Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθαίου 1, 1-25 (24-12-2017)
Αρχιμανδρίτου Αυγουστίνου Κκαρά
Πρωτότυπο κείμενο
Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού υιού Δαυίδ, υιού Αβραάμ. Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών, Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρούθ, Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί, Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαυίδ τον βασιλέα. Δαυίδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της του Ουρίου, Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, Αβιά δε εγέννησε τον Ασά, Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν, Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν, Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν, Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος. Μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ, Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ, Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός. Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυίδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος εως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες. Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην· μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν η συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου. Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν. Ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ εφάνη αυτώ λέγων· Ιωσήφ υιός Δαυίδ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου· το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου. Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν· αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών. Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός. Διεγερθείς δε ο Ιωσήφ από του ύπνου εποίησεν ως προσέταξεν αυτώ ο άγγελος Κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα αυτού, και ουκ εγίνωσκεν αυτήν εως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν.
Απόδοση
Γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού Χριστού, απογόνου του Δαβίδ, ο οποίος ήταν απόγονος του Αβραάμ. Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδα και τους αδελφούς του. Ο Ιούδας εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά με τη Θάμαρ. Ο Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ και ο Εσρώμ τον Αράμ. Ο Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ τον Ναασσών και ο Ναασσών τον Σαλμών. Ο Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ με τη Ραχάβ, ο Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ με τη Ρούθ, ο Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί και ο Ιεσσαί εγέννησε τον Δαβίδ το βασιλιά. Ο βασιλιάς Δαβίδ εγέννησε τον Σολομώντα με τη γυναίκα του Ουρία• ο Σολομών εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ τον Αβιά, ο Αβιά τον Ασά• ο Ασά εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ τον Ιωράμ, ο Ιωράμ τον Οζία• ο Οζίας εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ τον Άχαζ, ο Άχαζ τον Εζεκία• ο Εζεκίας εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής τον Αμών, ο Αμών τον Ιωσία• ο Ιωσίας εγέννησε τον Ιεχονία και τους αδελφούς του την εποχή της αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα. Μετά την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, ο δε Σαλαθιήλ εγέννησε τονΖοροβάβελ• ο Ζοροβάβελ εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ τον Ελιακίμ, ο Ελιακίμ τον Αζώρ• ο Αζώρ εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ τον Αχίμ και ο Αχίμ τον Ελιούδ• ο Ελιούδ εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ τον Ματθάν, ο Ματθάν τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ τον άντρα της Μαρίας. Από τη Μαρία γεννήθηκε ο Ιησούς, ο λεγόμενος Χριστός. Από τον Αβραάμ ως τον Δαβίδ μεσολαβούν δεκατέσσερις γενιές• το ίδιο κι από τον Δαβίδ ως την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, καθώς κι από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα ως το Χριστό. Η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε ως εξής: Η μητέρα του, η Μαρία, αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ. Προτού όμως συνευρεθούν, έμεινε έγκυος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Ο μνηστήρας της ο Ιωσήφ, επειδή ήταν ευσεβής και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει, αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα, χωρίς την επίσημη διαδικασία. Όταν όμως κατέληξε σ΄ αυτή τη σκέψη, του εμφανίστηκε στον ύπνο του ένας άγγελος σταλμένος από τον Θεό και του είπε: «Ιωσήφ, απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες τους». Με όλα αυτά που έγιναν, εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είχε πει ο προφήτης: Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας. Όταν ξύπνησε ο Ιωσήφ, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου και πήρε στο σπίτι του τη Μαρία τη γυναίκα του. Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της• ωσότου γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο και του έδωσε το όνομα Ιησούς.
Η γενεαλογία και η Γέννηση του Ιησού Χριστού
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από τη μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων είναι παρμένο από την αρχή του ευαγγελίου του Ευαγγελιστή Ματθαίου και αναφέρεται στη γενεαλογία του Ιησού Χριστού και στη συνέχεια στην Οικονομία του Θεού για την εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου γέννησή Του. Η χρησιμοποίηση των γενεαλογιών κατά την εποχή των ιερών Ευαγγελιστών ήταν σύνηθες φαινόμενο. Στην παρούσα περίπτωση ο Ευαγγελιστής Ματθαίος δεν παραμένει σε μια απλή παράθεση της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού, αλλά δίδει σε αυτήν θεολογική διάσταση.
Μέσα από την απαρίθμηση όλων αυτών των ονομάτων, που αποτελούν τον κατάλογο των προπατόρων του Ιησού Χριστού, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος καταδεικνύει, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι όντως ένα υπαρκτό πρόσωπο της ιστορίας. Έτσι δίδει μιαν απάντηση σε όλους εκείνους που κατά καιρούς αμφισβήτησαν ή ακόμα και σήμερα αμφισβητούν την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού. Επιπλέον μέσα από τη διήγηση ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι όντως «υιός του Δαβίδ». Σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Θεού, όπως αυτές φαίνονται μέσα στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, η σωτηρία του κόσμου θα προερχόταν «εκ σπέρματος Δαυίδ». Σε τελική ανάλυση η Γέννηση του Ιησού Χριστού αποτελεί την κατάληξη του προαιώνιου σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία και τη λύτρωση του κόσμου.
Μετά την παράθεση της γενεαλογίας, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας αναφέρει σε συντομία τα γεγονότα σχετικά με τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Όταν ο Ιωσήφ ο μνήστωρ αντιλήφθηκε ότι η Παναγία, ήταν έγκυος, βασανιζόμενος από λογισμούς και σκέψεις, σκέφτηκε κρυφά να τη διώξει σε τόπο μακρινό. Τις αμφιβολίες του Ιωσήφ διαλύει άγγελος Κυρίου, που παρουσιάστηκε σ’ αυτόν και του είπε, ότι το παιδί που κυοφορεί η Μαρία είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και ότι το αγόρι που θα γεννηθεί είναι εκείνος που θα φέρει τη σωτηρία στον κόσμο. Έτσι ο Ιωσήφ παρέμεινε με τη Μαρία και στη συνέχεια γεννήθηκε το παιδί και το ονόμασαν Ιησούν, σύμφωνα με την εντολή του Αγγέλου.
Στη συνέχεια ο Ευαγγελιστής Ματθαίος τονίζει ότι: «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός». Η ενανθρώπηση δηλαδή του Ιησού Χριστού δε σηματοδοτεί απλά τη λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία, αλλά την παρουσία του ίδιου του Θεού ανάμεσά μας. Η γέννηση του Ιησού Χριστού και η επί γης δράση Του δεν αποτελεί απλά την απαρχή της αποκατάστασης της ανυπακοής των πρωτοπλάστων, αλλά και την καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό, τη δυνατότητα δηλαδή της κοινωνίας και πάλι του ανθρώπου με το Θεό.
Στο σημείο αυτό έχουμε την εκπλήρωση της μεσσιανικής προφητείας του προφήτη Ησαΐα, ότι δηλαδή η γέννηση του Μεσσία Χριστού θα γίνει από γυναίκα Παρθένο. Η εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης δε σημαίνει σε καμία περίπτωση τη δέσμευση του Θεού απέναντι στους ανθρώπους, αλλά αποτελεί ερμηνεία των θαυμαστών γεγονότων που επιτελούνται στον κόσμο και φανερώνουν την παρέμβαση του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος δίδει ιδιαίτερη σημασία στο ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε «εκ Πνεύματος Αγίου» και «εκ της Παρθένου Μαρίας», γεγονός που αποτελούσε αδιαμφισβήτητη πίστη και διδασκαλία της Αποστολικής Εκκλησίας. Προχωρεί μάλιστα και στη θεολογική θεμελίωση του γεγονότος αυτού, αναφέροντας την παρέμβαση του αγγέλου του Θεού προς τον Ιωσήφ, ότι ο Ιησούς Χριστός σαρκώθηκε στη μήτρα της Θεοτόκου «εκ Πνεύματος Αγίου», αλλά και την προφητεία του Ησαΐα, ότι θα γεννηθεί από γυναίκα Παρθένο.
Σημαντική είναι εξάλλου και η παρουσία του Ιωσήφ του μνήστορος. Η χρήση του όρου «άνδρας Μαρίας» προκάλεσε πολλές θεολογικές συζητήσεις και έδωσε τροφή σε αιρετικούς κύκλους, που αρνούνται την παρθενία της Θεοτόκου. Σύμφωνα όμως με τις Γραφές αλλά και το Εβραϊκό δίκαιο ο μνηστήρας αποκαλείται και άνδρας, διότι, παρά το ότι δεν έχει οποιανδήποτε σαρκική σχέση με τη μνηστή του, εντούτοις έχει όλα τα νομικά δικαιώματα, όπως ακριβώς και ο σύζυγος. Κατέχει τη θέση του αρχηγού της οικογένειας και μπορεί να εφαρμόσει το νόμο της τιμωρίας της γυναίκας, όταν διαπιστώσει παράπτωμα, ή να εκδώσει το λεγόμενο «αποστάσιον», δηλαδή να δώσει διαζύγιο στη μνηστή του. Ο Ιωσήφ καθώς ήταν δίκαιος και ευσεβής άνθρωπος, όταν διαπίστωσε, ότι η Μαρία ήταν έγκυος σκεφτόταν να εφαρμόσει τον Ιουδαϊκό νόμο και να εκδώσει το «αποστάσιον». Τις αμφιβολίες του όμως διαλύει ο άγγελος του Θεού, ο οποίος τον πληροφορεί για την αλήθεια της εγκυμοσύνης της Παρθένου Μαρίας. Παρά το γεγονός ότι ο Ιωσήφ δεν ήταν ο φυσικός πατέρας του Ιησού Χριστού, μετά την παρέμβαση του αγγέλου θέτει ο ίδιος τον εαυτό του στην υπηρεσία του σχεδίου του Θεού και καθίσταται ο θετός πατέρας του Ιησού Χριστού, μεταβιβάζοντάς του έτσι όλα τα νόμιμα δικαιώματα, να ανήκει δηλαδή και εκείνος στο γενεαλογικό δένδρο του Δαβίδ. Κατά τον τρόπο αυτό φανερώνεται για άλλη μία φορά η άκρα συγκατάβαση του Θεού, να υποτάσσεται δηλαδή στους ανθρώπινους νόμους με σκοπό τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Η παρέμβαση αυτή του αγγέλου του Θεού, εκτός από την αποκάλυψη προς τον Ιωσήφ για το «εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου», περιγράφει και τον σκοπό της γέννησης του Ιησού Χριστού, «αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών». Αυτός είναι ο σκοπός της ενανθρώπησης του Ιησού Χριστού, η σωτηρία των ανθρώπων και η λύτρωσή τους από τη δουλεία της αμαρτίας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αναμενόμενος ανά τους αιώνας Μεσσίας, ο Σωτήρας και Λυτρωτής του κόσμου. Ο άνθρωπος μετά την πτώση και αποστασία του από τον Θεό, αναπόφευκτα υποδουλώθηκε στην αμαρτία, στη φθορά και στον θάνατο. Η λύτρωση και σωτηρία του δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί με ανθρώπινες δυνάμεις. Αυτό λοιπόν που ήταν ακατόρθωτο για τον άνθρωπο, προσφέρεται τώρα από τον γεννηθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού, εκτός από ιστορικό γεγονός αποτελεί «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον» (Τιμ.Α΄.3,16), το γεγονός δηλαδή ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Έτσι ο άνθρωπος αποκτά και πάλιν τη δυνατότητα της κοινωνίας με τον Θεό και της επιστροφής του στο «αρχαίον κάλλος», στην ωραιότητα και μακαριότητα του παραδείσου, τον οποίο απώλεσε, ένεκα της παρακοής στο θέλημα του Θεού. Αυτήν την ελπίδα και αισιοδοξία δίδει η Γέννηση του Ιησού Χριστού στο σύγχρονο κόσμο. Η καταλλαγή που επιφέρει η Γέννηση του Υιού του Θεού στον κόσμο μας, δεν αφορά μόνο τη σχέση του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά και τη σχέση του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του. Ο καθένας μας οφείλει να βλέπει τον συνάνθρωπό του σαν αδελφό του, για τον οποίο επίσης γεννήθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Υιός του Θεού.