Κυριακή Η΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθ. ιδ’ 14 – 22 (22-7-2018)
Πρεσβυτέρου Φιλίππου Φιλίππου
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτούς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Ὀψίας δὲ γενομένης, προσῆλθον αὐτῷ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος, καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας, ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. Ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν, εὐλόγησε· καὶ κλάσας, ἔδωκε τοῖς Μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ Μαθηταὶ τοῖς ὅχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες, καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον, καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, είδε ο Ιησούς πολύν κόσμο και τους σπλαχνίστηκε, και γιάτρεψε τους αρρώστους των. Όταν έπεσε το δειλινό, τον πλησίασαν οι μαθητές του και του είπαν: «Ο τόπος είναι ερημικός, και η ώρα είναι περασμένη. Διώξε τον κόσμο να πάνε στα χωριά για ν’ αγοράσουν φαγητά να φάνε». Ο Ιησούς τους είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να φάνε». Κι αυτοί του λένε: «Δεν έχουμε εδώ παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια». Κι αυτός ειπε: «Φέρτε μού τα εδώ». Κι αφού πρόσταξε τον κόσμο να καθίσει για φαγητό πάνω στο χορτάρι, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές κι οι μαθητές στο πλήθος. Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Και μάζεψαν τα περισσεύματα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Αυτοί αφού έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Αμέσως ύστερα ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές να μπούν στο καΐκι και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη.
Σχολιασμός
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη απο το 14ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον ιερού ευαγγελίου και μας περιγράφει το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ψαριών, με τα οποία έφαγαν και χόρτασαν πέντε χιλίαδες άνθρωποι. Το θάυμα αυτό περιγράφεται και από τους τέσσερις ευαγγελιστές, τον Ματθαίο (14:13-21), τον Μάρκο (6:34-45), τον Λουκά (9:10-17), και τον Ιωάννη (6:1-5). Μέσα από τα κείμενα των ευαγγελίων βρίσκουμε και ένα δέυτερο θάυμα, το οποίο αναφέρουν μόνο οι Ευαγγελιστές Ματθαίος (15:32-39) και Μάρκος (8:1-10) περί του πολλαπλασιασμού των επτά άρτων και λίγων ψαριών, τα οποία έφαγαν και χόρτασαν τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι.
Μέσα από τα θάυματα αυτά βλέπουμε τον Χριστό να φανερώνεται σαν ο πραγματικός Μωυσής, ο οποίος θρέφει το λάο του στην έρημο όπως έκανε και στην Παλαία Διαθήκη με το μάννα. Τα θαύματα αυτά αποτελούν ακόμη τη σκιαγραφία του Άρτου της Θείας Ευχαριστίας που μας προσφέρει η Εκκλησία.
Η αναχώρηση του Χριστού μαζί με τους μαθητές του σε τόπο έρημο δεν αποτελεί εμπόδιο σε τόσο πολύ κόσμο για να τον ακολουθήσει χωρίς να σκέφτεται οτι είχε περάση η ώρα ή οτι δεν είχαν τρόφιμα για να φάνε. Η ανάγκη για να ακούσουν τον λόγο του Θεού και να τραφούν πνεύματικα τους οδηγεί στο να παραμερίσουν για κάποιο διάστημα τις φυσικές ανάγκες της πείνας και της ξεκούρασης και να ακολουθούν το Χριστό. Τέτοια επίδραση είχε σ’ αυτούς ο λόγος του Θεού ώστε κανείς δεν πλησίαζε τον Χριστό για να τον διακόψει απο τη διδασκαλία του και να ζητήσει φαγητό. Οι μαθητές του όμως, βλέποντας οτι έχει περάσει η ώρα, πηγαίνουν και του λένε να τελειώσει με τη διδασκαλία του για να αφήσει όλο αυτό το πλήθος να πάνε στα χωριά τους και να αγοράσουν τρόφιμα να φάνε. Η απάντηση που λαμβάνουν από τον Χριστό τους εκπλήττει, γιατί βλέποντας πως βρίσκονται σε ένα έρημο τόπο και έχοντας πέντε ψωμία και δύο ψάρια μόνο, διερωτώνται πώς ηταν δυνατό να θρέψουν τόσες χιλιάδες κόσμου.
Ο Χριστός ο οποίος δεν παραμερίζει τα υλικά αγαθά έναντι των πνευματικών αγαθών αλλά τα συνδέει μεταξύ τους είχε αποφασίσει να τους θρέψει και υλικώς. Ζητά απο τους μαθητές του να του φέρουν μπρόστα του τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια. Όταν του τα φέρνουν προσεύχεται στρέφοντας το βλέμμα του στον ουράνο, ακολούθως τα ευλογεί, τα κόβει σε κομμάτια, τα δίνει στους μαθητές και οι μαθητές στο κόσμο. Οι ένεργειες στις οποίες προβαινει ο Κύριος κατά την επιτέλεση του θάυματος έχουν ως στόχο να δώσει να καταλάβουν οι άνθρωποι τη σχέση που έχει με το Θεό Πατέρα. Στην Πάλαια Διαθήκη βλέπουμε τον Μωυσή να ενεργεί ως μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ώστε ο Θεός να στείλει το μάννα στους Ισραηλίτες και να μην πεθάνουν απο την πείνα μέσα στην έρημο. Εδω βλέπουμε ξανά τον Χριστό ως το νέο Μωυσή να τρέφει και πάλι τον λαό του που βρίσκεται στην έρημο. Η μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο θαυμάτων είναι ότι στο θαύμα αυτό ο Χριστός δεν ένεργει ως μεσίτης αλλά ως ίσος με τον Θεό πατέρα και με τη δική του δύναμη και εξουσία είναι που διατρέφει όλο αυτό τον κόσμο. Παράλληλα για να μην νομίσουν οι μαθητές το θάυμα ως κάτι φανταστικό και να το θυμούνται συνεχώς τους δίνει τα κομμάτια που έκοψε και εκείνοι με τη σείρα τους τα μοιράζουν στο λάο. Απο αυτά τα κομμάτια που μοιράστηκαν έφαγαν και χόρτασαν όλοι. Όταν μάζεψαν τα περισσεύματα απο τα κομμάτια γέμισαν δώδεκα κοφίνια. Αυτοί που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά.
Μέσα απο το θαύμα αυτό βλέπουμε να συμβολίζεται η Θεία Ευχαριστία, όπου ο Χριστός είναι ο ζωόποιος Άρτος, ο προσφέρων, ο προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος. Είναι αυτός που προσφέρει τον εαυτό του έτσι ώστε να καταφέρει ο κόσμος να ζήσει στην αιωνιότητα. Λάμβανοντας ο πιστός τον ζωοποίο Άρτο μέσα του χορταίνει την πείνα και τη δίψα που έχει για την αιωνιότητα. Ο ίδιος ο Χριστός μας βεβαιώνει οτι αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε απο τον ουρανό, ο άρτος που δίνει τη ζωή. Όποιος τρώει από αυτό τον άρτο δεν θα πεθάνει αλλά θα ζήσει αιώνια (Ιω. 6:50-51).
Ο Χριστός με το θάυμα αυτό μας κάνει μια ιεράρχηση στις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου που χρειάζεται για να ζήσει. Συνδέει την πνευματική πείνα με την υλική ικανοποιώντας και τις δύο, ώστε να χορτάσει πραγματικά ο άνθρωπος. Πρώτα τους διδάσκει και μετά τους δίνει ψωμί για να φάνε. Αυτός είναι και ο ρόλος της Εκκλησίας διαχρονικά. Να προσφέρει τον ζωοποίο Άρτο στους ανθρώπους και παράλληλα να διακονεί τις υλικές και κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων.