Βασιλείου και Αθανασίου των Μεγάλων Λόγος περί Ακτημοσύνης και Μοναχικής υποταγής (Κυριακή ΙΓ’ Λουκά)
Ο φιλάνθρωπος Θεός που φροντίζει για την σωτηρία μας, όρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενία ώστε όποιος δεν μπορεί να υπομείνει το άθλημα της παρθενίας να έλθει σε κοινωνία γάμου με γυναίκα , γνωρίζοντας ότι θα του ζητηθεί λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσή του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και τεκνοποίησαν. Τέτοιος ήταν στην Παλαιά Διαθήκη ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προτίμησε τον Θεό και δέχτηκε να θυσιάσει το μονογενή του υιό χωρίς οίκτο, είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχτεί αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν άκουσε το «πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς». Ακόμη μεγαλύτερη αρετή επέδειξαν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυΐδ και ο Σαμουήλ. Στην καινή Διαθήκη τέτοιοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι. Θα ζητηθούν λοιπόν από τον κάθε άνθρωπο οι καρποί της προς τον Θεό και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθεί όποιος παραβεί αυτές ή κάποιες από τις εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» και « ος ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται μου είναι μαθητής».
Άραγε το σκέπτεσαι ότι και στους έγγαμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιο θα ζητηθεί από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και έγγαμους. Διότι θα είναι αρκετή γι’ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνία η παραχώρηση της ακράτειας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ. Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές έχουν νομοθετηθεί για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευαγγελιζόταν τις εντολές του Πατέρα απευθυνόταν προς αυτούς που ζουν στον κόσμο και κάποτε που συνέβη να ρωτηθεί ιδιαιτέρως από τους μαθητές Του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω (σε όλους)».
Μην επαναπαυθείς λοιπόν εσύ, που προτίμησες τον γάμο, σαν να έχεις δικαίωμα να ζήσεις με τρόπο κοσμικό. Οφείλεις να καταβάλεις περισσότερους κόπους και προσοχή για να επιτύχεις την σωτηρία, αφού επέλεξες να ζεις μέσα στις παγίδες και στο βασίλειο των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις μπροστά στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμία τους. Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγεις την πάλη προς τον αποστάτη, ούτε θα μπορέσεις να τον νικήσεις χωρίς να κοπιάσεις πολύ για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Διότι πως θα αρνηθείς την μάχη προς τον εχθρό ενώ ζεις μέσα στο σκάμμα της μάχης; Και αυτό είναι ολόκληρη η γη, στην οποία ο εχθρός, όπως διδασκόμαστε στο βιβλίο του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίο θα καταπιεί. Εάν λοιπόν αρνείσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστή, θα μεταβείς σε άλλο κόσμο, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθεις πως να αγωνίζεσαι εναντίον του, διδασκόμενος την τέχνη της πάλης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθείς από αυτόν εξ’ αγνοίας και παραδοθείς στο αιώνιο πυρ.
Και αυτά μεν λέχθηκαν προς του εγγάμους εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικό φρόνημα και αμελούν όσον αφορά την τήρηση των εντολών του Χριστού. Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνεις συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτό σου προς υπομονή των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στη σύγκλητο των μοναχών. Στην αρχή της υποταγής σου να φερθείς με γενναιότητα ώστε να μην παρασυρθείς από την σφόδρα συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξεις τα θνητά με τα αθάνατα και όταν εγκαταλείπεις τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτεις στους κόλπους των πτωχών τα βρίσκεις πολύ επαυξημένα κοντά στον Θεό. [Όσον αφορά την δική μου ζωή], και εγώ δαπάνησα πολύ χρόνο στην ματαιότητα, και αφάνισα όλη σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψη των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας». Όταν όμως κάποτε σαν να ξύπνησα από βαθύ ύπνο έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φώς της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστο «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», θρήνησα πολύ για την ελεεινή μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθεί χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας. Και μάλιστα πριν από όλα , φρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίο από την μακροχρόνιά μου συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστροφή. Δια βάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιο είδα εκεί ότι το μεγαλύτερο εφόδιο προς τελείωση είναι η πώληση των υπαρχόντων και η διάθεσή τους προς τους πτωχούς αδελφούς και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωή αυτήν και το να μην επιστρέφει η ψυχή προς καμία συμπάθεια προς τα παρόντα.
Πράγματι αυτός που κατέχεται από την σφόδρα επιθυμία να ακολουθήσει τον Χριστό δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει σε κανένα από τα εγκόσμια ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου – τότε έχει θέση και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά ούτε να υποχωρήσει στον ανθρώπινο φόβο όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατόρθωσαν οι άγιοι, οι οποίοι είπαν ότι «πειθαρχείν Θεώ μάλλον παρά ανθρώποις» ούτε να δειλιάσει από τον χλευασμό των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας , ώστε να νικηθεί από την περιφρόνηση τους. Εάν όμως θέλει να γνωρίσει ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθο αυτών που ακολουθούν τον Κύριο, ας ενθυμηθεί τον Απόστολο, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτό του και προς δική μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασιστεί στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλή Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον φαρισαίος, κατά ζήλον διωκών την Εκκλησία, κατά δικαιοσύνη την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος αλλ’ άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι διά τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και ηγούμαι (θεωρώ) πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι’ ον τα πάντα εζημιώθην και ηγούμαι σκύβαλα (ακαθαρσίες) είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Και πράγματι, – για να ειπώ κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινό. Εάν ο Απόστολος παρομοιάσει τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποια εποχή, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινε ως εμπόδια για την γνώση του Χριστού και την δικαιοσύνη αυτού και για την συμμόρφωσή μας προς τον θάνατο αυτού, τι θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους; Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσουμε τον λόγο με δικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότητα να παραθέσουμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσουμε την φοβισμένη ψυχή, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναται μου είναι μαθητής» και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «’Υπαγε, πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι». Αλλά και η παραβολή του εμπόρου είναι για κάθε συνετόν άνθρωπο σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί» λέγει «η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμο μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασε αυτόν». Είναι πράγματι φανερό, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθεί εδώ ως παρομοίωση της επουρανίου βασιλείας, την οποία ο λόγος του Κυρίου μας δείχνει ότι είναι αδύνατον να επιτύχουμε, εάν δεν θυσιάσουμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας και πλούτο και δόξα και οικογένεια και ό,τι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο. Έπειτα ο Κύριος διακήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθεί το επιζητούμενο όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες «ουδείς δύναται» είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν» και πάλιν «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Ένα θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξουμε, τον επουράνιο, ώστε σ’ αυτόν να έχουμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδιά σου έσται», λέγει ο Κύριος. Εάν λοιπόν αφήσουμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινο και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάβεται σ’ αυτά σαν σε βόρβορο, η ψυχή κατ’ ανάγκη δεν θα μπορεί να δει τον Θεό ούτε να κινηθεί προς επιθυμία του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμαστεί για εμάς. Την απόκτηση αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχουμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγεί να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζει τον κόπο που τα συνοδεύει.
Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξε ο λόγος, είναι λύση των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρουμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεό είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τιμίον πολύν» και με λίγα λόγια, μετάθεση της ανθρώπινης καρδίας προς την ουράνια πολιτεία, ώστε να μπορούμε να λέμε ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» και το ακόμη μεγαλύτερο, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστό, ο οποίος «δι’ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ών».
Εάν δεν κατορθώσουμε αυτή την ομοίωση, είναι αδύνατον να φθάσουμε στον κατά το Ευαγγέλιο του Χριστού τρόπο ζωής. Διότι πώς μπορεί να κατορθωθεί η συντριβή της καρδιάς ή η ταπείνωση του φρονήματος ή η απαλλαγή από το θυμό, από την λύπη, από τις φροντίδες και με ένα λόγο από τα ολέθρια πάθη της ψυχής μέσα στον πλούτο στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλληση και εξοικείωση με όλα αυτά; Πράγματι όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι΄ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποια λογική του επιτρέπει να συμπίγνεται, ως από αγκάθια, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας, είπε: «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται και ου τελεσφορούσιν (δεν καρποφορούν)». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.
Πράγματι τα χρήματα είναι το όργανο του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα την εμπαθή σου τέχνη, δηλαδή την γαστριμαργία και την καλοπέραση και έτσι θα μπορέσεις εύ7κολα να περικόψεις τον όγκο των χρημάτων σου. Είναι βαρύ, πιστεύω, ενώ υπάρχει αυτή η τέχνη να μην υπάρχει το όργανο. Διότι όποιος δεν απέβαλε το πρώτο, πως θα μπορέσει να εκδιώξει το δεύτερο; Γι΄ αυτόν το λόγο και ο Σωτήρ κατά την συζήτησή του με τον πλούσιο νεανία, δεν το προστάζει αμέσως να αποβάλει τα χρήματά του , αλλά προηγουμένως τον ρωτά εάν έχει τηρήσει τις εντολές του νόμου. Και όπως θα έκανε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τον ρωτά ο Κύριος: Εάν έμαθες τα γράμματα του αλφαβήτου, εάν διδάκτηκες τις συλλαβές, εάν έχεις μάθει τουλάχιστον τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και στην τελειότατην ανάγνωση δηλαδή «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρον ακολούθει μοι». Και νομίζω ότι εάν δεν έδινε την διαβεβαίωση ότι έχει εκτελέσει αυτά τα οποία του ζητήθηκαν, δεν θα τον προέτρεπε προς την ακτημοσύνη. Διότι πώς θα μπορούσε να προχωρήσει στην ανάγνωση, αφού δεν γνώριζε να συλλαβίζει;
Είναι τέλειο αγαθό η ακτημοσύνη, για όσους έχουν την δυνατότητα. Αυτοί που την υπομένουν, αισθάνονται στην σάρκα μίας στενοχωρία, στην ψυχή όμως έχουν άνεση. Όπως ακριβώς τα στερεά ενδύματα, εάν πατηθούν και περιστραφούν βίαια πλένονται και καθαρίζονται, έτσι και η δυνατή ψυχή με την εκούσια πτωχεία γίνεται πολύ σταθερή, αυτοί όμως που έχουν ασθενέστερο λογισμό παθαίνουν το αντίθετο. Διότι μόλις λίγο πεισθούν, καταστρέφονται σαν τα σχισμένα ενδύματα χωρίς να μπορούν να υπομείνουν την πλύση που προξενεί η αρετή. Και ενώ ένας είναι ο τεχνίτης, το τέλος των ενδυμάτων είναι διαφορετικό διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνο καθαρίζεται και ανανεώνεται.
Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει ότι η ακτημοσύνη είναι κειμήλιο αγαθό για όσους έχουν ανδρείο φρόνημα διότι αποτελεί χαλινό των πρακτικών αμαρτημάτων.
Πρώτα όμως πρέπει κανείς να εξασκηθεί με τους κόπους εννοώ την νηστεία, την χαμαικοιτεία και την λοιπήν άσκηση και με τον τρόπο αυτό να αποκτήση αυτή την αρετή. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, αλλά έσπευσαν αιφνιδίως να απορρίψουν την περιουσία τους ως επί το πλείστον μετανόησαν. Καλή λοιπόν η ακτημοσύνη, γι’ αυτούς που είναι συνηθισμένοι στις αρετές διότι αφού απέβαλαν όλα τα περιττά, στρέφουν το βλέμμα προς τον Κύριο, ψάλλοντας καθαρά το θείο εκείνο λόγιο το οποίο λέγει: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφή τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία (στην κατάλληλη στιγμή)». Και με άλλο τρόπο πάλι ωφελούνται από την αποβολή του πλούτου επειδή δεν έχουν τον νου τους στους θυσαυρούς της γης, ενδύονται την βασιλεία των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβεια αυτό που λέγει ο υμνωδός Δαυίδ: «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι (υπάκουος και χωρίς απαιτήσεις)». Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα κάνουν την εργασία τους και αρκούνται μόνο στις τροφές που έχουν ανάγκη για να ζήσουν, έτσι και οι εργάτες της ακτημοσύνης, θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνο για την καθημερινή τροφή που χρειάζεται το σώμα. Αυτοί κρατούν το θεμέλιο της πίστεως προς αυτούς έχει λεχθεί από τον Κύριο να μη μεριμνούν για το αύριο και ότι «τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Σε αυτά τα λόγια βασίστηκαν- αφού είναι λόγια του Θεού- και λέουν με παρρησία το γραφικό εκείνο λόγιο: «επίστευσα, διό ελάλησα».
Αλλά και ο εχθρός, από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλύτερη ήττα διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψει.
Επειδή οι περισσότερες από τις θλίψεις και τους πειρασμούς προέρχονται από τις χρηματικές ζημιές. Πράγματι τί έχει να κάνει στους ακτήμονες; Τίποτα. Να κάψει χωράφια; Δεν έχουν. Να αφανίσει τα ζώα τους; Ούτε από αυτά διαθέτουν. Να κάνει κακό στα φίλτατα τους πρόσωπα, αλλά και αυτά τα αποχαιρέτησαν προ πολλού. Είναι μέγιστη λοιπόν η μάστιγα κατά του εχθρού και πολύτιμος θησαυρός για την ψυχή η ακτημοσύνη.
Αυτά σας τα λέγω για να σας ασφαλίσω από τον εχθρό. Δεν αρμόζουν όμως οι λόγοι μου σε όλους, αλλά μόνο σε αυτούς που επιθυμούν τον μοναχικό βίο. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι κατάλληλος μία και η αυτή τροφή για όλα τα ζώα, έτσι και σε όλους τους ανθρώπους δεν συμφέρει ο ίδιος λόγος. «Ου δει γαρ οίνον νέον», λέγει, «βάλειν εις ασκούς παλαιούς». Πράγματι, διαφορετικά διατρέφονται εκείνοι που εμφορούνται από την επιθυμία της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά εκείνοι που γεύονται την ασκητική και πρακτική ζωή, διαφορετικά δε, κατά τη δύναμή τους, εκείνοι που ζουν στον κόσμο και επιδιώκουν τα έργα της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή από τα ζώα άλλα μεν ζουν στη ξηρά, άλλα στο νερό και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι άλλοι μεν κατέχουν το μέσο τρόπο όπως τα χερσαία, άλλοι δε ατενίζουν προς τα ύψη σαν τα πετεινά, άλλοι δε έχουν καλυφθεί από τα ύδατα των αμαρτιών όπως τα ψάρια διότι λέγει: «Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και κατεπόντισε με καταιγίς πολλών αμαρτημάτων».
Και αυτή μεν είναι η φύσις των ζώων εμείς όμως αναπτερωμένοι σαν τους αετούς, ας ανέλθουμε στα ψηλότερα και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα» ας γίνουμε κύριοι εκείνου που κάποτε ήταν άρχοντας. Αυτό όμως θα το επιτύχουμε εάν όλη μας τη διάνοια την προσφέρουμε στον Σωτήρα. Ο πόθος αυτής της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεό των όλων είναι που παρακινεί όσους θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογή του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης. Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες και ακολουθώντας το πατερικό απόφθευγα: «ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης» καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται αποκλειστικά στον μεγαλειώδη αγώνα της ενώσεως με τον Θεό.
Αυτή την οδό ακολούθησαν όλοι οι πατέρες του μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων ας αναφέρουμε τον ηγέτη και καθηγητής της ερήμου Αντώνιο τον Μέγα ο οποίος από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτό τον προβληματισμό. Δεν ήταν ακόμη είκοσι ετών όταν καθώς πήγαινε μια μέρα προς το ναό συγκέντρωσε το νού του και περπατώντας συλλογιζόταν πως οι μεν Αποστόλοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε χριστιανοί των Πράξεων πωλούσαν τα υπάρχοντά τους και τα έφερναν και τα έφερναν μπροστά στα πόδια των Αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους έχουν ανάγκη, ποια δε και πόση αμοιβή τους αναμένει στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν σκεπτόταν αυτά εισήλθε στην Εκκλησία, και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμή εκείνη το Ευαγγέλιο άκουσε τότε τον Κύριο να λέγει προς τον πλούσιο: «Ει θέλεις τέλειος είναι ύπαγε, πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ». Και ο Αντώνιος, επειδή είχε ως από θείο χάρισμα ζωντανή μέσα του την μνήμη των αγίων, σαν να έγινε μόνο γι’ αυτό το ανάγνωσμα, εξήλθε αμέσως από την Εκκλησία και τα μεν κτήματα που είχε από τους προγόνους του (ήσαν περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα χάρισε στους συγχωριανούς του, για να μην ενοχλήσουν σε τίποτα αυτό και τη μικρή του αδελφή με την οποία έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο των γονέων του.
Όσα δε άλλα είχαν κινητά τα πώλησε όλα και αφού τα συγκέντρωσε αρκετά χρήματα τα έδωσε στους πτωχούς κρατώντας μόνο λίγα για την αδελφή του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησία άκουσε να λέγει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο: «Μη μεριμνήσετε περί την αύριον» δεν άντεξε τότε να περιμένει άλλο, και αφού εξήλθε μοίρασε και εκείνα στους πτωχούς. Ενεπιστεύθει την αδελφή του σε γνωστές και έμπειρες παρθένους και αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να ανατρέφεται, άρχισε ο ίδιος την ζωή της ασκήσεως πλησίον της οικίας του, προσέχοντας στον εαυτό του και ζώντας με καρτερία και υπομονή.
Αργότερα ο πόθος που είχε προς το Θεό τον οδήγησε στην βαθύτερη έρημο όπου κατέστει φωστήρ της οικουμένης…. Αλλά και το ότι η φήμη του είχε επεκταθεί παντού και θαυμαζόταν μεν από όλους, τον αγαπούσαν δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν δει, είναι γνώρισμα της αρετής του και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος, καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα ούτε από την ανθρώπινη σοφία ούτε από κάποια τέχνη, αλλά μόνο από την θεοσέβείαν του. Και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού. Διότι πως, ενώ ήταν κρυμμένος και διέμενε στο όρος, θα γινόταν πασίγνωστος και στην Ισπανία και στην Γαλλία και στην Αφρική, εάν δεν είχε μέσα του το Θεό, ο οποίος κάνει γνωστούς παντού τους δικούς του ανθρώπους και μάλιστα το είχε υποσχεθεί αυτό και στον Αντώνιο από την αρχή; Και αν αυτοί αποκρύπτουν τη ζωή και τις πράξεις τους και αν επιδιώκουν να διαφεύγουν της προσοχής των ανθρώπων, ο Κύριος όμως τους προβάλλει ενώπιον όλων ωσαν φώτα, ώστε και με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν όσοι πληροφορούνται περί αυτών ότι οι εντολές είναι δυνατόν να κατορθωθούν και έτσι να αυξάνουν τον ζήλο τους για την οδό της αρετής.
Αυτά όλα ας τα ακούσουν και οι άλλοι αδελφοί για να μάθουν ποιος πρέπει να είναι ο βίος των μοναχών και να πεισθούν ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν» και εκείνους που τον υπηρετούν μέχρι τέλους όχι μόνο στην Βασιλεία των Ουρανών τους οδηγεί, αλλά και στην παρούσα ζωή, μολονότι αυτοί κρύπτονται και προσπαθούν συνεχώς να αναχωρούν, τους καθιστά παντού φανερούς και περιβόητους τόσο για την αρετή τους όσο και για την ωφέλεια που προξενούν στους άλλους.
Και εάν χρειαστεί, ας αναγνωσθούν αυτά και στους Εθνικούς, ώστε να αντιληφθούν έστω και με αυτό τον τρόπο, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όχι μόνο Θεός είναι και Υιός του Θεού, αλλά ότι και εκείνοι που τον λατρεύουν γνήσια και πιστεύουν σ’ Αυτόν ευσεβώς, δηλαδή οι χριστιανοί, αποδεικνύουν εμπράκτως ότι οι δαίμονες, τους οποίους αυτοί οι ειδωλολάτρες θεωρούν ως Θεούς, όχι μόνο δεν είναι Θεοί, αλλά και καταπατούνται και καταδιώκονται από αυτούς ως πλάνοι και φθορείς των ανθρώπων «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»