Κυριακή των Βαΐων
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Σήμερα, την ημέρα των Βαΐων στεκόμαστε με δέος και θαυμασμό μπροστά σ’ αυτό που συνέβη, στο πως οι Ιουδαίοι δεν μπόρεσαν να συναντήσουν τον Χριστό, γιατί τον συνάντησαν με την φαντασία ότι Εκείνος είναι ένας ένδοξος βασιλιάς που θα μπορούσε να αναλάβει την εξουσία τώρα με κάθε ισχύ, να επικρατήσει και να καταρρίψει τους αλλόθρησκους, τους Ρωμαίους που είχαν κατακτήσει την χώρα τους, και που θα μπορούσε να επανιδρύσει ένα Βασίλειο, ένα επί γης βασίλειο του Ισραήλ. Ξέρουμε ότι Εκείνος δεν ήρθε γι’ αυτό, ήρθε για να ιδρύσει ένα Βασίλειο που δεν θα έχει τέλος, ένα βασίλειο αιώνιο, ένα Βασίλειο που δεν θα είναι ανοιχτό σ’ ένα έθνος, αλλά σε όλα τα έθνη, ένα βασίλειο που θα βασιζόταν στη ζωή και τον θάνατο του Υιού του Θεού που έγινε υιός του ανθρώπου.
Η Μ. Εβδομάδα είναι απ’ την αρχή ως το τέλος μία περίοδος τρομερής σύγχυσης. Οι Ιουδαίοι συναντούν τον Χριστό στις πύλες της Ιερουσαλήμ επειδή περιμένουν από Εκείνον έναν θριαμβευτή στρατιωτικό ηγέτη, αλλά Εκείνος θα έρθει για να πλύνει τα πόδια των μαθητών Του, να δώσει την ζωή Του για τον κόσμο, αλλά όχι για να κατακτήσει με βία και δύναμη. Κι αυτοί, οι ίδιοι άνθρωποι που Τον πλησίαζαν φωνάζοντας « Ωσαννά, Υιέ Δαυίδ» σε λίγες μέρες θα φωνάξουν «Σταυρωθήτω, σταυρωθήτω» επειδή πρόδωσε τις προσδοκίες τους. Αυτοί προσδοκούσαν έναν επίγειο νικητή και αυτός που βλέπουν είναι ένας νικημένος βασιλιάς. Τον μισούν για την ματαίωση όλων των ελπίδων τους.
Αυτό δεν είναι τόσο ξένο για μας στις μέρες μας. Πόσοι είναι εκείνοι που απομακρύνονται με έχθρα από τον Χριστό γιατί τους απογοήτευσε στην μία η στην άλλη ελπίδα τους. Θυμάμαι μία γυναίκα που ήταν πιστή όλη την ζωή της, και όταν ο εγγονός της πέθανε- ένα μικρό αγόρι- μου είπε: «Δεν πιστεύω πια στον Θεό• πως μπόρεσε να μου πάρει τον εγγονό μου;». Κι εγώ της είπα: «Άλλα πιστεύατε, ενώ πέθαιναν χιλιάδες, μυριάδες άνθρωποι…» Με κοίταξε και μου είπε: «Μα γιατί έγινε αυτό σε μένα; Δεν μ’ ενδιαφέρει, αυτά δεν ήταν παιδιά μου».
Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και σε μας σε μικρότερο βαθμό τόσο συχνά που αμφιταλαντευόμαστε στην πίστη μας, στην εμπιστοσύνη προς τον Θεό, όταν κάτι που περιμένουμε από Εκείνον να κάνει για μας, δεν γίνεται, όταν Εκείνος δεν γίνεται ο Υπάκουος υπηρέτης μας, κι όταν προβάλλουμε την επιθυμία μας, Εκείνος δεν λέει «Αμήν» και δεν την πραγματοποιεί. Άρα δεν είμαστε τόσο ξένοι από εκείνους τους ανθρώπους που συνάντησαν τον Χριστό στις πύλες της Ιερουσαλήμ και μετά στράφηκαν μακριά Του.
Και τώρα, μπαίνουμε στην Μ. Εβδομάδα. Πως αντικρίζουμε αυτά τα γεγονότα; Νομίζω πως οφείλουμε να μπούμε στην Μ. Εβδομάδα όχι σαν θεατές, όχι απλά διαβάζοντας τα σχετικά αποσπάσματα του Ευαγγελίου, πρέπει να μπούμε σαν να είμαστε μέτοχοι των γεγονότων, αλήθεια, διαβάζουμε γι’ αυτά, αλλά θάπρεπε να μπερδευτούμε με το πλήθος που περιβάλλει τον Χριστό και να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας: «που βρίσκομαι μέσα σ αὐτὸ το πλήθος; Είμαι ένας απ’ αυτούς που λένε: «Ωσαννά, Υιέ Δαυίδ»; Είμαι μήπως απ’ τους περιθωριακούς που κραυγάζουν «Σταύρωσον αυτόν»; Είμαι κάποιος απ’ τους μαθητές που πίστευαν μέχρι την ώρα που ο έσχατος κίνδυνος φάνηκε να έρχεται; Θυμάστε ότι στον κήπο της Γεσθημανή τρεις από τους μαθητές είχαν επιλεγεί για να Του συμπαρασταθούν στις ώρες της υπέρτατης αγωνίας Του, αλλά δεν το έκαναν, ήταν κουρασμένοι, είχαν χάσει το θάρρος τους κι αποκοιμήθηκαν. Τρεις φορές ήρθε σ’ αυτούς, τρεις φορές ήταν μακρυά Του.
Δεν συναντάμε τον Χριστό κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, αλλά συναντάμε τόσους ανθρώπους που είναι σε αγωνία, όχι μόνο γιατί πεθαίνουν σωματικά, …κι αυτό συμβαίνει σε φίλους, σε συγγενείς, σε ανθρώπους γύρω μας που αγωνιούν με τον ένα η τον άλλο τρόπο. Είμαστε ζωντανοί, γεμάτοι ενδιαφέρον γι’ αυτούς, έτοιμοι να τους βοηθήσουμε, στεκόμαστε δίπλα τους, η αποκοιμιόμαστε, που σημαίνει αποσυρόμαστε, γυρνάμε την πλάτη, τους αφήνουμε σε αγωνία, στον φόβο, στην αθλιότητά τους; Και δεν θα μιλήσω για τον Ιούδα, γιατί κανένας μας δεν έχει πρόθεση να προδώσει τον Χριστό μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά δεν τον προδίδουμε όταν απομακρυνόμαστε από τις εντολές Του; Όταν λέει: «Σας δίνω παράδειγμα, ν’ ακολουθήσετε..» κι εμείς κουνάμε τα κεφάλια μας και λέμε: «Όχι θέλω μόνο ν’ ακολουθήσω τις επιθυμίες της καρδιάς μου.» Ας σκεφτούμε τον Πέτρο, τον δυνατότερο, εκείνον που μπορούσε να μιλά εκ μέρους των υπολοίπων, όταν έφθασε να ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του, η μάλλον όχι την ζωή του, απλά ν’ απορριφθεί, γιατί κανείς δεν θέλησε να τον σκοτώσει, αρνήθηκε τον Χριστό τρεις φορές.
Εμείς τι κάνουμε, όταν έχουμε τέτοια πρόκληση, όταν κινδυνεύουμε να μας κοροϊδέψουν, να γελοιοποιθούμε, να μας απομονώσουν φίλοι και γνωστοί που σηκώνουν τους ώμους και λένε: «Α, Χριστιανός; Και πιστεύεις ότι ο Χριστός είναι Θεός, πιστεύεις στο Ευαγγέλιό Του, πιστεύεις ότι θα είναι στο πλάι σου; Πόσο συχνά…! Ω, ας μην πούμε: «Δεν είμαι…» αλλά ας πούμε: «Ναι, είναι δόξα μου, κι αν θέλεις να Τον σταυρώσεις, αν θέλεις να Τον απορρίψεις, απόρριψε κι εμένα επίσης επειδή επιλέγω να σταθώ στο πλευρό Του, είμαι μαθητής Του ακόμα κι αν με απορρίψουν, ακόμα και αν δεν μου επιτρέψεις να μπω στο σπίτι σου ξανά».
Ας σκεφτούμε το πλήθος στον Γολγοθά. Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν όργανα στην καταδίκη Του, Τον περιγέλασαν, είχαν πάρει την νίκη τους, τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Ακόμα υπήρχαν οι στρατιώτες, οι στρατιώτες που Τον Σταύρωσαν• είχαν σταυρώσει αμέτρητους ακόμα ανθρώπους, έκαναν την δουλειά τους. Δεν τους ένοιαζε ποιόν σταύρωναν. Κι ο Χριστός προσευχόταν γι’ αυτούς: «Συγχώρησε τους Πατέρα, δεν ξέρουν τι κάνουν…» Δεν σταυρωνόμαστε μεν με φυσικό τρόπο, αλλά λέμε: «Συγχώρησε Πατέρα μου, όλους αυτούς που μας προσβάλλουν, μας απορρίπτουν, που σκοτώνουν την χαρά και σκοτεινιάζουν τις ζωές μας..» Το κάνουμε; Όχι δεν το κάνουμε. Αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας σ’ αυτούς τους σταυρωτές;
Και έπειτα υπήρχε ένα πλήθος ανθρώπων που κατέκλυσαν την πόλη για να δουν έναν άνθρωπο να πεθαίνει, με μία τρελλή περιέργεια, που πιέζει τόσους από μας να γινόμαστε περίεργοι, για όσους υποφέρουν, για όλους εκείνους που αγωνιούν. Θα πείτε, δεν συμβαίνει; Ρωτήστε τον εαυτό σας, πως βλέπετε τηλεόραση, πόσο παθιασμένα βλέπετε τα όσα τρομερά συμβαίνουν στην Σομαλία, στο Σουδάν, στην Βοσνία και όποια άλλη χώρα. Τα βλέπετε με ραγισμένη καρδιά; Είναι ότι δεν μπορείτε να υπομείνετε τον τρόμο, αλλά στρέφεστε στον Θεό με προσευχή, και δίνετε, δίνετε γενναιόδωρα ο,τι μπορείτε για να περιοριστεί η πείνα και η μιζέρια; Έτσι είναι; Όχι, είμαστε οι ίδιοι που πήγαν στον Γολγοθά για να δουν κάποιον να πεθαίνει. Περιέργεια, ενδιαφέρον; Ναι, αλίμονο.
Υπήρχαν ακόμα κι εκείνοι που ήλθαν με την ελπίδα ότι Εκείνος θα πεθάνει• επειδή όταν Εκείνος πεθάνει στον Σταυρό, εκείνοι θα ελευθερωθούν από το τρομερό μήνυμα που Εκείνος φέρνει• ότι οφείλουμε να αγαπάμε τον άλλο, έτσι που να είμαστε έτοιμοι και να πεθάνουμε γι’ αυτόν. Αυτό το μήνυμα της σταυρωμένης, θυσιαστικής αγάπης, θα μπορούσε να καταργηθεί διαπαντός, και για όλους. Κι αν Εκείνος που το κηρύττει, πεθάνει, θα αποδειχθεί ότι Εκείνος είναι ένας ψευδοπροφήτης, ένας ψεύτης.
Κι ακόμα, υπήρχαν κι εκείνοι που ήρθαν με την ελπίδα ότι θα κατέβει από τον Σταυρό, κι ότι τότε θα μπορούσαν να είναι πιστοί χωρίς ρίσκο, θα ενωθούν με την «μερίδα» των νικητών. Δεν τους μοιάζουμε τόσο συχνά;
Κι έπειτα το σημείο που πολύ δύσκολα τολμάμε ν αντικρύσουμε την Μητέρα του θυσιαζόμενου Υιού του Θεού, η μητέρα του Ιησού, σιωπηλή, προσφέροντας τον θάνατό Του για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους, σιωπηλά, σβήνοντας μαζί Του, ώρα την ώρα, και ο μαθητής που γνώριζε με τον νεανικό τρόπο, πως ν’ αγαπά τον Κύριό του, στεκόμενος με φόβο, κοιτάζοντας τον Κύριό του να πεθαίνει και την Μητέρα ν’ αγωνιά. Νοιώθουμε έτσι όταν διαβάζουμε το Ευαγγέλιο, νοιώθουμε την αγωνία στους ανθρώπους γύρω μας;
Ας μπούμε στην Μ. Εβδομάδα με σκοπό όχι να είμαστε θεατές όσων συμβαίνουν, ας μπερδευτούμε με το πλήθος και σε κάθε βήμα ας ρωτάμε τον εαυτό μας: ποιός είμαι μέσα σ’ αυτό το πλήθος; Είμαι η Μητέρα; Είμαι ο μαθητής; Είμαι ένας από τους σταυρωτές; Και θα μπορέσουμε να φθάσουμε στην ημέρα της Ανάστασης μαζί μ’ αυτούς για τους οποίους ήταν πραγματικά η ζωή και η ανάσταση• όταν η απελπισία είχε φύγει, ήρθε η νέα ελπίδα, ο Θεός είχε νικήσει. Αμήν.
Απόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr
Πρωτότυπο Κείμενο
Palm Sunday
4 April 1993
In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost.
Today, in the day of Palms we stand in awe and amazement before what is happening in a way in which the Jews of Jerusalem could not meet Christ because they met Him imagining that He was the glorious king who would now take over all power, conquer and reject the heathen, the Romans who were occupying their country, that He would re-establish a kingdom, an earthly kingdom of Israel. We know that He had not come for that, He had come to establish a Kingdom that will have no end, a Kingdom of eternity, and the Kingdom that was not open only to one nation but was open to all nations, and the Kingdom that was to be founded on the life and on the death of Jesus Christ, the Son of God become the Son of man.
And Holy Week is from one end to another a time of tragic confusion. The Jews meet Christ at the gates of Jerusalem because they expect of Him a triumphant military leader, and He comes to serve, to wash the feet of His disciples, to give His life for the people but not to conquer by force, by power. And the same people who meet Him shouting, “Hosanna to the Son of David!” in a few days will shout, “Crucify Him, crucify Him!” because He has betrayed their expectations. They expected an earthly victory and what they see is a defeated king. They hate Him for the disappointment of all their hopes.
And this is not so alien to us in our days. How many are those people who have turn away in hatred from Christ because He has disappointed one hope or another. I remember a woman who had been a believer for all her life and whose grandson died, a little boy, and she said to me, “I don’t believe in God anymore. How could He take my grandson?” And I said to her, “But you believed in God while thousands and thousands and millions of people died.” And she looked at me and said, “Yes, but what did that do to me? I didn’t care, they were not my children.” This is something that happens to us in a small degree so often that we waver in our faith and in our faithfulness to God when something which we expect Him to do for us is not done, when He is not an obedient servant, when we proclaim our will, He does not say, “Amen,” and does not do it. So it is not so alien that we are from those who met Christ at the gates of Jerusalem and then turned away from Him.
But we are entering now in Holy Week. How can we face the events? I think we must enter into Holy Week not as observers, not reading the passages of the Gospel which are relevant, we must enter into Holy Week as though we were participants of the events, indeed read of them but then mix in the crowd that surrounds Christ and ask ourselves, Who am I in this crowd? Am I one of those who said, ‘Hosanna to the Son of David!’? And am I now on the fringe of saying, ‘Crucify him’? Am I one of the disciples who were faithful until the moments of ultimate danger came upon them? You remember that in the Garden of Gethsemane three disciples had been singled out for Christ to support Him at the hour of His supreme agony, and they did not, they were tired, they were desponded and they fell asleep. Three times He came to them for support, three times they were away from Him.
We do not meet Christ in the same circumstances but we meet so many people who are in agony, not only dying physically, and that also happens to our friends, our relatives, people around us, but are in agony of terror one way or another. Are we there awake, alive, attentive to them, ready to help them out, and if we can’t help, to be with them, to stand by them or do we fall asleep, that is, contract out, turn away, leave them in their agony, their fear, their misery. And again I am not speaking of Judas because no-one of us is aware of betraying Christ in such a way, but don’t we betray Christ when we turn away from all His commandments? When He says, “I give you an example for you to follow,” and we shake our heads and say, “No, I will simply follow the devices of my own heart.” But think of Peter, apparently the strongest, the one who spoke time and again in the name of others, when it came to risking his life, not his life, to be rejected simply, because no-one was about to kill him, he denied Christ three times.
What do we do when we are challenged in the same way, when we are in danger of being mocked and ridiculed and put aside by our friends or our acquaintances who shrug their shoulders and say, “A Christian? And you believe in that? And you believe that Christ was God, and you believe in His Gospel, and you are on His side?” How often? O, we don’t say, “No, we are not,” but do we say, “Yes, it is my glory, and if you want to crucify Him, if you want to reject Him, reject me too because I choose to stand by Him, I am His disciple, even if I am to be rejected, even if you don’t let me into your house anymore.”
And think of the crowd on Calvary. There were people who had been instrumental in His condemnation, they mocked Him, they had won their victory, so they thought at least. And then there were the soldiers, the soldiers who crucified Him, they had crucified innumerable other people, they were doing their job. It didn’t matter to them whom they crucified. And yet Christ prayed for them, “Forgive them, Father, they don’t know what they are doing.” We are not being crucified physically, but do we say, “Forgive, Father, those who offend us, who humiliate us, who reject us, those who kill our joy and darken our life in us.” Do we do that? No, we don’t. So we must recognise ourselves in them also.
And then there was a crowd of people who had poured out to the city to see a man die, the fierce curiosity that pushes so many of us to be curious when suffering, agony comes upon people. You will say, it doesn’t happen? Ask yourself how you look at television and how eagerly, hungrily you look at the horrors that befall Somalia, the Sudan, Bosnia and every other country. Is it with a broken heart? Is it that you can not endure the horror and turn in prayer to God and then give, give, give generously all you can give for hunger and misery to be alleviated? Is it? No, we are the same people who came out on Calvary to see a man die. Curiosity, interest? Yes, alas.
And then there were those who had come with the hope that He will die because if He died on the cross, then they were free from this terrifying, horrible message He had brought that we must love one another to the point of being ready to die for each other. That message of the crucified, sacrificial love could be rejected once and for all if He who preached it, died, and it was proved that He was a false prophet, a liar.
And then there were those who had come in the hope that He will come down from the cross, and then they could be believers without any risk, they would have joint the victorious party. Aren’t we like that so often?
And then there is a point to which we hardly should dare turn our eyes – the Mother of the Incarnate Son of God, the Mother of Jesus silent, offering His death for the salvation of mankind, silent and dying with Him hour after hour; and the disciple who knew in a youthful way how to love his master, standing by in horror, seeing his Master die and the Mother in agony. Are we like this when we read the Gospel, are we like this when we see the agony of men around us?
Let us therefore enter in this Holy Week in order not to be observers of what happened then, let us enter into it mixed with the crowd and at every step ask ourselves, who am I in this crowd? Am I the Mother? Am I the disciple? Am I one of the crucifiers? And so forth. And then we will be able to meet the day of the Resurrection together with those to whom it was life and resurrection indeed, when despair had gone, new hope had come, God had conquered. Amen.