ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Πρὸς τὸν κλῆρον καὶ τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἁγιωτάτης Ἀποστολικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου
«Τάδε λέγει» τῇ Ἐκκλησίᾳ Κύπρου «ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει· οἶδά σου τὰ ἔργα· – ἰδοὺ δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν· – ὅτι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ ἐτήρησάς μου τὸν λόγον καὶ οὐκ ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου» (Ἀποκ. 3:7-8).
Ἐμεῖς τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἁγιωτάτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, μὲ ἐπικεφαλής τὸν Προκαθήμενό της, ἀκολουθώντας τὴν παράδοση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων (Πράξ. 15:22), συνήλθαμε σήμερα, εἰκοσιπέντε Φεβρουαρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2018, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ κλῆρο, τοὺς μοναχοὺς καὶ τὸν λαό, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ νέοι, ἐκπροσωπώντας τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπή, τὶς Ἱερὲς Μητροπόλεις καὶ Ἐπισκοπές, καθὼς καὶ τὶς Ἱερὲς Μονὲς τῆς Κύπρου σὲ ἔκτακτη Κληρικολαϊκὴ Συνέλευση.
Ἡ Κληρικολαϊκὴ αὐτὴ Συνέλευση συνῆλθε μὲ τὴν παρουσία τοῦ τιμίου Ἐκπροσώπου τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βρυούλων κ. Παντελεήμονος, τῶν Μακαριωτάτων Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας κ.κ. Θεοδώρου καὶ Ἀντιοχείας κ.κ. Ἰωάννου, ὡς καὶ ἐκπροσώπων τῶν λοιπῶν ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τοῦ Ἐξοχωτάτου Προέδρου τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας κ. Νίκου Ἀναστασιάδη, τοῦ Ἐξοχωτάτου Προέδρου τῆς Βουλῆς τῶν Ἀντιπροσώπων κ. Δημήτρη Συλλούρη καὶ ἄλλων ἐξεχόντων ἀξιωματούχων τοῦ Κράτους. Σκοπὸς τῆς Συνελεύσεως αὐτῆς εἶναι νὰ τιμήσουμε τὴν Αὐτοῦ Μακαριότητα, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Νέας Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο τὸν Β´, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως σαράντα χρόνων εὐδόκιμης ἀρχιερατικῆς του διακονίας, ἀρχικὰ ὡς Μητροπολίτου Πάφου καὶ ἀργότερα ὡς Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα.
Ἀξιοποιώντας τὴν εὐκαιρία τῆς συγκλήσεως τῆς Κληρικολαϊκῆς αὐτῆς Συνελεύσεως καὶ λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις ποὺ παρουσίασαν ἐκλεκτοὶ ὁμιλητές, συζητήσαμε καὶ διάφορα ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ καὶ ποιμαντικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν ἱστορία καὶ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.
Τὴ Συνέλευση χαιρέτισαν οἱ Μακαριώτατοι Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ ὁ Ἐξοχώτατος Πρόεδρος τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας. Τοὺς χαιρετισμοὺς ἀκολούθησε ἡ ἀνάγνωση τοῦ Μηνύματος, τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βρυούλων κ. Παντελεήμονα.
Στὴ συνέχεια, ἡ Αὐτοῦ Μακαριότης, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ.κ. Χρυσόστομος ἀναφέρθηκε συνοπτικὰ στὸ διαχρονικὸ ὅραμά του γιὰ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο. Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κωνσταντίας καὶ Ἀμμοχώστου κ. Βασίλειος ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Τὸ αὐτοκέφαλο καὶ ἡ συνοδικότητα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου: Διαχρονικὲς ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς διαστάσεις τῶν προνομίων τοῦ Προκαθημένου της». Ὁ Πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας κ. Ἐλισσαῖος ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο». Τέλος, ὁ Πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τροοδιτίσσης κ. Ἀθανάσιος καὶ ἡ Ὁσιολογιωτάτη Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἡρακλειδίου Μοναχὴ Προδρόμη ἀναφέρθηκαν, μὲ σύντομες παρεμβάσεις, στὸν Κυπριακὸ Μοναχισμό.
Ἡ Κύπρος δέχεται τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ πολὺ νωρὶς. Τὸ ἔτος 45 μ.Χ. οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος, Βαρνάβας καὶ Μάρκος ἀποβιβάζονται στὴν Σαλαμίνα καὶ διασχίζουν τὴ νῆσο μας μέχρι τὴν Πάφο κηρύττοντας τὸν Λόγο τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἐκκλησία Κύπρου, ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ αὐτοκέφαλο ἀπὸ τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πενθέκτη Οἰκουμενικὲς Συνόδους (Ἔφεσος 431 καὶ Κωνσταντινούπολη 692), φανέρωσε τὴν παρεχόμενη σ᾽ αὐτὴν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πνευματική της δύναμη καὶ ἱκανότητα νὰ διδάσκει τὸ Εὐγγέλιο τῆς σωτηρίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διαφυλάσσοντας ἀναλλοίωτη τὴν ὀρθόδοξη πίστη (Ἀποκ. 3:7-8) καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὸν πιστὸ λαὸ πρὸς τὴν αἰώνια Βασιλεία, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιταγὴ τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων (Ματθ. 28:19-20).
Κατὰ τὴ δισχιλιετὴ ἱστορία της ἡ Ἁγιωτάτη Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου κατέστη τὸ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ ζύμη τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως, διὰ τῆς διδασκαλίας καὶ διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴ διατύπωση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου «ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ» (Α΄ Κορ. 6:5). Γι᾽αὐτὸ καὶ ἀνέδειξε ἀξιοθαύμαστο ἀριθμὸ ἁγίων Ἀποστόλων, Ἱεραρχῶν, Μαρτύρων, Ὁσίων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, καὶ δίκαια ὀνομάστηκε «Νῆσος τῶν Ἁγίων». Ἐξ ἄλλου, ὁ Μοναχισμὸς συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἐνίσχυση καὶ στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν πιστῶν καὶ λάμπρυνε τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὰ πρόσωπα τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων, ποὺ ἀσκήθηκαν στὸ νησί μας, ὅπως ὁ Μέγας Ἱλαρίων, ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος, ὁ Ἅγιος Κενδέας καὶ πολλοὶ ἄλλοι.
Ἡ εὐλογία τοῦ χορηγοῦ παντὸς ἀγαθοῦ δωρεοδότου Θεοῦ δόθηκε πλούσια στὴν τοπική μας Ἐκκλησία, χάρη στὴ διαποίμανσή της ἀπὸ ἀξίους Προκαθημένους, ἀπὸ χαρισματούχους ἱεράρχες, εὐσεβεῖς κληρικοὺς καὶ πιστούς, οἱ ὁποῖοι σ’ ὅλες τὶς περιόδους τῆς ἱστορίας, δὲν δίστασαν νὰ προσφέρουν καὶ τὴ ζωή τους θυσία, προκειμένου νὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν πίστη, τὴν ἀκεραιότητα τῆς Πατρίδας καὶ αὐτὴ τὴ φυσικὴ ἀκόμη ἐπιβίωση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας στὴ γῆ τῶν πατέρων του.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀναδείχθηκε, καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι, «ὁμολογοῦσα Ἐκκλησία» μέσα στὴ δίνη τῶν διαδοχικῶν δεινῶν καὶ διωγμῶν. Δυστυχῶς, συνεχίζει νὰ βιώνει καὶ σήμερα τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη ἐξ αἰτίας τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς καὶ κατοχῆς μεγάλου μέρους τῆς Πατρίδας μας καὶ τὴ βεβήλωση καὶ καταστροφὴ τῶν ἱερῶν θυσιαστηρίων καὶ τῶν μνημείων τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἀπὸ κοινοῦ, κλῆρος καὶ λαός, κράτησαν μὲ γενναιότητα τὸν κόπο καὶ τὸν καύσωνα τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς, προκειμένου νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ ἀναψυχή.
Ἐξ ἄλλου, ὡς φιλόστοργη μητέρα ἡ Ἐκκλησία, δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοήσει τὸν λαὸ ποὺ δεινοπαθεῖ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ προσέφερε τὴν ἐν Χριστῷ διακονία της, προκειμένου νὰ ἐπουλωθοῦν οἱ πληγὲς ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ διάφορες δοκιμασίες. Ἀνέλαβε τὸν φωτισμὸ τοῦ λαοῦ διὰ τῆς παιδείας σὲ σκοτεινὲς περιόδους τῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους καὶ ἡγήθηκε τῶν ἀγώνων του γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸν στήριξε καὶ παρηγόρησε μέσῳ τοῦ κοινωνικοῦ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἔργου της.
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἔχοντας τὴν ἑνότητα πίστεως, παραδόσεως, μυστηρίων καὶ συνοδικῆς τάξεως μὲ τὶς λοιπὲς ἀδελφὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἐν Χριστῷ ἀσπασμὸ καὶ τὶς εὐχαριστίες της, γιὰ τὴ συμμετοχή τους στὸ χαρμόσυνο γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, καὶ συνδέεται μαζί τους ὡς ἕνας πολυτιμώτατος λίθος στὸ οἰκοδόμημα τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκτείνεται σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, καὶ τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς, (βλ. Ἀποκ. 21:14 καὶ Ποιμὴν τοῦ Ἑρμᾶ, ὅρασις γ´, 13,5, 1-5), ἡ ὁποία ἔχει ὡς κεφαλή της τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Ἐμεῖς, ποὺ παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς πατέρες μας μία τέτοια πολύτιμη παρακαταθήκη ἔχουμε καὶ ἀναλαμβάνουμε τὴν εὐθύνη νὰ μεταλαμπαδεύσουμε, στὶς ἐπερχόμενες γενεὲς, τὸν τόσο μεγάλο πλοῦτο τῆς πίστεως καὶ τῶν αἰωνίων διδαχῶν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παραδόσεώς μας.
Ἐπιπλέον, ἔχουμε συνείδηση τῆς εὐθύνης μας, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τῆς ἱστορίας, τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος, ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ καλλιεργήσουμε, μέσα σ’ ἕνα παγκοσμιοποιημένο καὶ ἐκκοσμικευμένο κοινωνικὸ καὶ πανευρωπαϊκὸ περιβάλλον, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὶς καθολικοῦ κύρους ἀξίες τῆς Ὀρθοδοξίας ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὶς ἀξίες τοῦ οἰκουμενικοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἀπορριπτικὸς γιὰ κανένα ἄνθρωπο ποὺ κατοικεῖ πάνω στὴ γῆ.
Καλούμαστε ἀκόμη καὶ σήμερα νὰ ἐργασθοῦμε γιὰ τὴν εὐημερία τοῦ λαοῦ ποὺ μᾶς ἐμπιστεύτηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ταυτόχρονα νὰ ἐργασθοῦμε ἀκούραστα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς κατεχόμενης πατρικῆς γῆς· γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἐλευθερίας, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης ποὺ ἀποτελοῦν ἀγαθὸ γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποδεικνύει τὸ δρόμο τὸν ὁποῖο καλούμαστε νὰ βαδίσουμε ὡς χριστιανοί, λέγοντας: «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5:9)
Γι᾽ αὐτὸ ἀπευθύνουμε ἐναγώνια ἔκκληση πρὸς ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἄμεση ἤ ἔμμεση ἀνάμειξη στὴν ὑπόθεση τῆς Κύπρου, νὰ θέσουν ὡς ὕψιστη προτεραιότητα καὶ ἀπαράβατη ἀρχή, τὸν ἄνθρωπο, καὶ ὄχι τὰ ὁποιαδήποτε στρατιωτικὰ καὶ γεωπολιτικὰ συμφέροντα, ἀγνοώντας μὲ σκανδαλώδη καὶ προκλητικὸ τρόπο τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως τὸν πόνο τοῦ Κυπριακοῦ λαοῦ.
Ὠς Ἐκκλησία Κύπρου ἐκφράζουμε, ἐπίσης, τὸν ἔντονο προβληματισμὸ καὶ τὴν ἀνησυχία μας γιὰ τὸν διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀπὸ τὶς πατρογονικές τους ἑστίες καὶ καλοῦμε τὴ Διεθνὴ Κοινότητα νὰ σεβαστεῖ καὶ νὰ διασφαλίσει τὴν παραμονή τους στὶς ἀρχαῖες κοιτίδες τους.
Στὶς μέρες μας, τόσο ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ὅσο καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος φρόντισαν, ὥστε νὰ ἀποκατασταθοῦν οἱ ἀλλοιώσεις ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς κλυδωνισμοὺς καὶ τὶς δοκιμασίες, ποὺ ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες φροντίδες τοῦ Μακαριωτάτου ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῆς διοικητικῆς καὶ κανονικῆς τάξης τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας μας, μὲ τὴν ἐπανασύσταση ἤ καὶ τὴ δημιουργία Μητροπόλεων καὶ Ἐπισκοπῶν, ποὺ λάμπρυναν ἄλλοτε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, τὴν ἀντίστοιχη αὔξηση τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καὶ τὴ σύνταξη καὶ ἐφαρμογὴ νέου Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὕψιστης σημασίας εἶναι, ἐπίσης, καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Μακαριωτάτου γιὰ τὸν ἱερὸ κλῆρο. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἵδρυσε τὸν «Φορέα Μισθοδοσίας Ἐφημεριακοῦ Κλήρου», τὸν ὁποῖο καὶ ἐνισχύει οἰκονομικὰ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπή, μὲ σκοπὸ νὰ διασφαλισθεῖ ὁμοιόμορφη μισθοδοσία καὶ ἀξιοπρέπεια τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ἀπερίσπαστοι νὰ ἐπιδίδονται στὴν ἐκπλήρωση τῆς πνευματικῆς τους ἀποστολῆς.
Θὰ ἦταν παράλειψη, ἄν δὲν μνημονεύαμε τὴν ἵδρυση καὶ λειτουργία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, μὲ προσωπικὴ πρωτοβουλία τοῦ Μακαριωτάτου καὶ τὴν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἡ δημιουργία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ἀποτελεῖ φυτώριο θεολογικῆς παιδείας γιὰ τὴ νῆσο μας καὶ προσφέρει τὰ πνευματικὰ, ἐκεῖνα, ἐφόδια σὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦν νὰ ὑπηρετήσουν τὴν ἐκκλησιαστική, πνευματική, κοινωνική, πολιτιστική, ἐκπαιδευτικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο καὶ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ἐν γένει, τόσο σὲ τοπικό, ὅσο καὶ σὲ διορθόδοξο καὶ διαχριστιανικὸ ἐπίπεδο. Ταυτόχρονα διατηρεῖται καὶ ἀναβαθμίζεται ἡ ἱστορικὴ ἱερατικὴ Σχολὴ «Ἀπόστολος Βαρνάβας».
Μεταξὺ τῶν ὁραματισμῶν τοῦ Μακαριωτάτου ἦταν καὶ ἡ ἀνέγερση νέου Καθεδρικοῦ Ναοῦ, ἔργο τὸ ὁποῖο εὑρίσκεται στὸ στάδιο τῆς ὑλοποίησης. Σκοπὸς τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ εἶναι ἡ κάλυψη τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν καὶ ἐπισήμων τελετῶν γιὰ τὴν Καθέδρα τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα.
Ἐμεῖς, τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅλος ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ λαϊκὰ μέλη της, ποὺ συγκροτοῦμε αὐτὴ τὴν Κληρικολαϊκὴ Συνέλευση, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλος ὁ Κυπριακὸς λαός, ἀναφωνοῦμε τὸ «εἰς πολλὰ ἔτη Δέσποτα» πρὸς τὸν Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας μας, Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο, καὶ τοῦ εὐχόμαστε ὑγεία καὶ μακροημέρευση γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ πολύτιμου καὶ πολυποίκιλου ἐκκλησιαστικοῦ, κοινωνικοῦ καὶ ἐθνικοῦ του ἔργου, πρὸς δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!