Παρακλητικοί κανόνες: Μικρός και Μέγας – αειμνήστου Ιωάννου Φουντούλη
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας. Η μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως, της μνήμης της Θεοτόκου, που ετέθη ακριβώς στο μέσον του μηνός αυτού, ήταν αιτία και όλες οι ημέρες του να πάρουν σιγά –σιγά ένα θεομητορικό χαρακτήρα. Οι δεκατέσσαρες πρώτες ημέρες μπορούμε να ειπούμε ότι είναι τα προεόρτιά της και οι υπόλοιπες τα μεθέορτα, η παράτασις της μεγάλης αυτής θεομητορικής εορτής. Κατά την αυστηρά εορτολογική τάξι, προεόρτιος ημέρα είναι μόνο η παραμονή, η 14η του μηνός, κατά την οποία και μόνο υπάρχουν ειδικά τροπάρια στην εκκλησιαστική ακολουθία, Αλλά το λειτουργικό έθιμο, που σήμερα αποτελεί πια γενικώς καθιερωμένη παράδοσι, συνέδεσε όλες τις προ της εορτής ημέρες με την προπαρασκευή για τον εορτασμό της μνήμης της Παναγίας, αφ’ ενός μεν με την προπαρασκευαστική νηστεία, αφ’ ετέρου δε με την ψαλμωδία των παρακλητικών κανόνων προς αυτήν μετά τον εσπερινό των ημερών αυτών. Η μεθέορτος πάλι περίοδος κατά το ισχύον τυπικό λήγει την 23η Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία «αποδίδεται» η εορτή, τα Εννιάμερα. Πάντοτε όμως κατά το παρελθόν υπήρχαν τάσεις παρατάσεως του εορτασμού. Έτσι, σε πολλά μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως και του Αγίου Όρους η εορτή απεδίδετο την 28η Αυγούστου. Διάταγμα εξ άλλου του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β’ του Παλαιολόγου ώριζε να εορτάζεται η μνήμη της Θεοτόκου καθ’ όλο τον Αύγουστο μήνα από την 1η μέχρι την 31η. Σε ανάλογο τάσι φαίνεται ότι οφείλεται και η τοποθέτησις στην 31η του Αυγούστου της εορτής της καταθέσεως της τιμίας ζώνης της Θεοτόκου στην Αγία Σορό, που απέκειτο στο ναό της Θεοτόκου στα Χαλκοπρατεία της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τον τρόπο αυτόν ο θεομητορικός μήνας, αλλά και ολόκληρο το έτος, που έληγε την 31η Αυγούστου, εσφραγίζετο με μία θεομητορικού χαρακτήρος εορτή.
Κατά τον Αύγουστο, λοιπόν, τον μήνα της Παναγίας, στους ναούς μας, και μάλιστα στα προσκυνήματα τα αφιερωμένα στο όνομά της, θα συντρέξουν οι πιστοί μας για να υμνολογήσουν την Μητέρα του Θεού και να αναφέρουν σ’ αυτήν την θλίψι και τις αγωνίες των. Και δικαίως, γιατί η Θεοτόκος είναι η λογική κλίμαξ που κατέβασε τον Θεό στον κόσμο και ανέβασε τον άνθρωπο στο Θεό. Είναι ο κρίκος που συνέδεσε τον ουρανό με την γη, που έδωσε στον Θεό την σάρκα, ώστε να γίνη, από άκρα φιλανθρωπία, ο Λόγος του Θεού «ομοούσιος ημίν κατά την ανθρωπότητα», σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων του ανθρωπίνου σώματος. Και στην παρρησία της μητέρας Του, που την άφησε πεθαίνοντας στον σταυρό στο πρόσωπο του Ιωάννου και για δική μας μητέρα, καταφεύγουν τώρα τα παιδιά της, οι αδελφοί του Χριστού. Δεν ήταν η διαθήκη Του αυτή, που την έγραψε επάνω στον αιματοβαμμένο σταυρό Του, όταν βλέποντας «την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα, ον ηγάπα» είπε προς αυτήν το «Ιδού ο υιός σου» και προς τον μαθητήν «Ιδού η μήτηρ σου»; Με το θάρρος λοιπόν και την αγάπη των παιδιών προς την μητέρα απευθύνεται ο λαός του Θεού προς την Θεοτόκο, για να διαβιβάση εκείνη τα αιτήματά του προς τον Υιό και Θεό της, χρησιμοποιώντας και πάλι την παρρησία της μητέρας. Γιατί μέσα στο μυστικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, νεκροί δεν υπάρχουν. Όλοι ζουν εν Χριστώ και συνεχίζουν και στον ουρανό τις προσευχές και τις δεήσεις για τα μέλη της Εκκλησίας που ζουν στην γη και αγωνίζονται τον καλόν αγώνα της χριστιανικής ζωής, όπως ακριβώς και οι ζώντες στον κόσμο τούτο δέονται για τους άλλους αδελφούς των, ζώντας ή κεκοιμημένους. Και πολύ περισσότερο η Θεοτόκος στην δόξα του ουρανού δεν παύει να εκτελή το έργο της μεσιτείας που έκαμε και στην γη. Όπως στον γάμο της Κανά ενδιεφέρθη δια την χαρά των ανθρώπων και εζήτησε και επέτυχε από τον Χριστό την θαυματουργική Του επέμβασι, έτσι και μεταστάσα από την γη δεν εγκατέλειψε την γη, αλλά διαρκώς διαβιβάζει τις αιτήσεις μας προς τον Υιό και Θεό της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι η «προστασία» η «ακαταίσχυντος» και η «μεσιτεία» η «αμετάθετος», που δεν παραβλέπει τις ικετευτικές μας φωνές, αλλά αντιλαμβάνεται και προφθάνει στην βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη, όπως πολύ χαρακτηριστικά ψάλλει ο ποιητής του γνωστού κοντακίου.
Σ’ αυτήν λοιπόν την θεολογική βάσι στηρίζεται η Εκκλησία όταν κατά τις πρώτες ημέρες του μηνός αυτού ψάλλη στους ναούς μας τους παρακλητικούς κανόνας προς την Παναγία. Θα ενώσωμε και ημείς μαζί με τον υπόλοιπο λαό του Θεού την φωνή μας και θα απευθύνωμε προς αυτήν τους ωραίους ύμνους, που συνέθεσαν οι ιεροί ποιηταί της Εκκλησίας μας, οι πνευματοκίνητοι συντάκται των ιερών αυτών ακολουθιών. Αυτές ακριβώς τις παρακλητικές ακολουθίες θα ιδούμε σήμερα. Το θέμα είναι και επίκαιρο και πρακτικώς χρήσιμο, αφού από την πρώτη Αυγούστου σημαίνουν οι καμπάνες των εκκλησιών μας και θα μας καλούν σ’ αυτές.
Οι δύο ακολουθίες αυτές μας είναι γνωστές με το όνομα «Μικρός» και «Μέγας παρακλητικός κανών εις την υπεραγίαν Θεοτόκον». Έτσι επιγράφονται στα λειτουργικά μας βιβλία. Στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι το ευρύτερο. Ο κανών είναι μέρος μόνο της όλης ακολουθίας, το μεγαλύτερο και ίσως το πιο εντυπωσιακό. Είναι το στοιχείο που με την εναλλαγή του διαφοροποιεί την κατά τα άλλα ομοία ακολουθία σε δύο, που για να διακρίνωνται ονομάζονται η μία «Μεγάλη Παράκλησις» και η άλλη «Μικρά». Και οι δύο κανόνες έχουν ίσο αριθμό τροπαρίων, 32 τροπάρια ο καθένας –τέσσαρα σε κάθε ωδή, του μεγάλου όμως κανόνος τα τροπάρια και οι ειρμοί, από τους οποίους εξαρτώνται τα τροπάρια είναι εμφανώς εκτενέστερα. Αυτό όμως δεν είναι, νομίζω, αρκετό να αιτιολογήση το επίθετο «μέγας» σ’ αυτόν. Φαίνεται ότι ο μέγας αυτός κανών εψάλλετο πανηγυρικότερα, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο του δεκαπενταυγούστου, όπως δείχνουν και το εξαποστειλάριο «Απόστολοι εκ περάτων…», που ψάλλεται στο τέλος του. Κατόπιν και η επανάληψις των δύο τροπαρίων «Διάσωσον από κινδύνων…» και «Επίβλεψον εν ευμενεία…», που γίνεται στο τέλος κάθε ωδής του μεγάλου, ενώ στον μικρό μόνο στο τέλος της γ΄ και της στ΄ ωδής, μαρτυρεί μια τάσι προς έξαρσι επί το πανηγυρικώτερον του πρώτου. Ο μικρός εψάλλετο, όπως και η επιγραφή του μαρτυρεί, καθ’ όλο το έτος «εν πάση περιστάσει και θλίψει ψυχής».
Κατά την ισχύουσα σήμερα πράξι, οι δύο κανόνες κατά την περίοδο του δεκαπενταυγούστου ψάλλονται εναλλάξ, για την αποφυγή, προφανώς, της μονοτονίας, στο τέλος του εσπερινού όλων των ημερών εκτός από τον εσπερινό των Σαββάτων, της Μεταμορφώσεως και της Κοιμήσεως. Αυτή η σύνδεσις της παρακλήσεως με την ακολουθία του εσπερινού μας φέρνει στον νου την αντίστοιχο μοναχική τάξι, που στις ολονυκτίες των μονών συνάπτεται ο όρθρος στον εσπερινό. Η όλη ακολουθία δηλαδή του εσπερινού και της παρακλήσεως μαζί γίνονται σαν ένα είδος μικράς παννυχίδος στα μέτρα και τις δυνατότητες των ενοριών, μικράς ολονυκτίας προς τιμήν της Θεοτόκου. Αν δε προσέξωμε την δομή της ακολουθίας της παρακλήσεως, θα αναγνωρίσωμε σ’ αυτήν το σχήμα και την διάταξη ενός υποτυπώδους όρθρου. Αρχίζει με ένα θρηνητικό ψαλμό, τον τελευταίο των ψαλμών του εξαψάλμου («Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου…» -ψαλμός 142ος), το «Θεός Κύριος…» με τα θεομητορικά τροπάρια «Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν…» και «Ου σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε…», τον 50ο ψαλμό «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου…», τον κανόνα με κάθισμα στο τέλος της γ΄ και το κοντάκιο στο τέλος της στ΄ ωδής και την παρεμβολή των αναβαθμών, του ευαγγελίου και της συναπτής του, με τα τροπάρια που συνοδεύουν τον 50ο ψαλμό στον όρθρο, τα μεγαλυνάρια μετά την θ΄ ωδή και στο τέλος τροπάρια που μπορούν να παραλληλισθούν προς τα εξαποστειλάρια του όρθρου στον μέγα παρακλητικό κανόνα ή προς τα απόστιχα του όρθρου στην μικρά παράκλησι. Αν συνδυάσωμε μάλιστα τα ανωτέρω προς την τάξι που ισχύει στις εορτές των αγίων, που ως πρώτος κανών στον όρθρο ψάλλεται ένας από τους ανωτέρω παρακλητικούς κανόνας προς την Θεοτόκο, δεν μας μένει καμμία αμφιβολία ότι και στις παρακλήσεις έχομε ένα θεομητορικό παρακλητικό όρθρο κατά τον τύπο των μοναχικών ολονυκτιών.
Ο μικρός κανών φέρεται υπό το όνομα του Θεοστηρίκτου μοναχού ή του Θεοφάνους, που ίσως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που χαρακτηρίζεται πότε με το κοσμικό, πότε με το μοναχικό του όνομα. Ποίος όμως από τους πολλούς ομωνύμους ποιητάς είναι ο συντάκτης του κανόνος αυτού δεν είναι εύκολο να προσδιορισθή. Του μεγάλου ποιητής είναι ο τελευταίος αυτοκράτωρ της Νικαίας Θεόδωρος Δούκας ο Λάσκαρις (1222 -1258). Ο δεύτερος αυτός κανών έχει μάλλον προσωπικό χαρακτήρα και αναφέρεται ειδικώς στα παθήματα και τις περιστάσεις του βίου του πολυπαθούς αυτού βασιλέως. Ο πρώτος είναι γενικώτερος και ταιριάζει σε κάθε άνθρωπο θλιβόμενο, ασθενούντα και πάσχοντα από πενυματικές και σωματικές ασθένειες, από επιβουλές δαιμονικές και κάθε άλλο ψυχοσωματικό κίνδυνο.
Και οι δύο κανόνες ψάλλονται σε ήχο πλ. δ΄. Η α΄ ωδή του μικρού έχει ειρμό το «Υγράν διοδεύσας», του μεγάλου το «Αρματηλάτην Φαραώ». Παραθέτουμε την α΄ ωδή και των δύο αυτών κανόνων. Έτσι θα γίνη φανερή και η διαφορά ως προς το μήκος των τροπαρίων και ως προς το περιεχόμενό των. Και οι δύο αμιλλώνται στην εκλογή ωραίων εικόνων, λεπτού και ευγενούς τρόπου εκφράσεως της δεήσεως, ζωηράς περιγραφής των θλίψεων και των συμφορών και των αισθημάτων της πίστεως, πόνου, αλλά και ελπίδος και εγκαρτερήσεως. Ο θρήνος του πιστού δεν είναι έκφρασις απογνώσεως και απελπισίας, αλλά αίτησις του θείου ελέους και της βοηθείας της Θεοτόκου για την συνέχισι του αγώνος του βίου και για την νικηφόρο αντιμετώπισι των πειρασμών.
+ Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,