Ομιλία Μητροπολίτη Κωνσταντίας στην Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Εκκλησίας Κύπρου
ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΥ ΑΥΤΗΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Ἐξ ἐπόψεως ἱστορικῆς και κανονικῆς, διὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς της δομῆς καὶ τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀξιολογήσεώς της, ἡ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου συνιστᾶ μία ἐξαιρετικὴ περίπτωση, σὲ σχέση μὲ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ὑπάρχουν ἱστορικὰ καὶ κανονικὰ δεδομένα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη. Ἕνα ἐκ τῶν δεδομένων αὐτῶν σχετίζεται μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὰ ἀποκαλούμενα «θέματα», δηλαδὴ τὶς διοικητικὲς ἐπαρχίες. Ἐξ ἐπόψεως πολιτικῆς καὶ ὀργανωτικῆς, ἡ Κύπρος ἀνῆκε στὸ μεγάλο «θέμα» τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ ὁποίου πρωτεύουσα ἦταν ἡ Ἀντιόχεια. Τὸ δεύτερο δεδομένο ἀφορᾶ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ σχέση μεταξὺ τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ πολιτικοῦ καὶ διοικητικοῦ πλαισίου. Ἡ πρακτικὴ τῆς ὀργανώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν μέσα στὴν Αὐτοκρατορία ἐπέβαλλε στὶς ἐπαρχίες ποὺ ἀνῆκαν σὲ ἕνα διοικητικὸ θέμα να συγκροτοῦν σύνοδο ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Μητροπόλεως, σύμφωνα καὶ μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας (325 μ. Χ. Κανόνας 4).
Ὅταν τὸ ζήτημα τῆς Κύπρου συζητήθηκε στὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Ἔφεσος 31 Αὐγούστου 431) γιὰ τὸ ποῖος εἶχε τὸ δίκαιο τῶν χειροτονιῶν στὴν Κύπρο, ἡ ἐρώτηση πρὸς τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία παρεχώρησε τὸ αὐτοκέφαλο στὴν Ἐκκλησία αὐτή, ἦταν τὸ ποία κανονικὴ πρακτικὴ ἐφαρμοζόταν ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἐκλογὴ καὶ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων στὴν Κύπρο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων μέχρι τοῦ νῦν. Ἄλλωστε, αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ βασικὴ ἀπαίτηση τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωάννη, ὅτι τὸ δίκαιο τῶν χειροτονιῶν τῶν ἐπισκόπων στὴν ἐκκλησία Κύπρου εἶχε ἡ ἐκκλησία Ἀντιοχείας. Οἱ Κύπριοι ἐπίσκοποι ὑποστήριξαν ὅτι αὐτὴ ἡ πράξη δὲν ἴσχυσε ποτὲ καὶ ὅτι ἀκόμα καὶ αὐτὸς ὁ Μέγας Ἐπιφάνιος, ἐπίσκοπος Κωνσταντίας, εἶχε ἐκλεγεῖ καὶ χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, οἱ Κύπριοι ἐπίσκοποι ἐξέλεξαν καὶ χειροτόνησαν τὸ διάδοχο τοῦ Κωνσταντίας Τρωίλου, ποὺ πέθανε ἕνα μῆνα πρὶν τὴ σύγκληση τῆς συνόδου, ἐπίσκοπο–μητροπολίτη Κωνσταντίας Ρηγῖνο και ὁ ὁποῖος ἡγεῖτο τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς ἐκκλησίας Κύπρου στὴ σύνοδο τῆς Ἐφέσου. Ἡ ἐκλογὴ καὶ χειροτονία ἐπισκόπων προϋποθέτει τὴν ἀνεξάρτητη λειτουργία συνοδικοῦ συστήματος στὴν ἐκκλησία Κύπρου.
Ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, στηριζόμενη στὸ ἔθος τῆς ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων ἀπὸ τὴν τοπικὴ ἱεραρχία καὶ ὄχι ἀπὸ μία πράξη προερχόμενη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας, μὲ τὸν ὄγδοο κανόνα της παρεχώρησε τὴν αὐτοκεφαλία στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἀναγνωρίζοντας τὴν παράδοση τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων της ἀπὸ τὴν Κυπριακὴ σύνοδο.
Αὐτὴ ἡ πράξη τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀποφάσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος, ἐγείρει τουλάχιστον δύο ἐρωτήματα: πρῶτον, ἡ αἴτηση γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀνεξαρτησία, ἡ ὁποία ὑποστηρίχθηκε στὴ Σύνοδο ἀπὸ τὴν ἱεραρχία τῆς Κύπρου, ὄντως προκλήθηκε ἀπὸ μόνη τὴν ἐπιδίωξη τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, ἡ ὁποία ζήτησε ἀπὸ τὴ σύνοδο τῆς Ἐφέσου νὰ ἐξετάσει τὸ ζήτημα τῆς Κύπρου γιὰ νὰ θέσει ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία της τὴν ἐκκλησία τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα; Δεύτερον, γιατὶ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος παρεχώρησε αὐτοκεφαλία σὲ μία ἐκκλησία ποὺ βρισκόταν σὲ μία νῆσο, ποὺ διοικητικὰ ἀνῆκε στὸ θέμα τῆς Ἀνατολῆς, κατὰ τὴν περίοδο μάλιστα τοῦ σχηματισμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν ὡς τῆς ὕψιστης αὐθεντίας τῆς κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίας; Ἡ ἀπάντηση στὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα εἶναι δυνατὸ νὰ μᾶς βοηθήσει στὴν κατανόηση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ καὶ κανονικοῦ πλαισίου, ὅπως ἐπίσης καὶ τῆς κανονικῆς παραδόσεως, κατὰ τὴν ἐποχὴ ὅπου ἡ ἐκκλησία Κύπρου ἐξυψώνεται σὲ αὐτοκέφαλη ἐκκλησία.
Κατὰ τὴ Συνεδρία τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅταν εἶχε συζητηθεῖ τὸ ζήτημα τῆς Κύπρου, τόσο οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου, ὅσο καὶ οἱ Κύπριοι ἐπίσκοποι ἀναφέρθηκαν στὸ Μεγάλο Ἐπιφάνιο Κωνσταντίας. Ὅμως καὶ οἱ δύο προσωπικότητες, Βαρνάβας καὶ Ἐπιφάνιος, διεδραμάτισαν σημαντικὸ ρόλο γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς Ἐκκλησίας τους, ἐν πρώτοις ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο θεμελίωσαν μὲ τὸ κήρυγμά τους, ὁ δὲ Κύπριος ἀπόστολος Βαρνάβας καὶ μὲ τὸ μαρτύριό του τὴν ἀποστολικὴ ἐκκλησία τῆς Κύπρου, στὴ συνέχεια δὲ ὁ Μέγας Ἐπιφάνιος (368-403) μὲ τὸ πολύπλευρο ἐκκλησιαστικό του ἔργο, τὰ θεολογικά του συγγράμματα καὶ μὲ τὴν προσωπικότητά του.
Θὰ πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἡ «κανονικὴ διαμάχη» μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας καὶ Κύπρου, χωρὶς νὰ παραγνωρίζεται ὡς σημαντικὸ ζήτημα, ἦταν ἁπλῶς τὸ ἐπιφαινόμενο καὶ ὄχι ὁ πρῶτος λόγος τῆς ἀποδόσεως τῆς τιμῆς τῆς αὐτοκεφαλίας στὴν ἐκκλησία Κύπρου ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ἐξετάσουμε ἐγγύτερα τὴν πράξη τῆς ἀποδόσεως τῆς αὐτοκεφαλίας θὰ διακρίνουμε σημαντικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀπασχόλησαν ἀρκούντως τοὺς ἱστορικούς. Τὸ πρῶτο ζήτημα εἶναι καθαρὰ ἐκκλησιαστικὸ καὶ κανονικό. Ἡ κανονικὴ ὀργάνωση τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐσωτερική της λειτουργία καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς βίος, ἡ συμμετοχή της στὶς Οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Συνόδους, ἡ ἐκλογὴ καὶ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων της ἀπὸ τὴν ἐπαρχιακή της σύνοδο, εἶναι παρόμοια μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν κανονικὴ δομὴ ἑνὸς Πατριαρχείου (οἱονεὶ πατριαρχεῖον). Ἡ διαφορὰ μεταξὺ πατριαρχικῆς ἀξίας καὶ τιμῆς ἀπὸ μία αὐτοκέφαλη ἐκκλησία ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο α) ἔχει ὑπερμητροπολικὴ δικαιοδοσία, δηλαδὴ ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία του εὑρίσκονται καὶ μητροπόλεις καὶ ὄχι μόνο ἐπισκοπές καὶ β) ἡ σύνθεση τοῦ ποιμνίου εἶναι πολυεθνική. Ἡ Κύπρος συνιστοῦσε μία καὶ μόνο μητρόπολη καὶ ἕνα καὶ μόνο ἔθνος. Πιθανόν, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν ἀνυψώθηκε σὲ Πατριαρχεῖο, ἀλλὰ σὲ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Τὸ δεύτερο ζήτημα, ἱστορικὰ ἐντελῶς παραγνωρισμένο, ἔχει «πολιτικὲς» προεκτάσεις. Παρατηροῦμε πρῶτα, ὅτι, ὁ πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, γιὰ διάφορους λόγους, δὲν ἀνέμενε τὴν καθυστερημένη ἄφιξη τοῦ Ἰωάννη Ἀντιοχείας καὶ τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῆς Ἀνατολῆς γιὰ τὴν κήρυξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου. Ἐπιπρόσθετα, ἡ συζήτηση τῆς διαφορᾶς μεταξὺ Ἀντιοχείας καὶ Κύπρου ἔγινε χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Ἰωάννη Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ἐν τῷ μεταξύ, εἶχε συγκαλέσει σύνοδο τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς καὶ δὲν προσῆλθε στὶς ἐργασίες τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς παρὰ μόνο στὴν καταληκτήρια συνεδρία.
Στὴ συνεδρία τῆς Συνόδου ποὺ ἀσχολήθηκε εἰδικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησίας Κύπρου, δὲν ἀναγνώσθηκε μόνο ὁ λίβελλος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Κωνσταντίας Ρηγῖνο, ἀλλὰ καὶ δύο ἐπιστολὲς τοῦ ἀρχιστράτηγου Διοικητῆ τοῦ θέματος τῆς Ἀντιόχειας Φλαύιου Διονυσίου, μία πρὸς τὸν ὑπατικὸ τῆς Κύπρου Θεόδωρο καὶ μία πρὸς τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαὸ τῆς μητροπόλεως Κωνσταντίας, ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις καὶ ἀξιώσεις τοῦ μητροπολίτη Ἀντιοχείας, ἀπαιτώντας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴ ἐκλέξουν τὸν διάδοχο τοῦ πρὸ μικροῦ ἀποθανόντος ἐπισκόπου Κωνσταντίας Τρωίλου. Εἶναι γνωστό, ἐξ ἄλλου, ὅτι στὶς ἐργασίες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων λάμβαναν μέρος εἴτε οἱ αὐτοκράτορες αὐτοπροσώπως, εἴτε ὑψηλὰ ἱστάμενοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ κράτους. Ἑπομένως, ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔφερε σὲ ἀντιπαράθεση τὴν πολιτικὴ τοῦ Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως μὲ ἐκείνη τοῦ Διοικητῆ τῆς Ἀντιόχειας. Ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντίας Ρηγῖνος, στὸ λίβελλό του πρὸς τὴ Σύνοδο, εἶπε γιὰ τὸν Φλαύιο Διονύσιο καὶ τὴν ἀνάμειξή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ὅτι «ὁ μεγαλοπρεπέστατος στρατηλάτης Διονύσιος, ἀνὴρ τὴν τῶν τακτικῶν φροντίδα μόνην ἐμπεπιστευμένος, καὶ ἃ μὴ προσήκει αὐτῷ, προσελάβετο, πρὸς τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα μηδένα λόγον ἔχων». Θὰ πρέπει νὰ λεχθεῖ, ἑπομένως, ὅτι τόσο οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου, ὅσο καὶ οἱ πολιτικὲς ἀρχὲς τοῦ Παλατίου, παροῦσες στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου, ἤθελαν νὰ ἐνδύσουν μὲ ἐξαιρετικὴ ἐξουσία τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, δεδομένου ὅτι ἡ Νῆσος ἦταν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπομονωμένη μὲ τὴν ἀπὸ ξηρᾶς ἐπικοινωνία καὶ ἐκτεθειμένη σὲ πάσης φύσεως κινδύνους ἐπιδρομῶν καὶ εἶχε ἀνάγκη μιᾶς ἰσχυρῆς τοπικῆς προσωπικότητας καὶ ἑνὸς σταθεροῦ θεσμοῦ, ὅπως ἡ ἐκκλησία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ εἶχε ἐξαιρετικὴ γεωστρατηγικὴ θέση γιὰ τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου ἔθετε οὐσιαστικὰ τὴν Κύπρο ὑπὸ τὴ διοίκηση τῆς Βασιλεύουσας.
Ἡ Ἀντιόχεια, ὡς ἦταν ἀναμενόμενο, δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ δὲν ἔπαψε νὰ διεκδικεῖ νὰ θέσει ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία της τὴν Κυπριακὴ ἐκκλησία. Σύμφωνα μὲ δύο κείμενα, σημαντικὰ γιὰ τὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν κανονικὴ της δομή, κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ ἡ ἱεραρχία τῆς Κύπρου βρισκόταν ὑπὸ πίεση, ἕνεκα τῶν συνεχῶν διεκδικήσεων τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, χάρη σὲ ἐμφάνιση τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα σὲ ὅραμα στὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Ἀνθέμιο (487/8), ἔγινε ἡ ἀνακάλυψη τοῦ τάφου καὶ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἱδρυτῆ καὶ προστάτη τῆς ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου ἐπὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποθέσει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ἐπὶ τοῦ σκηνώματος τοῦ ἀποστόλου κατὰ τὴν ταφή του, μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ θείου του. Ἔχοντας ἀνακαλύψει τὸν πολύτιμο αὐτὸ θησαυρό, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀνθέμιος προσέφυγε στὸν αὐτοκράτορα Ζήνωνα (474-491) στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν ὁποῖο παρέδωσε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ζητώντας του νὰ προστατεύσει τὴν ἐκκλησία Κύπρου ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας. Ὁ αὐτοκράτορας, ἀνταποδίδοντας, κατακύρωσε μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως τὴν αὐτοκεφαλία τῆς ἐκκλησίας Κύπρου, τὴν ὁποία εἶχε λάβει ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ κατὰ τὴν παράδοση, ἐνέδυσε τὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου μὲ ἐξαίρετα προσωπικὰ προνόμια, τὰ ὁποῖα διατηροῦνται μέχρι καὶ σήμερα, δηλαδὴ νὰ φέρει ὡς ὁ αὐτοκράτορας τὸν πορφυροῦν μανδύα, νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ αὐτοκρατορικὸ σκῆπτρο καὶ νὰ ὑπογράφει διὰ κινναβάρεως, πρᾶγμα ποὺ βεβαιώνει καὶ τὴν ἀνωτέρω ὑπόθεσή μας γιὰ τὴ διαχρονικὴ πολιτικὴ τοῦ Παλατίου ἔναντι τοῦ Κύπριου ἀρχιεπισκόπου, ἐκλαμβανομένου καὶ ὡς πολιτικῆς προσωπικότητας.
Ἀτίστοιχη εἶναι καὶ ἡ σημασία τῆς ἀπόφασης τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅταν μὲ τὸν 39 κανόνα της παρεχώρησε δικαιοδοσία καὶ ἐξαιρετικὰ προνόμια, παρόμοια μὲ ἐκεῖνα ἑνὸς πατριάρχη, στὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐξορίας τοῦ Κυπριακοῦ λαοῦ στὴν Κύζικο. Μὲ τὸν κανόνα αὐτό, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου διατηρεῖ ὅλα τὰ δίκαια τῆς δικαιοδοσίας του ὡς μητροπολίτης Κωνσταντίας καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, συγχρόνως δὲ ἐνδύεται μὲ ὑπερμητροπολιτικὴ ἐξουσία πέρα τῶν κανονικῶν του δικαίων ὅσον ἀφορᾶ τὴν Κύπρο. Ὡς ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου καὶ Νέας Ἰουστινιανουπόλεως θὰ προεδρεύει ὅλων τῶν ἐπισκόπων, ὄχι μόνο τῶν τῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐπισκόπων τοῦ Ἑλλησπόντου. Θὰ ἐκλέγεται ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τῆς δικῆς του ἐπαρχίας καὶ θὰ δύναται νὰ ἐκλέγει καὶ νὰ χειροτονεῖ, ὅταν παρίσταται ἀνάγκη ἀκόμα καὶ τὸν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Κυζίκου. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή, παραχωρεῖ στὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου τὰ δίκαιά του ποὺ εἶχε στὸν Ἑλλήσποντο κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ἐκεῖ ἐξορίας. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση καὶ ὅλη ἡ ἱεραρχία τῆς Κύπρου, διαδραματίζουν σημαντικὸ ρόλο στὴ φυσικὴ ἐπιβίωση καὶ ἑνότητα τοῦ ἐμπερίστατου Κυπριακοῦ λαοῦ, μὲ τὴν ἐνίσχυση καὶ τοῦ αυτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, κατὰ τὸν κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οἱ ἱστορικὲς πηγὲς βεβαιώνουν ὅτι μέχρι τὸν 12ο αἰῶνα, ἡ ἱεραρχία τῆς Κύπρου ἀριθμοῦσε περὶ τοὺς δεκαπέντε μὲ δεκαέξι ἐπισκόπους. Μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κύπρου κατὰ τὴν τρίτη Σταυροφορία (1191) ἀπὸ τὸν ἄγγλο βασιλέα Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο καὶ τὴν σχεδὸν ἀμέσως ἐγκατάσταση παραλλήλου λατινικῆς ἱεραρχίας, οἱ ὀρθόδοξοι ἱεράρχες, ἀφ’ ἑνὸς μέν, περιορίσθηκαν σὲ μόνο τέσσερεις, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὑποτάχθηκαν στοὺς ἀντίστοιχους λατίνους ἱεράρχες. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ εἶχε ληφθεῖ ἀπὸ δύο συνεχόμενες λατινικὲς συνόδους, τῆς Λεμεσοῦ τὸ ἔτος 1220 καὶ τῆς Ἁμμοχώστου τὸ 1222 καὶ τέθηκε σὲ ἐφαρμογὴ μὲ τὴ γνωστὴ Bulla Cypria τοῦ Πάπα Ἀλεξάνδρου τὸ ἔτος 1260. Δύο ἀπὸ τὰ ἄμεσα ἀποτελέσματα τῶν ἀποφάσεων καὶ πράξεων τῶν λατινικῶν ἀρχῶν ἦταν, πρῶτον, ἡ ἀντικανονικὴ οὐσιαστικὰ κατάργηση τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ ἀρχιεπισκόπου καὶ δεύτερον, ἡ μεταφορὰ τῆς ἀρχιεπισκοπῆς ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο στὴ Λευκωσία ἤ στὴ Σολέα, ὅπου εἶχε τὴν ἕδρα του ὁ πρῶτος τῇ τάξει ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος.
Ἡ κατάσταση αὐτὴ συνέχισε νὰ ὑφίσταται καὶ κατὰ τὶς δύο ἐπίσης δύσκολες ἱστορικὲς περιόδους, τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας (1570/71-1878) καὶ τῆς ἀγγλικῆς ἀποικιοκρατίας (1878-1960). Καθ’ ὅλη αὐτὴ τὴ μακρὰ περίοδο τῶν ὀκτὼ περίπου αἰώνων, μόνο μερικοὶ βοηθοὶ ἐπίσκοποι, οἱ χωρεπίσκοποι, μποροῦσαν περιοδικὰ νὰ αὐξήσουν τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς Κυπριακῆς ἐκκλησίας. Σημειωθήτω ὅτι μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, ἡ ἐκκλησία Κύπρου ἀποκαταστάθηκε, ὅσον ἀφορᾶ τὴν αὐτοκεφαλία της, τοὺς συνοδικοὺς θεσμούς, τὴν ἐκλογὴ τῶν ἀρχιερέων ὑπὸ τὶς συνθῆκες καὶ τοὺς περιορισμοὺς ποὺ ἐπέβαλλαν οἱ Ὀθωμανικὲς ἀρχές μὲ τὰ λεγόμενα βεράτια, κατ’ ἐξοχὴν δὲ ὅσον ἀφορᾶ τὴ σχέση της μὲ τὶς ἄλλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ἀνέλαβε αὐτομάτως ἐθναρχικὸ ρόλο γιὰ τὸ δοῦλον ἐθνος.
Πάντοτε ὅμως ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου ἦταν πολυτάραχη. Τὸ κανονικὸν ἔκκλητον πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο ὑπέβαλε τὸν 17ον αἰῶνα ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικηφόρος (1641-1674), ἐξ αἰτίας τῶν διεκδικήσεων τῶν Κυπρίων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦσαν τὴν ἐξίσωση τῆς τιμῆς τους μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, εἶναι ἕνα σημαντικὸ παράδειγμα. Στὴ συνοδικὴ ἐπιστολή του (1651) ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Β΄ περιγράφει τὰ προνόμια τοῦ ἀρχιεπισκόπου, παρόμοια μὲ ἐκεῖνα ἑνὸς πατριάρχη. Ἡ κανονικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου εἰσάγει ἕνα ἰδιαίτερο κανονικὸ παράδειγμα σὲ σύγκριση μὲ τὸ πατριαρχικὸ κανονικό σύστημα. Ἄλλωστε, ἡ ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου χρησίμευσε καὶ ὡς παράδειγμα, πρῶτον, γιὰ τὴ μετέπειτα ἀνακήρυξη καὶ ἄλλων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν καὶ δεύτερον, ὥστε ἡ Κυπριακὴ Ἐκκλησία νὰ ἀποβεῖ ἡ πνευματικὴ καὶ ἐθνικὴ δύναμη καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς Νήσου, κυρίως δὲ σὲ περιόδους κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Κυπριακὸς λαὸς ἐστερεῖτο τῆς ἐλευθερίας του.
Μετὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας, ὁ ἀείμνηστος ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος προσέθεσε τὶς δύο μητροπόλεις Λεμεσοῦ καὶ Μόρφου (1973). Ἡ ἀπόλυτη ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς καὶ διοικητικῆς δομῆς τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς ἱεραρχίας τῆς ἐκκλησίας μας ἐπιτεύχθηκε ἐπὶ τοῦ σημερινοῦ Προκαθημένου Μακαριοτάτου ἀρχιεπισκόπου κ. κ. Χρυσοστόμου τοῦ Β΄, μὲ διαδοχικὲς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τὸ 2007, μὲ τὴν ἐπανίδρυση τῶν ἀρχαίων μητροπόλεων καὶ ἐπισκοπῶν. Ἔτσι, σήμερα, ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν τῆς ἱερᾶς Συνόδου ἀνέρχεται στὰ δεκαεπτά.
Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Ἐντὸς τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ Σύνοδος, εἴτε τοπικὴ εἴτε ἐπαρχιακή, ἔχει δύο ὄψεις: μία ἐκκλησιολογικὴ καὶ μία διοικητική. Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ἐπαρχιακὴ σύνοδος τῆς ἐκκλησίας Κύπρου συνιστᾶ ἐν πρώτοις τὸ ὄργανο γιὰ τὴ διατήρηση καὶ τὴ φανέρωση τῆς ὁρατῆς ἑνότητας στὴν πίστη, στὴ λατρεία καὶ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλη τὴ Νῆσο καθὼς καὶ μὲ τὶς ἄλλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες. Δεύτερον, ἀσκεῖ τὸ ρόλο τῆς διατηρήσεως τῆς διοικητικῆς ἑνότητας καὶ ἔτσι, ὁσάκις παραστεῖ ἀνάγκη, ἐπιλαμβάνεται τῶν κοινῶν ζητημάτων ὅλων τῶν μητροπόλεων. Σύνθεση τῶν δύο αὐτῶν ὄψεων ἀποτελεῖ τὸ δίκαιο τῶν χειροτονιῶν τῶν ἐπισκόπων, γεγονὸς ποὺ φανερώνει καὶ τὴ δοικητική ἀνεξαρτησία μιᾶς ἐκκλησίας. Ἐξ ἄλλου, ὁ κάθε ἐπίσκοπος, μετέχοντας στὴ σύνοδο ὡς μέλος, δὲν μετέχει ὡς πρόσωπο, ἀλλ’ ἐκπροσωπεῖ τοὺς λαϊκοὺς πιστοὺς καὶ τὸν κλῆρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐπαρχίας. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἐπίσκοπος διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Γιὰ τὴ δικὴ του ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία, ἡ ὁποία συνιστᾶ τὴν τοπικὴ ἐκκλησία, ἔχοντας ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἐπίσκοπο, αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐγγύηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς καὶ διοικητικῆς ἑνότητας τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς πίστεως καὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκεῖνος ἀποφασίζει καὶ προβαίνει στὶς χειροτονίες τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας του.
Ἡ λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, γιὰ τὸ ὁποῖο σεμνύνεται ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ρυθμίζεται μὲ κανόνες οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων ὅπως καὶ μὲ τοὺς ἐπὶ μέρους Καταστατικοὺς Χάρτες τῶν ἐκκλησιών. Τὸν πρῶτο λόγο ἔχει ὁ Προκαθήμενος τῆς ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν εὐθύνη τῆς συγκλήσεως τῆς συνόδου, τὴν ἐξασφάλιση τῆς εὔρυθμης λειτουργίας της καὶ τὴν παρακολούθηση ἐφαρμογῆς τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Ὅμως, τὰ συνοδικὰ μέλη δὲν εἶναι ἄμοιρα εὐθυνῶν. Καλοῦνται νὰ συμβάλλουν ἐπίσης μὲ θετικὸ τρόπο στὴν εὔρθρυμη λειτουργία τῆς συνόδου γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της καὶ τῆς ἐκκλησίας γινικότερα, καθὼς καὶ στὴ διατήρηση τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, μὲ σεβασμὸ πρὸς τοὺς συνοδικοὺς θεσμοὺς καὶ τὰ ἄλλα συνοδικὰ μέλη, ἀποφεύγοντας ἰδιοτελεῖς καὶ ἀλλότριους στόχους.
Τὸ ἄρθρον 7 τοῦ ἐν ἰσχύει Καταστατικοῦ Χάρτη περιγράφει τὶς εὐθύνες καὶ ἁρμοδιότητες τῆς ἱερᾶς Συνόδου. Π.χ. λαμβάνει ἀποφάσεις σχετικὰ μὲ ζητήματα ποὺ δὲν προβλέπονται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες ἤ ἀπὸ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη. Λαμβάνει πρόνοια γιὰ τὴ διατήρηση τῆς δογματικῆς, τῆς κανονικῆς καὶ τῆς λειτουργικῆς τάξεως. Διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἐκκλησίας Κύπρου μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὶς ἄλλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες. Ρυθμίζει τὶς σχέσεις τῆς ἐκκλησίας Κύπρου μὲ τὶς μὴ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες, ὅπως καὶ μὲ τὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες. Ἑρμηνεύει αὐθεντικὰ τὶς πρόνοιες τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη ὅσον ἀφορᾶ θέματα πίστεως, λατρείας καὶ ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, ἔχει δὲ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ ὀργάνωση τῆς ἐκκλησίας κ.λπ. Ἀσκεῖ τὴν ἀνώτατη δικαστικὴ ἐξουσία μέσα στὴν ἐκκλησία. Λαμβάνει πρόνοια γιὰ τὴν ὀρθὴ κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου, τὴ διάδοση τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ὀρθῆς τάξεως κατὰ τὴ λατρεία, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀρθόδοξη παράδοση. Ἔχει τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν παιδεία τοῦ κλήρου της, ἀλλὰ καὶ ἐπιδεικνύει ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐθνικὴ παιδεία χωρὶς νομικὴ εὐθύνη ἀλλὰ μόνο συμβουλευτικὴ καὶ πνευματική. Ἡ ἐκκλησία Κύπρου λειτουργεῖ ἱερατικὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν καὶ Θεολογικὴ Σχολή. Ἡ Σύνοδος καθορίζει ἐπίσης τὶς σχέσεις της ἐκκλησίας μὲ τὸ κράτος, ἀλλὰ τὸ κράτος δὲν ἔχει οὐδεμία ἀνάμιξη στὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, συνταγματικὰ ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ κράτους, ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι κρατική. Πευματικὰ κυβερνᾶται μὲ βάση τὸν δικό της Καταστατικὸ Χάρτη καὶ ρυθμίζει ἐπίσης τὰ δικά της πρωταρχικὰ ζητήματα, ποὺ ἀφοροῦν τὴν ὅλη δομὴ καὶ ὀργάνωσή της. Βεβαίως, Ἐκκλησία καὶ Κράτος συχνὰ ἀνταλλάσουν ἀπόψεις, π. χ. γιὰ ζητήματα ἐθνικῆς παιδείας, γιὰ τὸ ἐθνικὸ θέμα τῆς Κύπρου κ.λπ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας ἤ ἄλλα ὑψηλόβαθμα στελέχη τῆς Κυβερνήσεως προσκαλοῦνται κατὰ διαστήματα στὴν ἱερὰ Σύνοδο γιὰ νὰ ἐνημερώσουν τὰ μέλη της γιὰ τὶς τρέχουσες ἐξελίξεις, δεδομένου ὅτι ἡ ἐκκλησία ἀσκεῖ σημαντικὸ κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο.
ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΠΡΩΤΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Μὲ βάση τὴ σύντομη ἱστορική μας εἰσαγωγή, μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἀρχικά, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλες ἐπαρχίες, τὸ ἴδιο καὶ στὴν Κύπρο εἶχε ἐπικρατήσει τὸ μητροπολιτικὸ σύστημα. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, προφανῶς ἦταν ὁ πρῶτος μητροπολίτης γιὰ τὴν ἐκκλησία Κύπρου. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐξύψωση τῆς ἐκκλησίας Κύπρου σὲ αὐτοκέφαλη ἐκκλησία, ὁ Πρῶτος ἀπέκτησε μία σημαντικὴ θέση μεταξὺ τῶν ἄλλων προκαθημένων, καθὼς καὶ ἡ ἐκκλησία Κύπρου μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν. Οἱ ὑπογραφὲς π.χ. τῶν Κυπρίων προκαθημένων ἤ καὶ τῶν ἐπισκόπων ἐκπροσώπων τῆς ἐκκλησίας Κύπρου στὶς Οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Συνόδους στὰ πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τους ἀποτελοῦν ἀπόδειξη. Οἱ ὑπογραφὲς αὐτὲς ἀκολουθοῦν τὶς ὑπογραφὲς τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν ἐπισκόπων ἐκπροσώπων τῶν παλαιφάτων πατριαρχείων.
Ὑπενθυμίζουμε τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Α΄, Γ΄ καὶ Πενθέκτης, τὰ προνόμια τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ζήνωνα καὶ τὴ Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχη Ἰωακεὶμ Β΄ (1671), ὅπου περιγράφονται τὰ προνόμια τοῦ προκαθημένου τῆς Κυπριακῆς ἐκκλησίας. Τὰ κατοχυρωμένα, ὅπως προαναφέραμε, προνόμια τοῦ Πρώτου τῆς ἐκκλησίας Κύπρου, τῷγε νῦν ἔχον, περιγράφονται στὸ ἄρθρο 12 τοῦ ἐν ἰσχύει Καταστατικοῦ Χάρτη.
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἐπιπροσθέτως τῆς εὐθύνης του ποὺ ἔχει ὡς ἐπίσκοπος τῆς δικῆς του ἀρχιεπισκοπικῆς περιφέρεριας, τῆς τιμῆς καὶ εὐθύνης ὡς προκαθήμενος τῆς ἐκκλησίας, ἔχει τὰ ἀκόλουθα προνόμια καὶ κανονικὲς εὐθύνες γιὰ τὴν ἐκκλησία Κύπρου.
- Συγκαλεῖ καὶ προεδρεύει τῆς ἱερᾶς συνόδου καὶ διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῆς ἱεραρχίας τῆς ἐκκλησίας Κύπρου. Ἐπαναλαμβάνω ὅμως καὶ τὴν ἀναγκαία συμβολὴ τῶν ἄλλων μελῶν τῆς ἱερᾶς συνόδου στὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ.
- Μνημονεύεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας ἀπὸ τοὺς μητροπολίτες τῆς ἐκκλησίας Κύπρου, ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἀνήκουν στὴ δική του δικαιοδοσία, ἀπὸ τὸν κλῆρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, ὅπως ἐπίσης καὶ σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες ποὺ τελοῦνται στὶς σταυροπηγιακὲς μονές.
- Ἐκπροσωπεῖ τὴν ἐκκλησία Κύπρου καὶ ἀποτελεῖ τὸ σύνδεσμο τῶν σχέσεών της μὲ τὶς ἄλλες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, καλλιεργεῖ τὶς σχέσεις μὲ τοὺς προκαθημένους των καὶ διατηρεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αὐτούς.
- Ἐκπροσωπεῖ τὴν ἐκκλησία Κύπρου στὶς σχέσεις της μὲ τὶς ἑτερόδοξες ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες καὶ μὲ τὰ μὴ χριστιανικὰ θρησκεύματα.
- Ἐκπροσωπεῖ τὴν ἐκκλησία Κύπρου στὶς σχέσεις της μὲ τὴν πολιτεία.
- Ἀναλαμβάνει ὡς τοποτηρητὴς τὴν προσωρινὴ διοίκηση τῶν κενουμένων μητροπολιτικῶν θρόνων, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀναθέσει στὸν ἔξαρχό του.
- Προεδρεύει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν ἀρχιερέων. Χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Πρῶτου δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἐκλογὴ ἀρχιερέων. Στὴν ἐκλογὴ ἀρχιεπισκόπου τὴν εὐθύνη αὐτὴ ἀναλαμβάνει ὁ τοποτηρητής.
- Προΐσταται τῶν χειροτονιῶν τῶν ἀρχιερέων, ἤ δίδει ἐντολὴ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ σὲ ἄλλον ἀρχιερέα.
- Ἔχει τὸ προνόμιο νὰ ἀπευθύνει κατὰ τὶς ἑορτὲς τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῶν Χριστουγέννων ἤ καὶ ἐκτάκτως, ἐγκυκλίους σὲ ὅλη τὴν Κύπρο καὶ μπορεῖ νὰ ἐντέλλεται ὥστε νὰ ἀναγινώσκονται στοὺς ἱεροὺς ναούς.
- Μπορεῖ νὰ ἱερουργεῖ σὲ ὅλη τὴν Κύπρο μὲ μόνο ἁπλὴ ἀνακοίνωση πρὸς τὸν οἰκεῖον ἀρχιερέα.
- Ἐπιβλέπει τὴν ἐφαρμογὴ καὶ ὑλοποίηση τῶν ἀποφάσεων τῆς ἱερᾶς Συνόδου.
Τόσο ἡ διοικητικὴ δομή, ὅσο καὶ οἱ ἁρμοδιότητες τῆς ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλὰ βεβαίως καὶ τὰ προνόμια τοῦ Προκαθημένου, ὅπου δὲν ὑπάρχει παρέμβαση ὁποιουδήποτε ἐκ τῶν ἔξω ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου, εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς καὶ λειτουργίας τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας μας.