Κυριακή ΚΓ΄ Επιστολών, Εφεσ. 2, 4 -10 (27-11-2016)
Πρεσβυτέρου Ανδρέα Παπαμιχαήλ
Πρωτότυπο κείμενο
4 Ο δε Θεός πλούσιος ών εν ελέει, διά την πολλήν αγάπην αυτού ήν ηγάπησεν ημάς, 5 και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ· χάριτί εστε σεσωσμένοι· 6 και συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού, 7 ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστώ Ιησού. 8 τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ούκ εξ υμών, Θεού το δώρον, 9 ούκ εξ έργων, ίνα μή τις καυχήσηται. 10 αυτού γαρ εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς, οίς προητοίμασεν ο Θεός ίνα εν αυτοίς περιπατήσωμεν.
Νεοελληνική Απόδοση
Ο Θεός όμως μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος και έχει απέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με το Χριστό. Με τη χάρη του έχετε σωθεί. Μας ανέστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθήσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. Κι έτσι, με την αγάπη που μας έδειξε διά του Ιησού Χριστού, φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκατε διά της πίστεως. Και αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δε σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Γιατί είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος διά του Ιησού Χριστού μας έκανε καινούριους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας.
Σχολιασμός
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η Έφεσος ήταν η πρωτεύουσα της Ιωνίας και μια απ’ τις πολυπληθέστερες και λαμπρότερες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου. Κεντρική θέση στη ζωή αυτής της μεγαλούπολης κατείχε η λατρεία της θεάς Αρτέμιδος. Ο Απόστολος των Εθνών επισκέφθηκε την Έφεσο κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ κατά τη διάρκεια της τρίτης του περιοδείας έμεινε στην πόλη για σχεδόν τρία χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκεί μια εύρωστη χριστιανική κοινότητα που η δράση των μελών της ξεπερνούσε τα όρια της Εφέσου.
Η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο 63 μ.Χ., κατά την πρώτη φυλάκιση του Αποστόλου Παύλου στη Ρώμη. Κεντρικό θέμα της επιστολής είναι η ενότητα και η δόξα της Εκκλησίας, κεφαλή της οποίας είναι ο αναστημένος Ιησούς Χριστός και δια του οποίου όλοι που εγκεντρίζονται στο σώμα Του μπορούν να μετέχουν της νέας πραγματικότητας των δωρεών του Θεού.
Μέσα από τη συγκεκριμένη αποστολική περικοπή ο Απόστολος Παύλος τονίζει πως η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων προσπαθειών, αλλά της χάριτος του Θεού: ούτε οι αρετές ως ανθρώπινα επιτεύγματα, τις οποίες υπερτόνιζαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ούτε ο Νόμος, στον οποίο προσκολλούνταν οι Ιουδαίοι, μπορούν να σώσουν τον άνθρωπο.
Ήδη από την αρχή του δεύτερου κεφαλαίου της επιστολής, ο Απόστολος υπογραμμίζει την κατάσταση των Εφεσίων πριν πιστέψουν στο Χριστό: ήταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων και των αμαρτιών τους, έχοντας αιχμάλωτη την ύπαρξή τους στα πάθη τους. Αντί όμως να εκδηλωθεί σ’ αυτούς η δικαιολογημένη θεία οργή εξαιτίας αυτής τους της κατάστασης, εκχέεται σ’ αυτούς το έλεος και η αγάπη του Θεού: «Ο δε Θεός πλούσιος ών εν ελέει, διά την πολλήν αγάπην αυτού ήν ηγάπησεν ημάς…». Ο θείος Απόστολος, ξεχειλίζοντας από ευγνωμοσύνη προς το Θεό, χρησιμοποιεί κατά σειρά συνώνυμες λέξεις (έλεος, αγάπη ην ηγάπησεν), για να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερα αισθητό στους αναγνώστες το μέγεθος της δωρεάς του Θεού προς αυτούς. Πρέπει βέβαια να τονισθεί πως οι λέξεις αυτές δεν δηλώνουν αφηρημένες έννοιες, αλλά συγκεκριμένες ιστορικές ενέργειες του Θεού μέσα στην ανθρωπότητα.
Η αμαρτία είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική νέκρωση, αλλά ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς και νίκησε το θάνατο, μετέβαλε τη νεκρότητά μας σε ζωή. Μας μετάγγισε το πλήρωμα της δικής Του ζωής «ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Α΄ Ιω. 4,9).
Η νέα ελπιζόμενη κατάσταση των χριστιανών ταυτίζεται με αυτή του αναστημένου Χριστού: επειδή η κεφαλή αναστήθηκε, ταυτόχρονα και ολόκληρο το σώμα ζωοποιείται και δοξάζεται. Ο θείος Απόστολος, παραθέτοντας αλλεπάλληλα τρία συνώνυμα ρήματα (συνεζωοποίησε, συνήγειρε, συνεκάθισε) σε χρόνο αόριστο, διακηρύσσει την πραγματικότητα της σωτηρίας, ότι δηλαδή έχει ήδη συντελεστεί και αυτό που απομένει είναι να την οικειωθεί προσωπικά ο καθένας μας.
Βέβαια, όσο διαρκεί η παρούσα ζωή έχουμε απλώς «τον αρραβώνα της κληρονομίας ημών» (Εφ. 1, 14), αφού η σωτηρία θα γίνει κτήμα μας με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και την κοινή εξανάσταση. Τότε θα μπορούμε να γευόμαστε ολοκληρωμένα «τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Πραγματικά, υπερβολικός πλούτος! Όντως αξεπέραστο το μέγεθος της δύναμής του, να καθίσει κάποιος μαζί με το Χριστό! Και χίλιες ζωές ακόμη αν είχες, δεν θα τις θυσίαζες γι’ αυτό; Κατάλαβες πού εκείνος κάθισε; Πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Και με ποιόν κάθεσαι μαζί; Μ’ Εκείνον!».
Στο στίχο 8 ο Απόστολος Παύλος επαναλαμβάνει μια πρόταση που έγραψε στο στίχο 5: «χάριτι εστέ σεσωσμένοι». Συμπληρώνει βέβαια εδώ και τον τρόπο που όλοι εμείς μπορούμε να οικειωθούμε αυτή τη σωτηρία που προσφέρει κατά χάρη ο Θεός εν Χριστώ. Ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από την πίστη στις αλήθειες του Ευαγγελίου και ο οποίος αποτελεί ανταπόκριση του αυτεξουσίου μας προς εκείνα που πλουσιοπάροχα μας προσφέρει ο Θεός.
Ο Απόστολος των Εθνών, θέλοντας να ξεκαθαρίσει στους Εφεσίους τη θέση και το ρόλο των «αγαθών έργων» στη ζωή τους –και γενικά στη ζωή όλων των πιστών- γράφει τους δύο τελευταίους στίχους της περικοπής: «ούκ εξ έργων, ίνα μή τις καυχήσηται. αυτού γαρ εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς…». Ο σύνδεσμος «ίνα» στο στ.9 δηλώνει την έκβαση των γεγονότων: ενώ τα έργα των ανθρώπων ήταν πονηρά, ο Θεός δια της χάριτός του τους έσωσε, χωρίς να αφήνονται περιθώρια σε κάποιο να καυχηθεί. Εντούτοις, ο Θεός δημιουργεί και αναδημιουργεί εν Χριστώ τον άνθρωπο «επί έργοις αγαθοίς», δηλαδή για να εργάζεται το αγαθό. Ο σύγχρονος ερμηνευτής Καραβιδόπουλος αναφέρει: «Γίναμε καινούρια κτίση όχι με τα έργα που κάναμε, αλλά για να κάνουμε καλά έργα, με τα οποία φανερώνεται η ανακαίνισή μας. Αποτέλεσμα λοιπόν της σωτηρίας είναι τα καλά έργα και όχι προϋπόθεση».
Η αναφορά στη χάρη που εκπήγασε και εκπηγάζει από το απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού και δια της οποίας οι πιστοί σώζονται και απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα τα αιώνια αγαθά, είναι ένα από τα πιο αγαπητά και προσφιλή θέματα του αποστόλου Παύλου. Παραδείγματος χάριν, στην προς Ρωμαίους επιστολή τονίζει εμφατικά: «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως εν Χριστώ Ιησού» (Ρωμ. 3, 23-24). Στην προς Τίτον επιστολή ο απόστολος αναφέρει: «Ότε η χρηστότης και η φιλανθρωπία επεφάνη του σωτήρος ημών Θεού, κατά τον αυτού έλεον έσωσεν ημάς» (Τιτ. 3, 4-5) και συνεχίζει στο μεθεπόμενο στίχο: «ίνα δικαιωθέντες τη εκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’ ελπίδα ζωής αιωνίου» (Τιτ. 3, 7).
Το βαρυσήμαντο ρόλο της θείας χάριτος στη θέωση του ανθρώπου περιγράφει εύστοχα και ένας σύγχρονος άγιος, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, στο λόγο του «Η Χάρη»: «Δεν έφερα τίποτε μαζί μου στο Μοναστήρι, εκτός από τις αμαρτίες μου, και δεν ξέρω γιατί ο Κύριος μου έδωσε, ενώ ήμουν ακόμη νεαρός υποτακτικός, τόση χάρη του Αγίου Πνεύματος, που γέμισαν από χάρη η ψυχή μου και το σώμα μου.{…} Ο Κύριος μας αγαπά περισσότερο απ’ όσο η μητέρα τα παιδιά της και μας δίνει δωρεάν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.{…} Χωρίς τη χάρη του Θεού είμαστε όμοιοι με τα ζώα, αλλά με τη χάρη ο άνθρωπος είναι μέγας κοντά στο Θεό».
Εμείς, που με το βάπτισμά μας γίναμε μέλη του σώματος του Κυρίου, δεν πρέπει να χάνουμε αυτό που πραγματικά μας αξίζει. Ας δεχτούμε το δώρο του Θεού, ας γευτούμε δια της πίστεως «τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού» και ας αφήσουμε την δωρεάν θεία χάρη να μας περιβάλει, να μας ανακαινίσει, να μας θεώσει.