Περὶ τοῦ μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων
+ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου.
Ο Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται κάθε χρόνο τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου. Πολλοί εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ρωτοῦν ἄν ὁ Ἁγιασμός αὐτός πίνεται, χρησιμοποιεῖται γιά ραντισμό, φυλάσσεται στά σπίτια καί ἄν ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία.
- Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν τελεῖται τήν παραμονή ὁ «μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός.Μικρός Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν, καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές τό χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου) στό Ναό. - Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τό χρόνο στό Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» ἀπό τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις. Συνηθισμένη εἶναι η περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ, πού ἐμποδίζει τή συμμετοχή τους στη θεία Κοινωνία, γιά ὁρισμένο καιρό, καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί παρηγοριά τους, Μέγας Ἁγιασμός. Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο, ἐφ’ ὅσον μάλιστα βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει».Ἀπαραίτητα ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε ἀντικαθιστᾶ τή θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τή μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν τό ταχύτερο. - Μπορεῖ ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ’ αὐτόν σέ καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς ἐνέργειας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική. Παρέχεται ἀπ’ αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον ὕδωρ…) πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον», καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον»(πρβλ. καί τή συναφή εὐχή σέ βασκανία· «φυγάδευσαν καί ἀπέλασαν πᾶσαν διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν… καί ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»). Ἀναντίρρητα χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους («ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων. Προϋποτίθεται βέβαια ὅτι στίς οἰκίες ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς, καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά, καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία πού ἀποδιώχνει τή θεία χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες). - Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;
Ἡ ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς- γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων χριστιανῶν. Τά μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος- οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό καί νά πίνουν ἤ νά τό μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό διατηροῦν ὁλόκληρο τό χρόνο· «Διά τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι, οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν»(Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366).
Ἀργότερα ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλά στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό«πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, γιά δύο λόγους:
Πρῶτο, οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου (συνήθεια πού διατηρεῖται στήν Ἀρμενική Ἐκκλησία μέχρι σήμερα)· ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.) χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου. Πρίν ἀπό κάθε Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων σάν προετοιμασία γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί βρισκόμαστε σέ ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο.
Καί δεύτερο· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά νηστεύουν καί μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν βαπτιζομένων». Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ αὐτῶν.
Ἔτσι λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ης Ἰανουαρίου. Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ’ αὐτούς ὁ Πνευματικός τους.
Τέλος ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1).
Τοῦ μακαριστού καθηγητού Ἰωάννου Μ. Φουντούλη
Η ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων τελεῖται κατὰ τὴν σημερινὴ τάξη δύο φορές, τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τελεῖται ἡ ἰδία ἀκριβῶς ἀκολουθία μὲ μόνη τὴν διαφορὰ ὅτι ὁ «πρόλογος» τῆς μεγάλης καθαγιαστικῆς εὐχῆς, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «Τριὰς ὑπερούσιε…» μέχρι τὸ «συνεχόμενος φόβῳ ἐν κατανύξει βοῶ σοι», ἀναγινώσκεται μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἐνῷ κατὰ τὴν παραμονὴ ἡ εὐχὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ «Μέγας εἶ, Κύριε…». Ὁ «πρόλογος» δὲ αὐτὸς δὲν εἶναι κἂν εὐχή, ἀλλὰ πανηγυρικὸ ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς, ποὺ πῆρε τὴν σημερινὴ μορφὴ μετὰ ἀπὸ πολλὲς τροποποιήσεις καὶ προσθαφαιρέσεις καὶ ποὺ κατ’ ἀρχὰς ἐλέγετο μόνο κατὰ τὴν παραμονή, τελικὰ δὲ καλῶς ἐπεκράτησε νὰ λέγεται μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς. Ἑπομένως καὶ τῆς παραμονῆς καὶ τῆς ἑορτῆς ὁ ἁγιασμὸς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος, «μέγας ἁγιασμός» καὶ στὶς δύο περιπτώσεις. Ἱστορικῶς δὲ καὶ λειτουργικῶς οἱ δύο αὐτὲς ἀκολουθίες εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή, ποὺ ἐπενοήθη ἤδη ἀπὸ τὸ Ε΄ αἰώνα νὰ ἐπαναλαμβάνεται καὶ κατὰ τὴν παραμονὴ γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦνται οἱ πιστοί.
Μὰ γιατί τότε νηστεύουμε μόνο τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων;
Ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων κακῶς θεωρεῖται ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὴν μετάληψι τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ. Κατὰ παλαιὸ ἔθος τῆς Ἐκκλησίας, τῶν μεγάλων ἑορτῶν προηγεῖτο προετοιμασία, ἡ ὁποία ἐκτὸς τῶν ἄλλων περιελάμβανε καὶ νηστεία. Τέτοιες προπαρασκευαστικὲς νηστεῖες ἔχουμε στὰ Χριστούγεννα, στὸ Πάσχα, στὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὰ Θεοφάνεια δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀναπτύξουν νηστεία, ἂν καὶ τὰ προεόρτιά των ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν 2αν Ἰανουαρίου, γιατὶ τὸ δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων ἀποτελοῦσε ἑορταστικὴ περίοδο καταλύσεως εἰς πάντα. Ἐξ ἄλλου ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων εἶναι προπαρασκευαστικὴ καὶ γιὰ τὰ Θεοφάνεια, ἐφ’ ὅσον οἱ ἑορτὲς αὐτὲς παλαιότερα ἀποτελοῦσαν μία ἑνιαία ἑορτή, ποὺ ἐωρτάζετο τὴν 6η Ἰανουαρίου. Μόνο λοιπὸν ἡ παραμονὴ τῶν Θεοφανείων ἔμεινε στὴν Ἐκκλησία μας ὡς ἡμέρα νηστείας, ξηροφαγίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ λειτουργία τῆς παραμονῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν ἑσπερινό. Ἐτελεῖτο δηλαδὴ ἀρχικῶς τὸ ἑσπέρας μετὰ τὴν ἐνάτη ὥρα, λόγῳ τῆς νηστείας, ὅπως καὶ μέχρι σήμερα στὰ μοναστήρια. Επομένως η αυστηρή νηστεία της παραμονής των Θεοφανείων γίνεται για την μεγάλη δεσποτική εορτή και όχι για τον Μέγα Αγιασμό, ο οποίος τελείται και την προηγούμενη ημέρα.