Ποιοι είναι αυτοί, τέλος πάντων, που σπουδάζουν στη Θεολογική;
Ιωάννας Παναγοπούλου, Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ΕΚΠΑ
Έχει ξημερώσει μια συνηθισμένη Πέμπτη στην Πανεπιστημιούπολη. Φτάνουμε στη Θεολογική Σχολή, το ρολόι δείχνει 8 παρά 10 το πρωί, ο λόφος είναι τυλιγμένος στην πάχνη του πρωινού, σταγόνες υγρασίας διακρίνονται στους τοίχους της εισόδου. Η βλάστηση αγκαλιάζει το κτήριο, που είναι εμφανώς μικρότερο από εκείνο της Φιλοσοφικής, «εδώ» όπως θα μας πει αργότερα ο Πέτρος, «μπαίνουν περίπου 300 φοιτητές το χρόνο». Η σχολή συστεγάζει δύο τμήματα, τη Θεολογική και την Κοινωνική Θεολογία, τα οποία έχουν μικρή απόκλιση ως προς το περιεχόμενο των σπουδών αλλά χρησιμοποιούν διαφορετικά αμφιθέατρα. Οι διάδρομοι είναι άδειοι και οι αίθουσες κλειστές, επικρατεί απόλυτη ησυχία- το κτήριο δεν έχει ακόμα τη ζεστασιά της ανθρώπινης παρουσίας. Ξαφνικά, ένας ήχος ψαλμού έρχεται στα αυτιά μας από μακριά και αρχίζει να δυναμώνει καθώς ανεβαίνουμε την κυκλική σκάλα.
Στρίβοντας σε ένα μακρύ διάδρομο, συναντάμε μια επιτοίχια εικόνα της Παναγίας, ένα καντήλι και την επιγραφή «Παρεκκλήσιον». Δίπλα, μια ανοιχτή πόρτα και μια ευρύχωρη αίθουσα όπου διεξάγεται η Θεία Λειτουργία. Μπαίνοντας, μια κοπέλα μας χαμογελάει πρόθυμα πίσω από το παγκάρι και μας δίνει το βιβλιαράκι για να παρακολουθήσουμε το μυστήριο- πρόκειται για τη Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου που όπως πληροφορούμαστε στο τέλος της, δεν είχε τελεστεί για 15 χρόνια. Ο λόγος είναι ότι αυτή η μορφή λειτουργίας είναι αρχαιοπρεπής και τελούνταν τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, με διακριτή διαφορά οι διεργασίες που κανονικά γίνονται μέσα στο ιερό, τελούνται έξω ώστε να τις παρακολουθούν οι πιστοί.
Η αίθουσα δεν είναι γεμάτη, αγγίζουμε τα 30 άτομα μαζί με τους ιερείς και τους ψάλτες. Είναι διαμορφωμένη σαν το εσωτερικό μιας εκκλησίας, με εικονίσματα στους τοίχους, κηροπήγια, αναλόγια και την μορφή του σταυρωμένου Ιησού να διακρίνεται μέσα από το ιερό αλλά τα μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στο λόφο και οι λευκοί τοίχοι υπενθυμίζουν ότι πρόκειται για πανεπιστημιακή τάξη. Οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους, μοιάζουν να ξεπερνούν τη φοιτητική ηλικία, καθώς όμως η ώρα περνάει η αίθουσα γεμίζει από σπουδαστές. Δε μιλάει κανείς, όλοι παρακολουθούν προσηλωμένοι- ήρθαν εδώ γι΄αυτό το λόγο άλλωστε, αποφασισμένοι να προσέξουν. «Εν ειρήνη Χριστού πορευθώμεν» λέει ο ιερέας. Η στιγμή είναι ιερή, από κάθε άποψη.
Οι μόνες παρατάξεις που δραστηριοποιούνται στη Θεολογική είναι η ΔΑΠ και το ΚΚΕ.
Έξω, στον άδειο ακόμα διάδρομο, μια κοπέλα κάθεται στα τραπεζάκια των παρατάξεων – οι μόνες που δραστηριοποιούνται στη Θεολογική είναι η ΔΑΠ και το ΚΚΕ. «Εδώ θα δεις απ΄όλα», λέει, «αυτούς που έρχονται από το πρωί στη λειτουργία, αυτούς που δεν πάνε ποτέ. Εγώ προσωπικά πάω κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, τα κλασικά δηλαδή». Η Μαρία, που διανύει το 3ο έτος φοίτησης, βρέθηκε στην Κοινωνική Θεολογία μετά τη δεύτερη φορά που έδωσε Πανελλήνιες με στόχο τη λογοθεραπεία και σκέφτεται ακόμα να κάνει ένα δεύτερο πτυχίο και να ασχοληθεί με την κοινωνική εργασία. «Σε κάθε εξάμηνο έχουμε δύο τρία θρησκευτικά μαθήματα και τα υπόλοιπα είναι ψυχολογία, εγκληματολογία, μαζικές επικοινωνίες. Εγώ βρήκα πολύ ενδιαφέρον το μάθημα του βουδισμού, μη νομίζεις ότι κάνουμε μόνο Χριστιανισμό εδώ», εξηγεί και κοιτώντας γύρω της λέει «σήμερα ήρθα τόσο νωρίς γιατί είχαμε συνάντηση με το σύλλογο φοιτητών, οι περισσότεροι φοιτητές έρχονται στα μεσημεριανά μαθήματα».
Πίσω στο παρεκκλήσι, η λειτουργία οδεύει προς το τέλος της. Η ώρα είναι σχεδόν εννιάμιση και η αίθουσα είναι πλέον γεμάτη, οι ιερείς προετοιμάζουν τη Θεία Κοινωνία και το αντίδωρο. «Να έρχεστε με τάξη, όχι με αταξία» λέει ο αρχιερέας και μπροστά του σχηματίζεται μια μικρή ουρά, ωστόσο πολλοί από τους φοιτητές εγκαταλείπουν την αίθουσα. «Όσοι ερχόμαστε εδώ είμαστε το πιο πιστό κομμάτι της σχολής», λέει ο Χαράλαμπος που παρακολουθεί δίπλα μας τη διαδικασία. «Εγώ έρχομαι από το Περιστέρι για να παρακολουθήσω τη Λειτουργία αλλά ξέρω ότι ανήκω στο 2% των φοιτητών της σχολής που το κάνουν. Οι ιερείς που βλέπεις είναι μεταπτυχιακοί φοιτητές, όπως και οι ψάλτες- αν ήθελα μπορούσα να βάλω κι εγώ το ράσο και να ψάλλω μαζί τους».
Ο ίδιος είναι στο 4ο έτος, στα 27 του – τα προηγούμενα χρόνια σπούδαζε και δούλευε σε άλλους τομείς. «Το σκέφτομαι να γίνω ιερέας, αλλά θα δούμε», απαντάει στη σχετική ερώτησή μου. «Αυτό που λέω είναι ότι η ιεροσύνη δεν έρχεται απαραίτητα μαζί με τη σχολή, μπορεί να σε βρει κι εκτός. Εγώ είχα κλίση από μικρός, χωρίς έχω παπάδες στην οικογένειά μου, πήγαινα στην εκκλησία. Πάντως, είναι παρεξηγημένη η σχολή ως προς αυτό, δεν συνδέεται με την εκκλησία, ούτε εμείς ξεκινάμε τη μέρα μας με προσευχές– η λειτουργία γίνεται κάθε Πέμπτη και δεν είναι υποχρεωτική. Αντιμετωπίζουμε τη θεολογία σαν θεωρητική επιστήμη» εξηγεί. Στο μεταξύ η Θεία Κοινωνία έχει τελειώσει και οι ιερείς βγάζουν ομαδικές φωτογραφίες με τους ψάλτες, τον εφημέριο και τον κοσμήτορα. Η ατμόσφαιρα είναι οικογενειακή, ανταλάσσονται αστεία «δεν είναι το καλό μου προφίλ αυτό» και κάποιος μας λέει «ελάτε, τώρα πάμε όλοι στο αρχονταρίκι».
«Το 2015 ο κόσμος απομακρύνεται από το Θεό όλο και περισσότερο. Εγώ το σέβομαι, αλλά αναρωτιέμαι “όταν κινδυνεύσεις, όταν βρεθείς σε ανάγκη, ποιον επικαλείσαι”; Τόσα θαύματα γίνονται, θεραπεύονται άτομα με χρόνιες ασθένειες, πως γίνεται να μην πιστέψεις μετά από αυτά;»
Λίγο αργότερα περπατώντας προς το αμφιθέατρο για το πρώτο μάθημα της ημέρας, η Σωτηρία μας λέει. «Εγώ το δέχομαι να μην πιστεύει ο άλλος, δέχομαι τον καθένα όπως είναι. Άλλωστε και ο Θεός δεν σε πιέζει να έρθεις μαζί του, σε αφήνει να επιλέξεις». Πριν την αφήσουμε να πιάσει θέση στις πρώτες σειρές του μισογεμάτου μεγάλου αμφιθεάτρου με την εικόνα του Χριστού πάνω απ΄την έδρα, τη ρωτάω για τα εγκλήματα που διαπράττονται κατά καιρούς στο όνομα της θρησκείας (τα γεγονότα του Παρισιού είναι νωπά ). «Πρέπει πάνω από όλα να υπάρχει σεβασμός για τον άλλο», απαντάει. «Αυτοί δεν σέβονται τον άλλο σαν άνθρωπο, δεν σέβονται τίποτα, δεν έχει αξία γι΄αυτούς».
Η κίνηση έχει αυξηθεί στη σχολή, φοιτητές πηγαινοέρχονται με τις τσάντες τους, συναντούν φίλους τους, κάνουν πηγαδάκια στα θρανία του διαδρόμου και την αυλή. Επωφελούμαστε για μια γρήγορη ματιά στο βιβλιοπωλείο της σχολής- Βίοι Αγίων, Καινή και Παλαιά Διαθήκη, Βίβλος, ψαλτήρια και ημερολόγια θρησκευτικού περιεχομένου γεμίζουν τα ράφια του. Ξεχωρίζουμε ένα βιβλίο με τίτλο «Πάψε να βρίζης τα θεία». Από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου κοιτάζουμε την αυλή, όπου μια παρέα φοιτητών μιλά και χειρονομεί ζωηρά. Ένας από αυτούς μας βλέπει πρώτος και μας κάνει νόημα να κατέβουμε.
«Δε μιλάω καλά ελληνικά;» μας λέει ο Νίκος επαινώντας τον εαυτό του μετά τις απαραίτητες συστάσεις. Ο λόγος που το ρωτάει είναι γιατί βρίσκεται στην Ελλάδα λιγότερο από ένα χρόνο- γενικά η παρέα είναι πολυσυλλεκτική: ο Νίκος που ήρθε από τη Γεωργία με τον κολλητό του, η Ελένη από την Ουγκάντα, και ο Νίκος από τη Ρωσία. «Να γράψεις ότι ο Ρώσος ήταν στη Θεία Λειτουργία, ενώ ο Γεωργιανός όχι», λέει γελώντας ο τελευταίος, πυροδοτώντας μια σειρά πειραγμάτων μεταξύ τους (για την ιστορία, ήταν και οι δύο). «Έχω σπουδάσει Θεολογία στη Γεωργία και με έστειλαν εδώ με υποτροφία», λέει ο Νίκος. «Δεν πιστεύω πάντως πολύ στο Θεό. Δεν λέω ότι είμαι άθεος, αλλά οι γονείς μου με τραβούσαν από μικρό στην εκκλησία. Μου αρέσει περισσότερο η φιλοσοφία, οι αρχαίες θρησκείες, η ψυχολογία, η κοινωνιολογία. Θέλω να γυρίσω πίσω στη Γεωργία και να διδάσκω θεολογία». Ένα κοίταγμα του ρολογιού διακόπτει τη συζήτησή μας- το μάθημά τους αρχίζει από στιγμή σε στιγμή.
«Δεν δικάζουμε και δεν κατακρίνουμε κανέναν. Οι περισσότεροι μπήκαμε εδώ από σπόντα του μηχανογραφικού, αλλά τελικά μείναμε γιατί μας άρεσε»
Επιστρέφουμε στην κίνηση του κεντρικού διαδρόμου. Τα θρανία των παρατάξεων είναι γεμάτα, όχι αποκλειστικά από εντεταγμένα μέλη τους, εικάζουμε, αλλά ελλείψει άλλου προνομιακού σημείου συγκέντρωσης – το κυλικείο που είναι σύστοιχο αυτού του ρόλου πτώχευσε πέρυσι κι έτσι οι ενδιαφερόμενοι αναγκάζονται να μεταναστεύουν προσωρινά σε εκείνο της γειτονικής Φιλοσοφικής. «Η σχολή είναι μικρή, σαν οικογένεια», μου λέει ο Πέτρος, 4ετής φοιτητής στην Κοινωνική Θεολογία, επιβεβαιώνοντας την εντύπωση που έχω ήδη σχηματίσει από ώρα. «Δεν δικάζουμε και δεν κατακρίνουμε κανέναν. Οι περισσότεροι μπήκαμε εδώ από σπόντα του μηχανογραφικού, αλλά τελικά μείναμε γιατί μας άρεσε». Οι περισσότεροι στην παρέα του, που κάθεται δίπλα μας, φαίνεται να συμφωνούν, αλλά κάποιοι κουνούν αρνητικά το κεφάλι κι εγκαταλείπουν τη συζήτηση.
«Την εκκλησία καλώς η κακώς οι γιαγιάδες και οι γονείς μας την κρατάνε, εμείς πάμε μόνο στις γιορτές. Εγώ πάντως ανάβω και κανένα κεράκι πριν την εξεταστική», λέει η Λένα, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο τη ζήτημα της σχέσης του κλήρου με τη σχολή. Δεν αποφεύγω την αναφορά στη φορολογία. «Η εκκλησία φορολογείται σε κάποιο βαθμό», λέει ο Πέτρος. «Το σημαντικότερο όμως είναι το φιλανθρωπικό έργο που κάνει, υπάρχουν ενορίες που βοηθούν πάρα πολύ σε ορισμένες περιοχές. Βγαίνουμε και κάνουμε συσσίτια με την Αρχιεπισκοπή– εμένα θα με ενδιέφερε να δουλέψω στην Κιβωτό του Κόσμου», λέει, και η Λένα συμφωνεί λέγοντας ότι θέλει να δουλέψει σαν κοινωνική παιδαγωγός.
«Πάντως η εκκλησία δεν έχει πια σχέση με τη σχολή, είναι παρεξήγηση αυτό. Παλιότερα, η σχολή χωριζόταν σε Θεολογική και Ποιμαντική- εκείνο το τμήμα αφορούσε όσους ήθελαν να γίνουν κληρικοί. Αργότερα, η Ποιμαντική μετονομάστηκε σε Κοινωνική Θεολογία και πλέον αν θέλεις να μπεις στην εκκλησία, πρέπει μετά από εδώ να πας σε εκκλησιαστική ακαδημία. Οι καθηγητές μας είναι νέοι, μοντέρνοι άνθρωποι, δεν προσπαθούν να μας προσηλυτίσουν ή να μας πείσουν για κάτι», εξηγεί ο Πέτρος ντύνοντας τη συζήτηση με το απαραίτητο ιστορικό υπόβαθρο. «Η βάση της σχολής είναι χαμηλή, λόγω της χαμηλής ζήτησης, αλλά δεν της αξίζει να την υποτιμούν. Έχουμε 56 μαθήματα και απαιτητικές εργασίες. Αρκετοί εδώ δεν την ήθελαν για πρώτη επιλογή και ίσως γι’ αυτό να καθυστερούν να την τελειώσουν, εγώ για παράδειγμα ήθελα ΤΕΦΑΑ», λέει ο Βασίλης μπαίνοντας στη συζήτηση.
Και τι γίνεται με το θέμα της επαγγελματικής αποκατάστασης όταν δεν σε δελεάζει η διαδικασία ενός δεύτερου πτυχίου; «Είναι περίπλοκο, μπορείς να γίνεις θεολόγος αλλά όλοι ξέρουμε τα προβλήματα του ΑΣΕΠ», λέει ο Χρήστος. «Γι’ αυτό κάποιοι σκέφτονται τις ακαδημαϊκές μελέτες και συχνά τις κατατακτήριες- έχουμε κοινά μαθήματα με τη φιλοσοφική και μπορούν να συνδυαστούν οι ιδιότητες». Σε αυτό το σημείο, έχουν επιστρατευθεί και «μαρτυρίες» εκτός της σχολής, η Χριστίνα, για παράδειγμα που δουλεύει σε εργαστήριο αισθητικής. Όπως λέει η ίδια, της άρεσαν τα μαθήματα της ψυχολογίας και τα θεωρητικά διάφορων θρησκειών, αλλά το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει ήδη να δουλεύει σε συνδυασμό με τη μεγάλη απόσταση που έπρεπε να διανύει καθημερινά για τη σχολή, την απέτρεψαν τελικά στο να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
«Βρέθηκα στη Θεολογική από επιλογή, εξαιτίας δύο καθηγητών μου. Στο μηχανογραφικό ήταν η δεύτερη επιλογή σε σύνολο δύο επιλογών (ΦΠΨ, Θεολογική -σκέτη, όχι Κοινωνική- στην Αθήνα). Σκέφτηκα να ξαναδώσω Πανελλήνιες αλλά δεν ήθελα να αφήνω πράγματα στη μέση και όταν πήρα το πτυχίο της Θεολογικής δούλευα ήδη στο ΟΖ, την απόλυτη μουσική εφημερίδα, και είχα πτυχίο μεταφράστριας Ιταλικών. Μου φάνηκε βαρετό να ξαναμπώ σε αμφιθέατρο. Στα 20 ήθελα πολύ να μπω σε μια τάξη και να πω, “γεια σας παιδιά, είμαι η θεολόγος σας”, αλλά στα 24 είχα ήδη συναντήσει τους Ramones, τους Jesus and Mary Chain, είχα κάνει συνεντεύξεις με τον Johnny και τους αδερφούς Reid, οπότε δεν υπήρχε γυρισμός», λέει η Αναστασία Καμβύση, μόλις ξεπερνά την έκπληξη του σκοπού του τηλεφωνήματος. Καταξιωμένη δημοσιογράφος, σήμερα αρχισυντάκτρια στο Marie Claire, ακολοθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο αλλά μιλά για τη σχολή με αγάπη. «Αν έμαθα πράγματα στη σχολή; Ιστορία Θρησκευμάτων, Ιστορία της τέχνης, Ιστορία σκέτη, λίγα εβραϊκά, τα οποία τα ξέχασα, φυσικά, στη συνέχεια. Είχαμε τρομερά μαθήματα όπως Εγκυκλοπαιδεία της Θεολογίας, Ιστορία Θρησκευμάτων, Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Δογματική. Γνώρισα τον Αναστάσιο, σημερινό Έξαρχο Αλβανίας, που δίδασκε μονοθεϊστικές θρησκείες, μαζί του έμαθα ό,τι ξέρω σήμερα για το Ισλάμ, διάβασα το Κοράνι. Σε εκείνον παρέδωσα εργασία με θέμα “Ο Χορός ως έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος”. Εδώ και μία εικοσαετία απολαμβάνω να βλέπω τις φάτσες ανθρώπων όταν λέω τι σχολή έχω τελειώσει και εκνευρίζομαι όταν υποτιμούν τη σχολή μου ή ακούω ανοησίες όπως ότι “η Θεολογία δεν είναι επιστήμη”. Η Θεολογία είναι το υψηλότερο είδος φιλοσοφίας που υπάρχει».
Παρ΄ότι δεν έχουν συναντηθεί ποτέ (και πιθανότατα δεν θα συμβεί στο μέλλον), η παρέα φοιτητών γύρω μας φαίνεται να τρέφει για τη σχολή τα ίδια συναισθήματα. «Δεν είμαστε περίεργοι, όπως νομίζουν κάποιοι, είμαστε open minded! Και η σχολή μας είναι ενδιαφέρουσα», καταλήγει ο Πέτρος, ενώ το βλέμμα μας πέφτει σε μια ανακοίνωση για τη Θεία Λειτουργία που είναι πεσμένη παραδίπλα.
Φεύγουμε από τη σχολή με μια αίσθηση δικαίωσης. Δικαίωσης για την πλευρά των φοιτητών. Γιατί τελικά, ένα Πανεπιστήμιο, όσο αμφιλεγόμενος και πρόσφορος για κριτικά σχόλια κι αν είναι ο τίτλος του για όσους διατηρούμε τις αμφιβολίες μας σχετικά με το θείο και την επίγεια διαχείρισή του, είναι οι φοιτητές του. Και αν η ανοχή και ο σεβασμός στο διαφορετικό αναδύεται ως ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα της σύγχρονης κοινωνίας, τότε οι φοιτητές της Θεολογικής με τις όμορφες ιστορίες τους, το έχουν ήδη κερδίσει. Το υπόλοιπο εξαρτάται από εμάς.