skip to Main Content

Ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης (1η Σεπτεμβρίου)

Ο Άγιος Συμεών ως άνθρωπος.
Ο Συμεών, ο στυλίτης ο μέγας και Όσιος γεννήθηκε κατά το έτος 392, σε ένα χωριό που λέγονταν Σισάν. Ο μακάριος Συμεών από μικρός ακολουθούσε τους γονείς του, που ήταν τσοπάνηδες, και διδασκόταν από αυτούς, πώς να προσέχει και να βόσκει τα πρόβατα. Μέσα στο θνητό του σώμα είχε θεια χαρίσματα. Δεν έμοιαζε με τους άλλους νέους, η διαγωγή του και η υπομονή του δεν ήταν ανθρώπινη.

Ο Συμεών παίρνει το πρώτο μάθημα ευσέβειας
Μια μέρα έβρεχε πολύ και δεν ήταν δυνατόν να βγουν τα πρόβατα για να βοσκήσουν. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία να πάει στον ιερό Ναό με τους γονείς του. Εκεί άκουσε την Ευαγγελική περικοπή, που μακαρίζει εκείνους, που κλαίουν και λυπούνται σ’ αυτήν τη ζωή, και αντιθέτως ονομάζει άθλιους και ταλαίπωρους εκείνους που χαίρουν και γελούν. Τότε ο Συμεών ρώτησε ένα, που

παρακολουθούσε και αυτός την ομιλία, τι πρέπει να κάμει για να αποκτήσει καθ’ ένα από αυτά που άκουε. Εκείνος, αμέσως, επειδή ήταν και αυτός εργάτης φαίνεται της αρετής και αγωνιστής του καλού, προθυμότατα του δίδαξε τη μοναδική ζωή, που έπρεπε να ακολουθήσει, για να γίνει τέλειος στη Χριστιανική άσκηση. Ο Συμεών δέχθηκε τον σπόρο του θεϊκού λόγου και τον κατέκρυψε και τον φύλαξε καλά με επιμέλεια μέσα στα βαθειά αυλάκια της ψυχής του.

Ο Συμεών φεύγει για την άσκηση.
Πέρασε λίγος καιρός και ο Συμεών πηγαίνει να συναντήσει μερικούς ασκητές γειτόνους του. Με αυτούς συναγωνίσθηκε δυο χρόνια.

Επιθύμησε όμως τελειότερη αρετή. Γι αυτό πήγε σε ένα άλλο μέρος, που λεγόταν Τελεδάν, όπου ήταν προστάτης μερικών αδελφών και καθηγητής τους ο θαυμάσιος Ηλιόδωρος. Στο ησυχαστήριο παρέμεινε ο πολύαθλος της ευσεβείας αγωνιστής και τελειότατος Συμεών επί δέκα έτη. Ζούσε στον αγώνα και στην άσκηση μαζί με άλλους ογδόντα συνασκητές. Όλους τους ξεπέρασε στην άσκηση. Ενώ εκείνοι τρέφονταν κάθε δύο μέρες, ο Συμεών όλη την εβδομάδα περνούσε χωρίς τροφή. Η άσκηση του Συμεών γινόταν αφορμή να ζηλεύουν κατά κάποιον τρόπο οι άλλοι ασκητές. Πολλές φορές δυσανασχετούσαν και στενοχωρούνταν όλοι που δεν μπορούσαν να τον μιμηθούν. Έλεγαν ότι αυτή η εγκράτεια του Συμεών φέρνει σύγχυση και αταξία στην ασκητική ζωή. Εκείνος όμως, δεν ησύχαζε, ούτε ελάττωνε την προθυμία του.

Ο Συμεών φεύγει.
Οι συνασκητές του επειδή δεν μπορούσαν να τον συναγωνισθούν, τον πρόσταξαν να αναχωρήσει από εκεί, για να μην γίνεται και στους άλλους αίτιος βλάβης που ήταν ασθενέστεροι κατά το σώμα, επειδή δοκιμάζοντας και αυτοί να τον μιμηθούν, δεν τα κατάφερναν και απελπίζονταν. Αφού λοιπόν έφυγε ο Συμεών, πήγε σε ερημικότερα μέρη, όπου βρήκε ένα όρυγμα. Εκεί μπήκε μέσα, έμεινε όπως συνήθιζε να ζει να προσεύχεται και να φιλοσοφεί. Όμως οι άλλοι ασκητές μετάνιωσαν και του ζήτησαν να ξαναγυρίσει. Ο Συμεών κάθισε από τότε μαζί τους λίγο καιρό. Κατόπιν έφυγε και πήγε σε μια χώρα που λεγόταν Τελάνισος. Εκεί βρήκε ένα μικρό σπιτάκι και σ’ αυτό κλείσθηκε τρία χρόνια. Μέσα σ’ αυτό αγωνιζόταν πάντοτε να αυξήσει την αρετή του, με την προσευχή, τη στέρηση, τη νηστεία και την μόνωση.

Νέα άσκηση επιβάλλει στον εαυτό του ο Όσιος
Όταν πέρασαν τρία χρόνια στο σπιτάκι, ο Όσιος έφυγε και ανέβηκε στην κορυφή του όρους. Εκεί περιμάνδρωσε ένα μέρος και έμεινε μέσα σ’ αυτό χωρίς σκεπή. Πάλευε ευχάριστα με τα καύματα του ήλιου και το ψύχος του χειμώνα.

Ο Συμεών παίρνει τη χάρη του θαυματουργού
Διαδόθηκε λοιπόν παντού η φήμη του Συμεών. Άρχισαν να έρχονται προς αυτόν, όχι αυτοί που έμειναν κοντά του, αλλά και κείνοι που βρίσκονταν μακριά. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσαν, και ζητούσαν τη γιατρειά της ασθενείας τους. Πολλοί από αυτούς που έρχονταν για να πάρουν την ευλογία του Αγίου, ήταν βουτηγμένοι στο αίμα από τις αιματοχυσίες και τους φόνους. Δεν γύριζαν όμως στα σπίτια τους κανένας πικραμένος και στενοχωρημένος όπως όταν έρχονταν, αλλά χαρούμενοι και γελαστοί, αφού ελευθερώνονταν από κάθε ασθένεια και βλάβη. Γι αυτό και ευχαριστίες με καλά λόγια και πρόθυμη γλώσσα στον Θεό και στον Όσιο.
Πολλοί από τους ειδωλολάτρες, που ζούσαν στο σκοτάδι της απιστίας, έβλεπαν τη παράδοξη αυτή ζωή, που έκανε αυτός ο εξαιρετικός άνθρωπος επάνω στο στύλο και θαύμαζαν. Έπειτα έβλεπαν και τα μεγάλα του θαύματα, και σαν άπιστοι, και θαύμαζαν και απορούσαν. Εκείνο όμως, που είχε μεγάλη επίδραση στην ψυχή τους ήταν το κήρυγμά του. Πολλά θαύματα επιτέλεσε ο Άγιος εν ζωή και ενώ όταν κοιμήθηκε, με την Χάρη που του είχε δώσει ο Θεός.

Ο Συμεών στον στυλό.
Οι προσκυνητές όμως γίνονταν αναρίθμητοι… Ο Άγιος ήθελε να αποφύγει την πολλή τιμή και τις περιποιήσεις, που του έδιδαν. Ήταν κουραστικό και ο πολύς θόρυβος τον ενοχλούσε. Σκέφθηκε λοιπόν με άλλο τρόπο να πλησιάσει στον ουρανό. Όχι μόνον με λογισμούς και θεωρίες, αλλά με το σώμα. Μηχανεύθηκε λοιπόν να ανεβεί σε στύλο, ο Στυλίτης βίος άγνωστος έως τότε λάμπρυνε περισσότερο τον Άγιο. Έγινε δε από τότε παράδειγμα και σε άλλους. Αυτή δε η σκέψη του, ήταν αποτέλεσμα θείας επίσκεψης.

Οι Πατέρες της έρημου διαμαρτύρονται με την νέα άσκηση του Συμεών.
Οι Πατέρες με τη δική τους άσκηση, τους ιερούς αγώνες τους και τη σωματική δύναμη ανώτερη από τη δική τους εκπλαγήκανε. Εξαπέστειλαν λοιπόν αμέσως μερικούς από τους δικούς τους Μοναχούς, με την εντολή, να τον ελέγξουν. Να τον μαλώσουν για την πράξη του αυτή. Όμως είχαν και το φόβο, μήπως το έργο αυτό είναι θεάρεστο, και κείνοι κρίνουν την υπόθεση σαν άνθρωποι και αμαρτήσουν.
Πράγγειλαν γι’ αυτό στους απεσταλμένους τους, ότι, αν ίσως μετά τις παρατηρήσεις τους ιδούν τον Συμεών, πώς αφήνει το θέλημά του, και υποτάσσεται στις εντολές τους κατεβαίνοντας από το στύλο, τότε να τον εμποδίσουν και να τον προστάξουν να παραμείνει στην ίδια εκείνη ζωή και να μη την αμελεί.

Ο Συμεών υπακούει.
Αυτά παράγγειλαν οι Πατέρες στους απεσταλμένους. Εκείνος όμως που ήταν αληθινά πράος και είχε ταπεινή καρδιά, με ηρεμία και πραότητα δέχθηκε την επίπληξη. Δεν αντιλόγησε καθόλου. Δεν θύμωσε, Δεν κατηγόρησε την προσταγή. Δε μίλησε καθόλου. Αλλά αμέσως με βλέμμα χαρούμενο, έσκυψε το κεφάλι για να ευχαρίστηση το Θεό. Κατόπιν αφού ευχαρίστησε και τους Πατέρες, για την φροντίδα, που είχαν γι’ αυτόν, δεν αργοπόρησε καθόλου. Άρχισε να κατεβαίνει από το στύλο. Μα εκείνοι αμέσως, τον εμπόδισαν και του φανέρωσαν την εντολή των Πατέρων. Κατόπιν αφού του ευχήθηκαν να μείνει στερεός και ακλόνητος στη στάση αυτή στο στύλο έως τέλος, για να απολαύσει πλούσια την αντιμισθία του Κυρίου, για τους πολλούς και πυκνούς αγώνες και κόπους του έφυγαν θαυμάζοντας τη δύναμη και τη θυσία του Συμεών και επέστρεψαν στην έρημο. Ο Άγιος στον στύλο έζησε όλα τα μετέπειτα χρόνια και πολλά θαύματα έκανε και πολύ κόσμο βοήθησε και έφερε κοντά στο Θεό.

Το τέλος του Οσίου.
Αφού έλαμψε ο Άγιος με τόσα πολλά και μεγάλα κατορθώματα, τελειώνει την ζωή του, κατά το έτος (461). Έζησε τη ζωή του την πρόσκαιρη και διαβαίνει προς τον ποθούμενο Χριστό, για να απολαμβάνει μαζί με όλους τους Αγίους εξαιρετικά δε με τους Αγίους Ασκητές. Τον δικό τους βίο εζήλωσε, τους μιμήθηκε και τους ξεπέρασε. Η ξενήκουστη ζωή του, να στέκεται επάνω στο στύλο, του έδωσε χάρη, να βλέπει πρόσωπο με πρόσωπο τον γλυκύτατο Δεσπότη και να συνομιλεί μαζί Του, στους απέραντους αιώνες στη βασιλεία των ουρανών. Όταν δε απέθανε τότε γνώρισαν όλοι την ανθρώπινη φύση του Αγίου. Το τίμιο σώμα του με μεγάλο σεβασμό ετάφη, αφού ανέβλυσε θαύματα πολλά και μεγάλα.

Μεταφορά του Αγίου λειψάνου στην Αντιόχεια.
Ο βασιλιάς Λέων ο Μέγας μετέφερε σε λίγο το σεβάσμιο λείψανο στην Αντιόχεια, με μεγάλη τιμή και λαμπαδηφορία. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης έλεγαν ότι η λαμπαδηφορία ήταν τόσο μεγάλη ώστε σκότιζε το φως του ήλιου.

Ο Άγιος και νεκρός θαυματουργεί.
Όταν η ιερή λιτανεία έφθασε σε ένα χωριό κοντά στην Αντιόχεια, στάθηκε ακίνητη η άμαξα που έφερε το ιερό λείψανο αιφνιδίως, και φόβος μέγας έπιασε όλους που ακολουθούσαν. Εκεί κοντά ήταν το νεκροταφείο. Ένας άνθρωπος τρέχοντας από τα μνήματα θρηνούσε γοερά και παρακαλούσε τον Άγιο, να τον ελευθερώσει από το βάσανο που τον κατατυραννούσε. Είχε κάνει μεγάλο αμάρτημα κατά νεκρής γυναικός και αμέσως δαιμονίστηκε και έκτοτε έμενε εκεί σαν να ήταν δεμένος από τον δαίμονα επάνω στον τάφο της γυναίκας εκείνης. Γύριζαν ανάποδα τα μάτια του και από το στόμα του έβγαιναν αφροί. Αμέσως όμως όταν άγγισε το τίμιο λείψανο έγινε υγιής, και η άμαξα ευθύς κινήθηκε.

Απολυτίκιον. Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε

Ὡς στήλην θεογράφον τῶν Ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τά ἀναβάσεις ἠμίν Συμεών παμμακάριστε, σύ γάρ ἐπί τοῦ στύλου, ὡς πυρσός διαλάμπων, ἕλκεις ἠμᾶς χαμόθεν πρός ζωήν οὐρανίαν, τόν τρόπον τῆς εὐδομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.

Κοντάκιον. Ήχος β΄. Αυτόμελον

Τά ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καί ἅρμα πυρός, τόν στύλον ἐργασάμενος, δί’ αὐτοῖς συνόμιλος τῶν Ἀγγέλων γέγονας, ὅσιε, σύν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῶ πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἠμῶν.

Μεγαλυνάριον

Στύλος ἐναρέτου ὤφης ζωῆς, ἐν στύλω βιώσας, ὑπέρ ἄνθρωπον, Συμεών ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τάς ὑπέρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἑξαστράπτεις εἰς κόσμον ἅπαντα.

Back To Top