Κυριακή ΙΒ΄ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Α΄ Κορ. ιε΄ 1-11 (19-8-2018)
Αρχιμ. Αυγουστίνου Κκαρά
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῇ ἐπιστεύσατε. Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη ᾿Ιακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. Εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, σας θυμίζω το χαρμόσυνο μήνυμα που σας έφερα με το κήρυγμά μου. Αυτό το μήνυμα το δεχτήκατε, σ΄ αυτό παραμείνατε σταθεροί, μ΄ αυτό και σώζεστε, αν βέβαια μένετε προσκολλημένοι σ΄ αυτό, όπως ακριβώς σας το κήρυξα, εκτός εάν μάταια πιστέψατε. Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σημασία: ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύμφωνα με τις Γραφές, για τις αμαρτίες μας, ότι ενταφιάστηκε και ότι, σύμφωνα με τις Γραφές αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και ότι εμφανίστηκε στον Κηφά, έπειτα στους Δώδεκα. Έπειτα εμφανίστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς συγχρόνως, από τους οποίους μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως είναι ακόμα στη ζωή. Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, έπειτα σε όλους τους αποστόλους. Τελευταία από όλους, εμφανίστηκε και σ΄ εμένα σαν σε έκτρωμα. Γιατί εγώ πραγματικά είμαι ο τελευταίος ανάμεσα σε όλους τους αποστόλους, εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την εκκλησία του Θεού. Με τη χάρη όμως του Θεού έγινα αυτό που έγινα, κι αυτή η χάρη προς εμένα δεν υπήρξε άκαρπη: εργάστηκα περισσότερο απ΄ όλους τους αποστόλους, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που με συνοδεύει. Είτε εγώ, λοιπόν, είτε εκείνοι, αυτά κηρύττουμε και αυτά πιστέψατε.
Η Ανάσταση του Ιησού Χριστού και των ανθρώπων
Το θέμα του παρόντος αποστολικού αναγνώσματος είναι η Ανάσταση και οι εμφανίσεις του αναστημένου Ιησού Χριστού στους μαθητές του. Η Ανάσταση είναι κατά τον Απόστολο Παύλο η καρδιά του «ευαγγελίου» που «παρέδωκε» ο ίδιος στους Κορινθίους, αλλά και που όλοι γενικά οι Απόστολοι κήρυξαν στις κατά τόπους περιοδείες τους. Το θέμα αυτό αποτελεί την εισαγωγή στο γενικότερο θέμα, το οποίο αναπτύσσει ο Απόστολος Παύλος στο 15ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του και αναφέρεται στην ανάσταση των νεκρών. Ο λόγος για τον οποίον ο Απόστολος Παύλος αφιερώνει το κεφάλαιο αυτό στην πίστη της Εκκλησίας για την ανάσταση των νεκρών είναι η διαπίστωσή του, ότι ορισμένοι χριστιανοί της Κορίνθου αρνούνταν να πιστέψουν στην ανάσταση των νεκρών. Αυτό φανερώνει ο αμέσως επόμενος στίχος μετά το παρόν ανάγνωσμα: «πώς λέγουσί τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν;» (Α΄Κορ.15,12). Έτσι ο Απόστολος Παύλος για να θεμελιώσει και να επιβεβαιώσει τη διδασκαλία της Εκκλησίας για την ανάσταση των νεκρών, αναπτύσσει αρχικά την κοινή πίστη των Αποστόλων και των πρώτων χριστιανών για την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί τη βάση και τη βεβαίωση για την ανάσταση των νεκρών. Ταυτόχρονα στο παρόν αποστολικό ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος κάνει και μια απολογητική σχετικά με το δικό του αποστολικό αξίωμα. Φαίνεται ότι ορισμένοι χριστιανοί της Κορίνθου άρχισαν να αμφιβάλλουν για την αποστολικότητα και γνησιότητα του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου. Ο Απόστολος Παύλος υπεραμύνεται του αποστολικού του αξιώματος, τονίζοντας ότι ο ίδιος δέχτηκε την εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου και έλαβε από Εκείνον την εντολή να γίνει Απόστολος και κήρυκας του Ευαγγελίου. Επομένως το κήρυγμά του δε διαφέρει καθόλου από το κήρυγμα των υπολοίπων Αποστόλων. Κήρυξε και κηρύττει και αυτός την πίστη την οποία παρέλαβε από την Εκκλησία και τον ίδιο τον Αναστάντα Κύριο.
Η Εκκλησία της Κορίνθου οφείλει την ίδρυσή της στο ιεραποστολικό έργο του Αποστόλου Παύλου. Επομένως ο λόγος του δεν είναι άγνωστος στους χριστιανούς της Κορίνθου, γι΄ αυτό και ο Απόστολος Παύλος στην αρχή του αναγνώσματος προτάσσει το: «γνωρίζω υμίν το ευαγγέλιον ο ευηγγελισάμην υμίν» τους υπενθυμίζει δηλαδή, αυτά τα οποία τους έχει ήδη διδάξει με την εκεί παρουσία του και το κήρυγμά του. Το κήρυγμα του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων ονομάζεται Ευαγγέλιο γιατί αποτελεί την χαρμόσυνη αγγελία για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτό το Ευαγγέλιο οι Κορίνθιοι το παρέλαβαν με ιδιαίτερη προθυμία και αποδέχθηκαν το κήρυγμα για την καινούρια πίστη. Ταυτόχρονα από τη στιγμή που πίστεψαν, παρέμειναν σταθερά ποσηλωμένοι στο Ευαγγέλιο, πράγμα το οποίο και εγγυάται τη δυνατότητα της σωτηρίας τους. Εξάλλου προϋπόθεση της επιτυχίας για τη σωτηρία τους, αποτελεί η συγκράτηση και η τήρηση του Ευαγγελίου. Η πίστη των Κορινθίων στον Ιησού Χριστό θα μπορούσε να αποβεί μάταιη, αν τελικά απιστούσαν στην ανάσταση των νεκρών, την οποία τους είχε κηρύξει ο Απόστολος Παύλος.
Ο Απόστολος Παύλος επισημαίνει στους Κορινθίους ότι με το ιεραποστολικό κήρυγμά του, τους «παρέδωκε» αυτά που και ο ίδιος «παρέλαβε». Το Ευαγγέλιο δηλαδή δεν είναι κάτι το ανθρώπινο, αλλά είναι η διδασκαλία και η πίστη, την οποία και ο ίδιος παρέλαβε από την ίδια την Εκκλησία. Το θεμέλιο της σωτηρίας των ανθρώπων και ο ακρογωνιαίος λίθος της πίστης της Εκκλησίας είναι ο θάνατος του Ιησού Χριστού: «ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς». Ο αναμάρτητος Ιησούς Χριστός πέθανε όχι για τον εαυτό του αλλά για όλους εμάς, ο θάνατός του αφορούσε τις δικές μας αμαρτίες, πέθανε για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Το σωτήριο αυτό γεγονός δεν ήταν κάτι το απρόσμενο, αλλά κάτι το οποίο αναφέρεται μέσα στις Γραφές και προφητεύτηκε από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ήδη από την αρχή της δημόσιας δράσης των Αποστόλων στο κήρυγμά τους υπήρχε μια συγκεκριμένη δομή: ο σταυρικός θάνατος, η ταφή και η τριήμερη Ανάσταση του Ιησού Χριστού.
Το γεγονός της ταφής του Ιησού Χριστού είναι ένα ατράνταχτο τεκμήριο του θανάτου του: «ότι ετάφη και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς». Ο Απόστολος Παύλος υπογραμμίζει την ταφή για να βεβαιώσει ακόμα περισσότερο το θάνατο και την τριήμερη εκ νεκρών Ανάστασή του. Η Ανάσταση του Ιησού Χριστού έχει προφητευτεί από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης: «κατά τας γραφάς», ενώ υπάρχουν και πολλές προεικονίσεις του γεγονότος αυτού με χαρακτηριστικότερη την περιπέτεια του προφήτη Ιωνά. Όπως ο προφήτης Ιωνάς μετά από την τριήμερη παραμονή του στην κοιλία του κήτους εξήλθε και συνέχισε το έργο του, έτσι και ο Ιησούς Χριστός μετά την τριήμερη παραμονή του στον τάφο αναστήθηκε εκ νεκρών. Εξάλλου την προεικόνιση αυτή την αναφέρει ο ίδιος ο Κύριος: «ώσπερ γαρ εγένετο Ιωνάς ο προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. 12,40).
Ο Ιησούς Χριστός μετά την τριήμερη Ανάστασή του εμφανίζεται αρχικά στις Μυροφόρες γυναίκες που «λίαν πρωί» έσπευσαν στον τάφο του για να του προσφέρουν τις δέουσες τιμές και βρέθηκαν αντιμέτωπες με το «κενό μνημείο. Εμφανίζεται επίσης και στους μαθητές του, οι οποίοι μετά το Πάθος και την Ταφή του κρύβονταν «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Αυτές οι εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου ήταν πολλές και συχνές. Κατά το διάστημα των σαράντα ημερών από την Ανάστασή του μέχρι την Ανάληψή του στους ουρανούς, εμφανιζόταν τακτικά στους μαθητές του και συνομιλούσε μαζί τους, συνέτρωγε μαζί τους, συναναστρεφόταν με αυτούς, όπως και πριν το Πάθος. Οι εμφανίσεις αυτές του Αναστάντος Κυρίου είχαν διπλό σκοπό, αφενός μεν για να βεβαιωθούν και πειστούν πέραν πάσης αμφιβολίας οι μαθητές ότι ο Κύριος «ανέστη όντως» και αφετέρου να λάβουν από τον ίδιο τον Αναστάντα Κύριο την εντολή, αλλά και τη δύναμη να κηρύξουν στα πέρατα της οικουμένης το ευαγγέλιο. Ο Απόστολος Παύλος μνημονεύοντας εδώ τις εμφανίσεις αυτές, επιδιώκει να προσδώσει μια αδιαμφισβήτητη αξιοπιστία σε αυτές, ώστε να μην υπάρχει το ενδεχόμενο της άρνησης του γεγονότος της Ανάστασης του Κυρίου. Άλλωστε και ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος έγινε δέκτης μιας από της εμφανίσεις του αναστημένου Ιησού Χριστού, παρότι κατά την κρίση του ιδίου δεν το άξιζε: «έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί».
Ο Απόστολος Παύλος θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να συγκαταλέγεται στον κύκλο των μαθητών του Ιησού Χριστού και να ονομάζεται και αυτός Απόστολος, γιατί υπήρξε διώκτης της Εκκλησίας: «ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού». Παρά ταύτα το έλεος και η ευσπλαχνία του Θεού τον αξίωσε να δει τον Αναστάντα Κύριο και να λάβει από τον ίδιο την κλήση, ώστε να γίνει Απόστολος και κήρυκας του Ευαγγελίου. «Χάριτι Θεού ειμί ο ειμί», ομολογεί ο ίδιος και αποδίδει το ιεραποστολικό του έργο όχι στη δική του προσπάθεια και στο δικό του κόπο, αλλά στη χάρη του Θεού, η οποία του δόθηκε πλουσιοπάροχα. Το βασικότερο γνώρισμα της πνευματικής ωριμότητας είναι η πραγματική ταπεινοφροσύνη. Όχι η ταπεινοφροσύνη των λόγων και της επιφάνειας, αλλά της βαθιάς συναίσθησης, την οποία όλοι οι πιστοί πρέπει να διαθέτουμε, ότι δηλαδή όσα καλά και όσες επιτυχίες κατορθώνουμε στη ζωή μας, τα οφείλουμε στο Θεού. Με τη χάρη του Θεού, ζούμε, υπάρχουμε, είμαστε ό,τι είμαστε, κατορθώνουμε και επιτυγχάνουμε οτιδήποτε το αγαθό στη ζωή μας. Έτσι και ο Απόστολος Παύλος, είχε κοπιάσει περισσότερο από όλους του Αποστόλους και είχε επιτύχει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Ωστόσο, παρέμενε ταπεινός και ευγνώμων απέναντι του Θεού. Όλα τα αγαθά κατορθώματά του τα απέδιδε στη χάρη του Θεού.
Όλοι οι Απόστολοι, μαζί και ο Παύλος, είχαν δει τον Αναστάντα Κύριο και αναδείχθηκαν από Εκείνον Απόστολοί Του. Επομένως «είτε εγώ είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν», όλοι δηλαδή οι Απόστολοι κηρύττουν το ίδιο πράγμα το ίδιο Ευαγγέλιο. Το κήρυγμα των Αποστόλων εξακολουθούσε να έχει το ίδιο περιεχόμενο, χωρίς καμία αλλοίωση. Επομένως όσα είχαν διδαχτεί και πιστέψει οι Κορίνθιοι ισχύουν στο ακέραιο. Ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς και το γεγονός αυτό βεβαιώνει και τη μελλοντική ανάσταση των νεκρών. Το κήρυγμα αυτό εξακολουθεί και σήμερα να είναι ίδιο μέσα στην Εκκλησία, είναι αυτό το ίδιο κήρυγμα που παρέλαβαν οι Απόστολοι από τον Ιησού Χριστό και στη συνέχεια το μετέδωσαν στους διαδόχους τους, τους Επισκόπους της Εκκλησίας και από τότε υπάρχει μια αδιάκοπη γραμμή παράδοσης και παραλαβής του κηρύγματος και της πίστης της Εκκλησίας.
Αυτή την αληθινή πίστη στον Ιησού Χριστού παρέλαβε και ο σύγχρονος κόσμος και με αυτή ζει και αγωνίζεται ο κάθε πιστός. Θεμελιώδης αλήθεια της πίστης αυτής είναι ο σταυρικός θάνατος η τριήμερη ταφή και η ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου. Αυτή η αλήθεια πραγματοποιεί τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Κάθε αμφισβήτηση και αλλοίωση της διδασκαλίας αυτής αποτελεί νόθευση του Ευαγγελίου και παρεκκλίνει από την οδό της σωτηρίας. Κάθε άλλη θεωρία, φιλοσοφική ή ιδεολογική, η οποία κηρύσσει κάτι το διαφορετικό από το Ευαγγέλιο και εν προκειμένω αρνείται την ανάσταση των νεκρών, πέρα από σεβαστή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει και αποδεκτή. Η Ανάσταση του Ιησού Χριστού αποτελεί τη βάση αλλά και την απόδειξη της μελλοντικής ανάστασης των νεκρών. Η ανάσταση των νεκρών, θα γίνει την ίδια στιγμή, κατά την έλευση της Δεύτερης Παρουσίας του Κυρίου, η οποία συνδέεται άμεσα με την Ανάσταση του Κυρίου. Ο κύκλος των σωτήριων γεγονότων της Θείας Οικονομίας θα κλείσει με τη δεύτερη έλευση του Κυρίου «εν δόξη» και την τελική επικράτηση της Βασιλείας του Θεού.