Κυριακή ΙΔ΄ Ματθαίου Αποστ. Ανάγνωσμα: Β΄ Κορ. α’ 21- β’ 4 (2-9-2018)
Σεραπίωνος Θεμιστοκλέους, θεολόγου
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. ᾿Εγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε. ῎Εκρινα δὲ ἑμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. Εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; Καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, ο Θεός, που στερεώνει και εμάς και εσάς στο Χριστό και μας έχρισε λαό του, είναι ο ίδιος που με τη σφραγίδα του μας εγγυάται το μέλλον και σαν πρόγευσή του δίνει μέσα στις καρδιές μας το Πνεύμα. Μάρτυς μου ο Θεός, που γνωρίζει τα βάθη της ψυχής μου ότι δεν λέω ψέματα. Δεν ξανάρθα στην Κόρινθο, για να μη σας λυπήσω. Αυτό δεν σημαίνει πως θέλω να σας επιβληθώ σε ζητήματα της πίστεως, γιατί σ’ αυτό μένετε σταθεροί. Επειδή όμως θέλω να συμβάλω στη χαρά σας. Γι’ αυτό έκρινα σωστό να μη σας φέρω λύπη, όταν θα ’ρθω ξανά κοντά σας. Γιατί, αν εγώ σας προκαλώ λύπη, τότε θα πρέπει να παίρνω χαρά από κείνους που στενοχωρώ. Γι’ αυτό σας έγραψα όπως σας έγραψα, ώστε όταν έρθω να μη δοκιμάσω λύπη από κείνους που έπρεπε να μου δώσουν χαρά. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως όλοι σας πιστεύετε ότι η δική μου χαρά είναι χαρά όλων σας. Σας έγραψα με πολλή οδύνη, με πόνο στην καρδιά και με πολλά δάκρυα, όχι για να σας στενοχωρήσω, αλλά για να γνωρίσετε την περίσσια αγάπη που έχω για σας.
Σχολιασμός
Στο πιο πάνω αποστολικό ανάγνωσμα ο αποστολέας της επιστολής, απόστολος Παύλος, εκδηλώνει τον πλούτο της καρδιάς του, συμβουλεύει και εξηγεί τον λόγο για τον οποίο δεν κατάφερε να επισκεφθεί τα πνευματικά του τέκνα της εκκλησίας της Κορίνθου. Αρχικά ο απόστολος τονίζει, ότι χωρίς τη βοήθεια του παντοδύναμου Θεού ο άνθρωπος από μόνος του δεν μπορεί να επιτύχει τίποτα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την σωτηρία της ψυχής του. Ο Θεός έχρισε και σφράγισε στις καρδιές μας τον «αρραβώνα» του Αγίου Πνεύματος. Συγκεκριμένα, με τη χρήση του όρου αρραβών ο απ. Παύλος επιθυμεί να τονίσει ότι ο Θεός μας καλεί σε μία ισχυρή σχέση και δέσμευση όπως ένας αρραβώνας, δίνοντας μας τα πάντα.
Ακολούθως, ομιλεί για το χρίσμα το οποίο παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη και τη χρίση των προφητών, βασιλέων και ιερέων από το Άγιο Πνεύμα. Σήμερα, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, μπορούμε να έχουμε και τα τρία αξιώματα. Μπορούμε να είμαστε προφήτες, μαθαίνοντας τα μέλλοντα και γινόμενοι ένθεοι, προγευόμενοι τα αγαθά της μέλλουσας βασιλείας, σφραγίζοντας τον εαυτό μας με τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη, είμαστε βασιλείς με τον εξουσιασμό των πονηρών λογισμών μας όπως και με την ένταξη μας στη Βασιλεία του Θεού. Και εν τέλει, ιερείς προσφέροντας ως θυσία τον εαυτό μας. Ο απ. Παύλος παροτρύνει τα πνευματικά του τέκνα να δείξουν βίο άξιο χάριτος του Θεού, ώστε να ανταμειφθούν με την Ουράνια Βασιλεία.
Στη συνέχεια ο απόστολος εκφράζει τη λύπη του που δεν επισκέφθηκε την Κόρινθο. Η απόφασή του να μην επισκεφθεί τη νεοσύστατη εκκλησία της Κορίνθου έχει σχέση με το περιεχόμενο της Α΄ Επιστολής του προς τους Κορινθίους. Η Α΄ Επιστολή ήταν αυστηρή και επιτιμητική. Η νεοσύστατη Εκκλησία δοκιμάστηκε από σοβαρότατο αμάρτημα επιφανούς μέλους της, προς το οποίο οι υπόλοιποι Χριστιανοί επέδειξαν αδικαιολόγητη ανοχή και αδιαφορία. Γι’ αυτό, ο Παύλος στην αρχή της Β΄ Επιστολής απολογείται ή μάλλον εξηγεί τους λόγους που ήταν τόσο αυστηρός, επισημαίνοντας το προσωπικό συναισθηματικό κόστος, που ανέλαβε, επιλέγοντας την αυστηρή έκφραση της αγάπης του: «Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς». Εδώ γίνεται φανερή η αγάπη του αποστόλου για τα πνευματικά του τέκνα, μία αγάπη που μπορεί να εκφράζεται ακόμα και μέσα από την αυστηρότητα. Γι’ αυτό εξηγεί ότι δεν τους επισκέφθηκε, ώστε να τους δώσει ευκαιρία για μετάνοια, παρά να τους λυπήσει με την παρουσία του.
Γι’ αυτό και στη συνέχεια τονίζει πως η χαρά τους είναι και δική του χαρά. Επομένως, θέλει πρώτα να διορθωθούν και μετά να ευφρανθούν. Έπειτα, να παραμείνουν σταθεροί στην πίστη τους. Ο απόστολος Παύλος, ομιλεί συγκρατημένα σε όλη την επιστολή και ψέγει συγκαλυμμένα, γι’ αυτό και έγραψε την επιστολή και δεν παρευρέθηκε αυτοπροσώπως στην Κόρινθο.
Ως πνευματικός πατέρας, αποβλέπει σε κάτι σπουδαιότερο δίνοντας την ευκαιρία για μετάνοια. Ο ίδιος πόνεσε περισσότερο από το ποίμνιο, λέγοντας «με πολλή θλίψη». Τους μίλα με αυστηρό και ελεγκτικό ύφος, αλλά από αγάπη και πόνο. Με τον τρόπο αυτό ο απόστολος Παύλος αποδεικνύεται το πρότυπο του σωστού πνευματικού πατρός και γενικότερα παιδαγωγικό πρότυπο για κάθε ποιμένα, παιδαγωγό και γονιό. Από την άλλη μέσα από τη στάση του αποστόλου γίνεται φανερό πόσο σημαντική είναι η εμπιστοσύνη των τέκνων (πνευματικών και μη) προς τους γονιούς, τους πνευματικούς πατέρες και τους δασκάλους τους, είτε συμβουλεύουν είτε παρηγορούν είτε ελέγχουν, εφόσον γνωρίζουν αυτό γίνεται με αγάπη και πόνο.