θεοδώρου, Θεολόγος
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ελθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ᾿Ιωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Και διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Ο Ιωσήφ ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός την βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. Όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο. Μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν που τον έβαλαν. Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επόμενη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Και έλεγαν μεταξύ τους• «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα κεί, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της. Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: Μην τρομάζετε . Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ• Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: «πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία’ και σας περιμένει. Εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε». Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες .
Σχολιασμός
Το Ευαγγέλιο μας διηγείται πρώτα για την τολμηρή πράξη του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, να ζητήσει να ενταφιάσει το νεκρό σώμα του Ιησού Χριστού. Ήταν άνθρωπος με αξίωμα και μεγάλη εκτίμηση. Είχε όμως μέσα του μεγάλη ευσέβεια που του έδωσε το θάρρος και την τόλμη να προσέλθει στον Πιλάτο και να ζητήσει την άδεια του να ενταφιάσει το σώμα του Κυρίου. Η πράξη αυτή του Ιωσήφ είναι πολύ σπουδαία και σημαντική. Αρκεί να θυμηθούμε πως όλος ο κόσμος τότε, άρχοντες και λαός, είχαν ξεσηκωθεί και ζήτησαν το θάνατο του Αναμάρτητου Κυρίου. Μετά τον Ιωσήφ έχουμε την τολμηρή πράξη των τριών μυροφόρων γυναικών, να επισκεφθούν το τάφο του Κυρίου το πρωί της Κυριακής. Και οι τρεις είχαν μεγάλη αγάπη και αφοσίωση στον Ιησού Χριστό αφού τον ακολουθούσαν σε όλες τις περιοδείες του και τον διακονούσαν. Για να κατορθώσουν να αλείψουν το σώμα του Ιησού με αρώματα θα έπρεπε να υπερβούν πολλές δυσκολίες και εμπόδια. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους άρχοντες, το λαό, τη φρουρά και να μετακινήσουν τη μεγάλη και βαριά πέτρα που κάλυπτε το μνημείο. Δε λογάριασαν όμως τίποτε απ’ όλα αυτά, γιατί η ψυχή τους γέμιζε από την αγάπη του Διδασκάλου. Ο Κύριος βράβευσε την ηρωική πράξη των γυναικών αφού τις αξίωσε να γίνουν οι πρώτοι μάρτυρες της Ανάστάσης.
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν ευαγγελικό ανάγνωσμα διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο, ώστε να πραγματοποιηθεί ο ενταφιασμός του Κυρίου αλλά και στη συνέχεια να διαδοθεί το γεγονός της Ανάστασης του. Για το λόγο αυτό έχαιραν μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των μαθητών του Κυρίου αλλά και μέχρι σήμερα τιμώντας αυτούς η Εκκλησία μας. Τιμώνται χωριστά ο καθένας ως Άγιοι και μαθητές του Κυρίου αλλά και όλοι μαζί κατά την δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα, γι’ αυτό και η Κυριακή αυτή έχει ονομαστεί Κυριακή των Μυροφόρων.
Ο Ιωσήφ της Αριμαθείας ή Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου της Ιερουσαλήμ, πλούσιος και μυστικός μαθητής του Ιησού, που φέρεται να αντιτάχθηκε στην καταδίκη του και ο οποίος, σύμφωνα με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (27,57-60), μετά τον θάνατο του Ιησού ζήτησε από τον Πόντιο Πιλάτο την άδεια να αποκαθηλώσει το νεκρό σώμα του Ιησού από τον Σταυρό, προκειμένου να το προετοιμάσει για τον ενταφιασμό (κηδέψει) στον παραχωρούμενο από τον ίδιο τον Ιωσήφ, λαξευτό τάφο, πιθανώς οικογενειακό. Πράγματι η άδεια αυτή του παραχωρήθηκε και με βοηθό του τον (ελληνιστή) Νικόδημο “το Άχραντον Σώμα σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασι εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο”, έως την ανάστασή Του. Ο Ιωσήφ αναφέρεται και από τους τέσσερις Ευαγγελιστές[1], αλλά επί της ουσίας τίποτα περαιτέρω δε γνωστοποιείται για τις μεταγενέστερες δραστηριότητές του.
Ο Νικόδημος είναι πρόσωπο που εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη. Ήταν Φαρισαίος και μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου, ο οποίος, με βάση το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, υποστήριξε τον Ιησού. Εμφανίζεται τρεις φορές στη διήγηση του Ιωάννη: την πρώτη επισκέπτεται τη νύχτα τον Ιησού για να ακούσει τη διδασκαλία του ( Ιωάν 3,1-21), τη δεύτερη επικαλείται το νόμο σχετικά με την υπόθεση της σύλληψης του Ιησού κατά τη γιορτή της Σκηνοπηγίας (Ιωάν 7,45-51) και την τελευταία μετά τη Σταύρωση, όπου και βοηθάει τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία να ετοιμάσει το σώμα του Ιησού για την ταφή (Ιωάν19,39-42). Η συζήτηση του Νικόδημου με τον Ιησού αποτελεί πηγή για πολλές εκφράσεις του Χριστιανισμού, και κυρίως, για την περιγραφική φράση αναγέννηση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πίστη ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας.
Η Αγία Μαρία η Μυροφόρος ήταν σύζυγος του Κλωπά και μια από τις γυναίκες, πού ακολούθησαν τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και υπηρετούσαν το έργο Του. Γιοι της Μαρίας αυτής, ήταν ό Ιωσής και ό Ιάκωβος. Ό τελευταίος συγκαταλέχθηκε μεταξύ των 12 αποστόλων, ονομαζόταν μάλιστα Μικρός για να διακρίνεται από τον άλλο Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννη του Θεολόγου. Όταν γινόταν η φρικτή θυσία του Γολγοθά και οι μαθητές κρύβονταν και διασκορπίζονταν, αυτή ήταν παρούσα στον τόπο της καταδίκης και συμπαραστεκόταν στην σταυρική αγωνία και την ταφή του Ιησού. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη διαβάζουμε ότι κάτω από το σταυρό του Ιησού ήταν η μητέρα Του, η αδερφή της μητέρας Του Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή (Ιωαν 19,25). Στο ευαγγέλιο του Ματθαίου αναφέρεται ότι βρίσκονταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου (Ματθ 27,56). Στο δε ευαγγέλιο του Μάρκου αναφέρονται η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού, του Ιωσή και της Σαλώμης (Μαρ 15,40).
Εάν συσχετίσουμε τα παραπάνω χωρία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Μαρία του Κλωπά και η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, είναι το ίδιο πρόσωπο. Η Μαρία του Κλωπά αναφέρεται για πρώτη φορά κατά την ημέρα της Σταύρωσης. Το βράδυ της ίδιας ημέρας την βρίσκουμε μαζί με την Μαρία τη Μαγδαληνή να κάθονται απέναντι στον τάφο (Ματθ 27,31, Μάρ15,47), ενώ το πρωί της επόμενης ημέρας ήταν μια από τις μυροφόρες, που πήγαν στον τάφο μαζί με δύο άλλες γυναίκες για να αλείψουν το σώμα του Ιησού με αρώματα και που ευτύχησαν ν’ ακούσουν το χαρμόσυνο άγγελμα της Ανάστασης (Ματθ. 28,1, Μάρκ. 16,1, Λουκ. 23,56). Επίσης η Μαρία του Κλωπά, ήταν παρούσα και κατά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στο υπερώο. Όταν σχηματίστηκε η πρώτη Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ, η Μαρία εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες της, για την επέκταση της αληθινής πίστης και για κάθε καλό και φιλάνθρωπο έργο.
Η Αγία Σαλώμη η Μυροφόρος ήταν σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των Αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννου, μάλιστα σύμφωνα με κάποιους ερμηνευτές η Σαλώμη ήταν αδελφή του Ιωσήφ του Μνήστορος. (Ματθ. 27,56 και Μάρκ. 15,40. 16,1). Προικισμένη και η ίδια με ένθερμη ευσέβεια, ήταν από τις γυναίκες που ακολουθούσαν τον Ιησού, και συνεισέφεραν στο ταμείο της αποστολικής αδελφότητας (Μάρκ. 15,40-41). Η Σαλώμη ήταν εκείνη, που παρακινούμενη από μητρική φιλοστοργία, παρακάλεσε τον Κύριο όταν αυτός πήγαινε για τελευταία φορά στην Ιερουσαλήμ, να τιμηθούν οι γιοί της με πρωτεύοντα αξιώματα. Διότι είχε την ιδέα, ότι ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ έμελλε να αναστήσει το θρόνο του Δαβίδ (Ματθ. 20,20). Όμως η Σαλώμη, τις στιγμές του φρικτού πάθους του Κυρίου στο Γολγοθά, και ενώ μαθητές και φίλοι από φόβο είχαν διασκορπιστεί, αυτή, μαζί με μερικές άλλες πιστές γυναίκες ήταν εκεί και θρηνούσαν (Μάρκ. 15,40). Επίσης η Σαλώμη, αξιώθηκε να είναι μια από τις μυροφόρες που πήγαν στο μνήμα για να αλείψουν με αρώματα το σώμα του Κυρίου τους και στις οποίες ο άγγελος γνωστοποίησε την Ανάσταση (Μάρκ. 15,40. 16,1). Ονομαστικά αναφέρεται μόνο στις δύο τελευταίες περιπτώσεις.
Μετά την ίδρυση της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, η Σαλώμη εξακολούθησε να διακρίνεται για το ζήλο και τις ελεημοσύνες της. Ο διωγμός εναντίον της Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ, προξένησε μεγάλη λύπη στη Σαλώμη. Η καρδιά της υπέστη μεγάλο σπαραγμό την ήμερα, που ο Ηρώδης αποκεφάλισε τον πρωτότοκο γιο της Ιάκωβο. Αλλά η ελπίδα στον Χριστό την ενίσχυσε και με την προσδοκία των αιωνίων αγαθών παρέδωσε την ψυχή της ειρηνικά.
Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν μια νέα γυναίκα που ανήκε στον κύκλο των γυναικών οι οποίες ακολουθούσαν τον Ιησού και τους αποστόλους και βοηθούσαν στο έργο τους με κάθε δυνατό τρόπο. Η καταγωγή της ήταν από τα Μάγδαλα, μια μικρή πόλη στα δυτικά της Λίμνης Γεννησαρέτ και νότια της πεδιάδας της Γαλιλαίας. Σύμφωνα με τα ευαγγέλια, η Μαγδαληνή ήταν μία από τις πολλές ακολούθους που ευεργετήθηκαν από τον Ιησού και ίσως, όπως οι μαθητές, έτσι κι εκείνες, κατά καιρούς εγκατέλειπαν τα σπίτια και τους συγγενείς τους για να υπηρετήσουν το ιεραποστολικό έργο του Ιησού. Ο Ματθαίος μάλιστα, εισάγει το όνομά της για πρώτη φορά στο χωρίο 27:56 σαν να ήταν κάποιο γνωστό πρόσωπο παρόλο που δεν την είχε μνημονεύσει πάλι μέχρι τότε. Βλέπουμε, συγκεκριμένα, μερικές από τις γυναίκες που κατάγονταν από τα μέρη της Γαλιλαίας, να βρίσκονται στα νότια της Ιουδαίας και στην πόλη των Ιεροσολύμων ακόμη, και να βοηθούν το έργο του Ιησού (Λουκ. 23,56).
Ο ευαγγελιστής Λουκάς υπογραμμίζει μερικές φορές, ότι ολόκληρο σχεδόν το ιεραποστολικό έργο το συντηρούσαν οικονομικά πολλές από τις “μαθήτριες” αυτές, διαθέτοντας προφανώς τα οικονομικά μέσα “εκ των υπαρχόντων αυταίς”, για τη συντήρηση, μετακίνηση και διαμονή της συνοδείας του Ιησού (Λουκ. 8,3). Η Μαρία Μαγδαληνή είναι εκείνη από την οποία ο Ιησούς διώχνει επτά δαιμόνια (Μαρκ. 16,9), δηλ. “πολλά” καθώς αυτή ήταν η συνήθης χρήση του αριθμού επτά από τους εβραίους.
Η Μαρία η Μαγδαληνή μαζί με την Μαρία Ιωσή παρακολούθησαν την ταφή του Ιησού από τον Ιωσήφ Αριμαθαίας (Μαρκ. 15,47). Η Μαρία η Μαγδαληνή μαζί με άλλες ακολούθους του Ιησού, βρίσκεται στο Γολγοθά την ώρα της σταύρωσης (Ματθ. 27,56). Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν από τους πρώτους που είδαν ότι η πέτρα του τάφου του Ιησού είχε μετακινηθεί (Ματθ. 28,1-2). Η Μαρία η Μαγδαληνή έτρεξε με τις υπόλοιπες γυναίκες να πει στους μαθητές ότι το σώμα του Ιησού έλειπε αλλά εκείνοι δεν το πίστεψαν (Λουκ. 24,10). Η Μαρία η Μαγδαληνή είναι εκείνη στην οποία πρώτα εμφανίζεται ο αναστημένος Ιησούς (Μαρκ. 16,9), τον οποίο όμως, (σύμφωνα με άλλη διήγηση), δεν τον αναγνώρισε αμέσως θεωρώντας τον ως κηπουρό (Ιωαν. 20,11-18).
Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία ο «εὐσχήμων βουλευτής» ο οποίος υπήρξε άνθρωπος της εξουσίας αλλά και πλήρως καταρτισμένος πάνω σε θέματα πνευματικής φύσεως, αφού «ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», τολμά, όπως μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, να παρουσιαστεί ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου και να ζητήσει το νεκρό σώμα του Χριστού για να το ενταφιάσει. Ήταν γνώστης της όλης εχθρικής διάθεσης απέναντι στον «εσταυρωμένον» Ιησού Χριστό που χαρακτήριζε τους Ιουδαίους αλλά και του κινδύνου που ελλόχευε, και θα μπορούσε βέβαια ο Ιωσήφ να κατηγορηθεί για αμφισβήτηση των δικαστικών αποφάσεων, αλλά να χάσει και το αξίωμα του και πολύ περισσότερο τη ζωή του. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος τονίζοντας την λέξη «τολμήσας», για τον βουλευτή Ιωσήφ, δεν είναι τυχαία. Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ασυνείδητη και αυθόρμητη πράξη της στιγμής. Είναι το αποκορύφωμα μιας ολόκληρης διαδικασίας. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς υπερτονίζει την άρνηση του Ιωσήφ στο να δώσει την συγκατάθεση του στο Μεγάλο Συνέδριο ώστε να θανατωθεί ο Χριστός. Μάλιστα προχωρεί ακόμα περισσότερο αφού με συνέπεια, θάρρος αλλά και αγάπη μέγιστη προς τον εσταυρωμένο κατάδικο ζητά να διεκπεραιώσει τα της ταφής του.
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη για τον ενταφιασμό του Χριστού κάνει λόγο και για τον Νικόδημο, ένα άλλο σημαντικό μέλος της Ιουδαϊκής κοινωνίας και ανώτατο στέλεχος του Μεγάλου Συνεδρίου. Ο Νικόδημος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σεβάσμια προσωπικότητα και ως διδάσκαλος του Ισραήλ. Και μόνο από τη συμμετοχή στα θλιβερά αυτά γεγονότα δύο σπουδαίων προσωπικοτήτων, διαπιστώνει κανείς ότι το κήρυγμα και γενικά η παρουσία και τα λεγόμενα του Ιησού Χριστού δεν έχουν επηρεάσει μόνο τον απλό λαό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αλλά και σημαντικά μέλη της υψηλής κοινωνίας.
Οι Μυροφόρες γυναίκες «αποτόλμησαν» και αυτές να έλθουν με μύρα και αρώματα, να φροντίσουν το νεκρό σώμα του Χριστού με τον φόβο πάντα αφού την κάθε κίνηση τους την έλεγχε η στρατιωτική φρουρά. Πήγαν στον τάφο χωρίς να διστάσουν για τις οποιεσδήποτε συνέπειες και επιπτώσεις που θα είχαν για τη ζωή τους. Η αγάπη συνέτριψε το αίσθημα του φόβου και η ιερότητα της πράξης έδωσε τρανό παράδειγμα προς μίμηση. Αν συγκρίνει κανείς τη στάση των μυροφόρων με αυτή των μαθητών συμπεραίνει κανείς ότι η τολμηρή απόφαση των γυναικών αυτών θα μείνει στην ιστορία ως κριτήριο πιστότητας και αφοσίωσης, χωρίς να θέλει να υποβαθμίσει κανείς τη στάση των μαθητών μετά την σταυρική θυσία. Αυτό το γεγονός τις καταξίωσε να γίνουν και οι πρώτοι μάρτυρες της αναστάσεως του Κυρίου.
Η γυναίκα από την κατάσταση της εξουθένωσης γίνεται μάρτυρας αληθείας. Πρώτα η Παναγία και μετά οι μυροφόρες συμβάλλουν αποφασιστικά στο σχέδιο της θείας οικονομίας. Η γυναίκα από την ιστορική αφάνεια εισέρχεται στην επικαιρότητα των γεγονότων. Αναδεικνύεται μάρτυρας και παράγοντας αληθείας. Η ιστορία της γυναικείας απελευθέρωσης οφείλει πολλά στη συμβολή των μυροφόρων γυναικών της Καινής Διαθήκης. Είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των μαθητών και του αναστάντος Κυρίου. Ο Άγγελος λέει προς αυτές «ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε». Φαίνεται ξεκάθαρα μια ενδιαφέρουσα εκκλησιολογική ερμηνεία της διακονίας των γυναικών στο έργο και την αποστολή του αναστημένου Χριστού. Οι γυναίκες δεν παραγκωνίζονται αλλά ούτε μένουν στο περιθώριο των γεγονότων, αντίθετα η συμμετοχή τους στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι έντονη.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη Θεολογία η αποστολικότητα έχει άμεση σχέση με την εμπειρία της Ανάστασης. Μόνο όσοι είδαν και κοινώνησαν με τον Αναστάντα καταξιώθηκαν της αποστολικής ιδιότητας. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μυροφόρες γυναίκες ως μάρτυρες της Ανάστασης, μετέχουν στην αποστολική διακονία και λειτουργία. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου, ότι και η πρώτη εντολή του Κυρίου προς τους Αποστόλους «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος» (Ματθ. 28,19-20) είναι μεταναστάσιμη εντολή και αυτό έχει την εκκλησιολογική σημασία της.
Η Εκκλησία και το έργο της, και η ιεραποστολική λειτουργία, δεν είναι μια ανδροκρατική κοινωνία, χωρίς ασφαλώς να είναι γυναικοκρατική. Μέσα στην Εκκλησία διαγράφονται όλα τα διαιρετικά στοιχεία. Όλα λειτουργούν με μια αρμονικότητα αλλά και ισχυρή ενότητα. Μέσα στην Εκκλησία, στην αναστάσιμη κοινωνία ανθρώπων, «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ πάντες γαρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλάτ. 3,28-29). Πρόκειται για ένα διαχρονικό μήνυμα το οποίο ανάγει την αρχή του από την μαρτυρία εκείνη των Μυροφόρων Γυναικών.