Κυριακή των Βαΐων, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ιω. ιβ’ 1-18, (1-4-2018)
Πρωτότυπο Κείμενο
Προ έξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος εις ην εκ των ανακειμένων συν αυτώ. Η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού· η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. Λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι. Διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; Είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ’ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. Είπεν ουν ο Ιησούς· Άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστί, και ήλθον ου διά τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν. Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ, και εκραύγαζον· «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, βασιλεύς του Ισραήλ». Ευρών δε ο Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ’ αυτό, καθώς εστί γεγραμμένον· Μη φοβού, θύγατερ Σιών· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου. Ταύτα δε ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, αλλ’ ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ην επ’ αυτώ γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτώ. Εμαρτύρει ουν ο όχλος ο ών μετ’ αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. Διά τούτο και υπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον.
Νεοελληνική Απόδοση
Έξι μέρες πριν από το Πάσχα ήρθε ο Ιησούς στη Bηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος που είχε πεθάνει και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη Του δείπνο, και η Mάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Iησού στο δείπνο. Tότε η Mαρία πήρε μία φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου και άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του και όλο το σπίτι γέμισε από την ευωδία του μύρου. Λέει τότε ο Iούδας ο Iσκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει: «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;» Αυτό το είπε, όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και ,καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. Είπε τότε ο Iησούς: «Άφησέ την ήσυχη αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί, πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε. Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλης, έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού. Tην άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Iεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: «Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ! ». Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: «Mη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη Σιών να που έρχεται σε σένα ο βασιλιάς σου σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος». Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του, όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό, τι είχε γράψει γι’ εκείνον η Γραφή, αυτά του έκαναν. Όλοι, λοιπόν εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει. Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο.
Σχολιασμός
Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα κατά την οποία η εκκλησία μας τιμά «την λαμπράν και ένδοξον πανήγυριν της εις Ιερουσαλήμ εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Συναξάριον Μηναίου Κυριακής των Βαΐων), προέρχεται από το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, 12ο κεφάλαιο στίχους 1 έως και 18. Στο συγκεκριμένο εδάφιο γίνεται περιγραφή δύο γεγονότων. Το πρώτο γεγονός είναι το δείπνο στο οποίο παρακάθισε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός με τους Μαθητές Του, μετά από την «έγερσιν του αγίου και δικαίου, φίλου του Χριστού, Λαζάρου του τετραημέρου» (Συναξάριον Μηναίου Σαββάτου του Λαζάρου). Το δείπνο αυτό παρατίθεται στο σπίτι των αδελφών του Λαζάρου, Μάρθας και Μαρίας. Το δεύτερο γεγονός που περιγράφεται είναι η είσοδος του Κυρίου μας στα Ιεροσόλυμα επί πώλου όνου. «Εισερχομένου σου Κύριε, εις την αγίαν πόλιν, επί πώλου καθήμενος,…» (Ιδιόμελο της Λιτής Μεσονυκτικού, Κυριακής Βαΐων, πρωί). Χρονικά τα δύο αυτά γεγονότα τοποθετούνται έξι ημέρες πριν από το εβραϊκό πάσχα, δηλαδή το τελευταίο Σάββατο και την τελευταία Κυριακή πριν από τη σύλληψη του Χριστού. Το εβραϊκό πάσχα αποτελούσε ανάμνηση του γεγονότος της Εξόδου και διάβασης της Ερυθράς θάλασσας από τον Ισραηλιτικό λαό. Τη διάβαση από τη δουλεία των Αιγυπτίων στην ελευθερία.
Μέσα και από αυτή την περικοπή, αναφύεται το θέμα της παγκοσμίου εμβέλειας του κηρύγματος του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Αυτό συγκεκριμένα διαφαίνεται στο εξής, την επομένη μέρα μετά το δείπνο στο σπίτι του Λαζάρου, πραγματοποιήθηκε η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου μας στην πόλη των Ιεροσολύμων. Κατά την είσοδο αυτή, επιφυλάχτηκε θερμή υποδοχή από όχλο πολύ, ο οποίος μαζεύτηκε στην Ιερουσαλήμ ένεκα της εορτής του πάσχα. «Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ» [Tην άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν] (Ιω. 12, 12-13).
Το πλήθος αυτό, οι προσκυνητές, είχαν συρρεύσει στην πόλη από όλες τις περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες, για τον εορτασμό του πάσχα. Η υποδοχή αυτή σήμαινε ότι το κήρυγμα του Χριστού δεν περιορίζεται στα όρια της Παλαιστίνης, αλλά λαμβάνει παγκόσμιο χαρακτήρα.
Η υποδοχή αυτή αιτιολογείται κατά ποικίλους τρόπους. Πρώτος και εμφανέστατος λόγος είναι ο απόηχος και η έκπληξη που είχε προκαλέσει το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου. «Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστί, και ήλθον ου διά τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν» [Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλης, έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού] (Ιω. 12, 9-11).
Ήδη όμως στην γενική αντίληψη του κόσμου είχε εγκαθιδρυθεί η άποψη ότι ο Ιησούς «ούτος εστίν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον» (Ιω. 6,14) και για τούτο ακριβώς το λόγο κατά την είσοδο στην Ιερουσαλήμ, ο όχλος αναφωνούσε «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», βασιλεύς του Ισραήλ» [Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!] (Ιω. 12,13).
«Ο «πλείστος όχλος» (Μτθ. 21,8), οι «πολλοί» (Μρκ. 11,8) και «άπαν το πλήθος των Μαθητών» (Λκ. 19,37), δηλαδή όλοι, πήραν κλαδιά φοινίκων και έστρωσαν ρούχα για να περάσει ο Χριστός. Ακόμη και μικρά παιδιά επευφημούσαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το γεγονός αυτό το θεωρεί μέγιστο θαύμα, γιατί ο όχλος και οι αμαθείς, τα νήπια και τα παιδιά, θεολογούσαν και αναγνώριζαν το Χριστό ως Θεό. Επευφημούσαν το Χριστό, όπως οι αγγέλοι τον Κύριο» (Ιωήλ Φραγκάκη, Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, Ο επιούσιος άρτος, Α΄, Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, σ. 559, Αποστολική Διακονία, 2009).
Βρισκόμαστε χρονικά και εμείς λίγες ημέρες πριν από το χριστιανικό Πάσχα. Όπως το εβραϊκό πάσχα ήταν η διάβαση, το πέρασμα, από τη σκλαβιά στην ελευθερία, έτσι και το χριστιανικό Πάσχα είναι το πέρασμα από τη δουλεία του εχθρού στην αληθινή ελευθερία και μακαριότητα που ο Χριστός, μας πρόσφερε διά του Πάθους και της Αναστάσεώς Του. Ο Χριστός έρχεται προς το Πάθος, τη δόξα του Σταυρού και της Αναστάσεως. Το ερώτημα είναι, εμείς πως θα Τον υποδεχτούμε; Ας αφήσουμε τον υμνωδό να εκφράσει αυτό ακριβώς το ερώτημα και παράλληλα να μας δώσει και την απάντηση, με το εξής ιδιόμελο των αίνων του όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας: «Ερχόμενος ο Κύριος, προς το εκούσιον πάθος, τοις Αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ ˙ Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και παραδοθήσεται ο Υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού. Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ, και συσταυρωθώμεν, και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν, ταις του βίου ηδοναίς ˙ ίνα και συζήσωμεν αυτώ, και ακούσωμεν βοώντος αυτού ˙ Ουκέτι εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, διά το παθείν, αλλά αναβαίνω προς τον Πατέρα μου, και Πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών ˙ και συνανηψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ, εν τη Βασιλεία των Ουρανών» [Ενώ ο Κύριος βάδιζε προς το Πάθος, το οποίο θα υφίστατο με τη θέλησή Του, έλεγε καθ’ οδόν στους Αποστόλους: Ιδού αναβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί, όπως έχει γραφεί για αυτό. Εμπρός λοιπόν και εμείς, αφού καθαρίσουμε το μυαλό μας, ας βαδίσουμε μαζί με Αυτόν και ας σταυρωθούμε μαζί Του και χάριν Αυτού ας νεκρώσουμε τον εαυτό μας ως προς τις ηδονές της ζωής, για να ζήσουμε αιωνίως μαζί με Αυτόν και να Τον ακούσουμε να λέει: Δεν αναβαίνω πλέον εις την επίγειο Ιερουσαλήμ για να υποστώ θυσία, αλλά αναβαίνω εις τον ουράνιο Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας και ανυψώνω μαζί μου και εσάς στην Άνω Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στη Βασιλεία των ουρανών]. Καλή Ανάσταση.