skip to Main Content

Ο Μέγας Κανών Δρ. Γεωργίου Κάκκουρα

Δρ Γεωργίου Κάκκουρα, Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης Θρησκευτικών

Στὸ πνευματικὸ ταξίδι τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ μεταφέρει τὸν πιστό, ὕστερα ἀπὸ ἀγώνα καὶ ἀγωνία, στὸ ἀπάνεμο λιμάνι τῆς Ἀνάστασης, φάρος φωτεινὸς γιὰ ἐνίσχυση πνευματικὴ στέκεται ὁ Μέγας Κανὼν (Μεγάλος Κανόνας).

Γράφει στὸ Συναξάρι του ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ὁ Ξανθόπουλος: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Πέμπτῃ τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, κατὰ τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν, ψάλλομεν τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Μεγάλου καὶ Κατανυκτικοῦ Κανόνος», προτάσσοντας στὸ τέλος καὶ τοὺς δύο «πρὸς κατάνυξιν» στίχους: «Τρόποις, Ἰησοῦ, κατανύξεως δίδου· Ἄδουσι νυνὶ Κανόνα σοι τὸν Μέγαν».

Σήμερα ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ πράξη, νὰ ψάλλεται δηλαδὴ ὁ Μέγας Κανὼν στὸν ὄρθρο τῆς Πέμπτης ἐπεκράτησε μόνο στὰ μοναστήρια. Στοὺς ἐνοριακοὺς ναούς, στὶς πόλεις μας καί τὰ χωριά, ψάλλεται τὴν Τετάρτη τῆς Ε’ Ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν,  μαζὶ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.

Ὁ Κανόνας γενικότερα, τὸ κυρίαρχο ποιητικὸ εἶδος στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας ἐκτενὴς ὕμνος ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ Ὠδές. Κάθε ᾠδὴ περιλαμβάνει ἕνα ἀριθμὸ τροπαρίων (στροφές).

Ὅμως ὁ Μέγας Κανὼν διαφέρει. «Λέγεται δὲ Μέγας Κανών, ἴσως ἄν τις εἴποι, καὶ κατὰ τὰς ἐννοίας, καὶ τὰ ἐνθυμήματα· γόνιμος γάρ ἐστιν ὁ τούτου Ποιητής, ἀρίστως αὐτὰ συντιθέμενος καὶ ὅτι τῶν λοιπῶν Κανόνων, ἀνὰ τριάκοντα, καὶ μικρόν τι πρός τροπαρίων ἐχόντων, οὗτος εἰς διακόσια καὶ πεντήκοντα πρόεισιν ἑνὸς ἑκάστου ἄρρητον ἀποστάζοντος ἡδονήν. Ἀρμοδίως οὖν ἄρα καὶ προσηκόντως ὁ Μέγας οὗτος Κανών, καὶ μεγάλην κεκτημένος κατάνυξιν, καί τῇ μεγάλῃ τῶν Τεσσαρακοστὼν κατατέτακται» ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικηφόρος.

Γιὰ τὰ νοήματά του λοιπόν, τὸ πρωτότυπο εἶδος του, τὴ δομὴ καὶ τὴν ἔκτασή του ὀνομάζεται ὁ Κανόνας Μέγας. «Τοῦτον τὸν ὄντως μέγιστον τῶν Κανόνων ἁπάντων, ἀρίστως καὶ τεχνηέντως ἡρμόσατο, καὶ συνέγραψεν ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἀνδρέας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ὁ καὶ Ἱεροσολυμίτης ὀνομαζόμενος» (7ος αἰώνας), μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱερὸς Κάλλιστος.

Ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, σὲ μία ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του προδιαγράφει τὸ σκοπὸ καὶ προορισμὸ τοῦ ἔντεχνου ποιήματός του, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστίν· ἐτοιμαστέον οὖν ἡμῖν τὰ πρὸς ἔξοδον καὶ τὰ πρὸς ταφὴν ἐπιτήδεια. Αὐξήσωμεν ἡμῖν αὐτοῖς τὴν ἐπιτύμβιον μέριμναν. Μηδεὶς οὕτω χαῦνος ἔστω καὶ ταῖς ἡδοναῖς ἔκλυτος, ὡς τὴν εἰς τὸν Χριστὸν ἀνάλυσιν δευτέραν θέσθαι τῆς μετὰ πολλοῦ διαμονῆς καὶ συμπήξεως». Θέτει ὁ συγγραφέας ἅγιος, τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀντιμετώπισής του ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἕτοιμος γιὰ τοῦτο τὸ ὁριακὸ σημεῖο τῆς ζωῆς του; Καὶ  «τίνα παρουσιάσωμεν πρὸ τοῦ Κριτοῦ;»

Ἔτσι λοιπὸν ὁ συγγραφέας, ὁ κάθε ἀπόγονός του πρώτου Ἀδάμ, μέσα ἀπὸ τὸν ὕμνο, ὁδηγεῖται σὲ ἕνα πνευματικὸ ξέσπασμα. Προσπαθεῖ νὰ συνειδητοποιήσει μέσα σὲ μία βιβλικὴ ἀτμόσφαιρα τὶς τραγικὲς διαστάσεις τῆς πτώσης του. Τὴν ἀλλοτρίωσή του, τὴν ἀγωνία καὶ τὴ μοναξιά του.

Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἀποτελέσει τὸ ἐγερτήριο σάλπισμα ποὺ θὰ τὸν φέρει σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καὶ θὰ τὸν ὁδηγήσει μέσα ἀπὸ τὴ συντριβὴ καὶ τὴ μετάνοια κοντὰ στὸ Θεό. Θὰ ζητήσει ἀπὸ τὸ Δεύτερο Ἀδάμ, τὸ Χριστό, νὰ τὸν ἐλευθερώσει  «ἀπὸ τὸν κλοιὸν τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας», καὶ να τὸν ἐπαναφέρει  σὲ κοινωνία ἀγάπης μὲ τὴν «Τριαδικὴν μίαν Θεότητα».

Κατανοώντας ὁ ἱερὸς Ξανθόπουλος τὸν Ἀνδρέα Κρήτης γιὰ τὴν ἔντονα δραματικὴ καὶ πρωτότυπη διαπραγμάτευση τοῦ θέματος ἐπεξηγεῖ στὸν κάθε πιστὸ πώς: «πᾶσαν γὰρ Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης ἱστορίαν ἐρανισάμενος καὶ ἀθροίσας, τὸ παρόν ἡρμόσατο μέλος, ἀπὸ Ἀδὰμ δηλαδή, μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς Χριστοῦ Ἀναλήψεως, καὶ τοῦ τῶν Ἀποστόλων κηρύγματος. Προτρέπεται γοῦν διὰ τούτου πᾶσαν ψυχήν, ὅσα μὲν ἀγαθὰ τῆς ἱστορίας ζηλοῦν καὶ μιμεῖσθαι πρὸς δύναμιν, ὅσα δὲ τῶν φαύλων ἀποφεύγειν καὶ ἀεὶ πρὸς Θεὸν ἀνατρέχειν, διὰ μετανοίας, διὰ δακρύων καὶ ἐξομολογήσεως καὶ τῆς ἄλλης δηλονότι εὐαρεστήσεως».

Τοῦτο βλέπουμε χαρακτηριστικὰ νὰ μᾶς τὸ ὑπογραμμίζει σὲ δυὸ ἀπὸ τὰ τροπάριά του (Θ’ Ὠδή, β’ καὶ δ’ τροπάριο). Τὰ μεταφέρουμε σὲ ἁπλὴ γλώσσα:

α) Τοῦ Μωϋσῆ ἔφερα μπροστά σου, ψυχή μου,

   τὴν περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου.

   Καὶ ἀπὸ κεῖνον πῆρα

   κάθε σημαντικὴ γραφὴ

   ποῦ ἐξιστορεῖ τὴ ζωὴ

   ἀνδρῶν δικαίων καὶ ἁμαρτωλῶν.

   Ἀπ’ αὐτούς, ψυχή μου, μιμήθηκες

   τοὺς δεύτερους κι ὄχι τοὺς πρώτους.

   Ἔτσι ἁμάρτησες πρὸς τὸ Θεό.

 

β)    Ἀπ’ τὴν Καινὴ Διαθήκη

φέρνω μπροστά σου, ψυχή μου,

τὰ ὑποδείγματα ποὺ σ΄ ὁδηγοῦνε

σὲ κατάνυξη.

Προσπάθησε νὰ μιμηθεῖς τοὺς δικαίους

καὶ νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἁμαρτωλοὺς

καὶ νὰ ἐξιλεώσεις τὸ Χριστὸ

μὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες

μὲ ἁγνότητα καὶ σεμνότητα.

 

Γράφει ὁ μακαριστὸς πατὴρ Αlexander Schmemann: «Μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὸν κανόνα αὐτὸ σὰν θρῆνο μετάνοιας πού μας μεταφέρει στὸ βάθος καὶ στὸ στάδιο δράσης τῆς ἁμαρτίας, κλονίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἀπόγνωση, τὴ μετάνοια καὶ τὴ ἐλπίδα. Μὲ μία μοναδικὴ τέχνη ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνυφαίνει τὰ μεγάλα βιβλικὰ θέματα: Ἀδὰμ καὶ Εὔα, Παράδεισος καὶ πτώση, Πατριάρχες, Νῶε καὶ κατακλυσμός, Δαυίδ, Χώρα τῆς Ἐπαγγελίας καὶ τελικὰ Χριστὸς καὶ Ἐκκλησία, ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν καὶ μετάνοια. Τὰ γεγονότα τῆς ἱερῆς ἱστορίας παρουσιάζονται σὰν γεγονότα τῆς ζωῆς μου. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στὸ παρελθὸν ἀποβλέπουν σὲ μένα καὶ στὴ σωτηρία μου, ἡ τραγῳδία τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ προδοσία παρουσιάζονται σὰν προσωπικὴ δική μου τραγῳδία. Ἡ ζωή μου παρουσιάζεται σὰν ἕνα κομμάτι τῆς μεγάλης πάλης ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους ποὺ ἐπαναστατοῦν ἐναντίον μου».

Ἔτσι ὁ Κανόνας παρουσιάζει ἔντονο πένθιμο καὶ θρηνώδη χαρακτήρα  ποὺ μοιάζει ὡς «Ἀδαμιαῖος Θρῆνος» Καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχή του, τὸ πρῶτο τροπάριό του, φανερώνει βαθιὰ προσωπικὸ τόνο καὶ θρῆνο:

«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν

τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις

ποίαν ἀπαρχὴν ἐπιθήσω Χριστέ,

τῇ νῦν θρηνῳδίᾳ;

Ἀλλ’  ὡς εὔσπλαχνός μοι δὸς

παραπτωμάτων ἄφεσιν».

 

«Πόθεν ν’ ἀρχίσω νὰ θρηνῶ

τὶς πράξεις τῆς ἀθλίας μου ζωῆς

ποιά νὰ βάλω, Χριστέ μου, πρώτη πράξη

σ’αὐτό μου τὸν θρῆνο;

Σπλαχνικὸς  ὅμως καθὼς εἶσαι

δῶσ’ μου τῶν ἁμαρτημάτων μου τὴν ἄφεση». 

Ακριβῶς τὸ ἔργο καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ Μεγάλου Κανόνα εἶναι τοῦτο: νὰ ξεσκεπάσει τὴν ἁμαρτία καὶ ἔτσι νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ γίνεται μὲ μία βαθειὰ ἐνατένιση στὴ μεγάλη βιβλικὴ ἱστορία ποὺ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τῆς ἁμαρτίας, τῆς μετάνοιας καὶ τῆς συγγνώμης.

Τὸ βαθὺ περιεχόμενο καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ Μεγάλου Κανόνος  θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψιστοῦν στὸ Κοντάκιό του, ποὺ εἶναι ἴσως τὸ γνωστότερό του τροπάριο:

«Ψυχή μου, ψυχή μου,

 ἀνάστα, τὶ καθεύδεις;

 Τὸ τέλος ἐγγίζει

 καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι·

ἀνάνηψον οὖν,

ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός,

ὁ πανταχοῦ παρὼν

καὶ τὰ πάντα πληρῶν».

 

«Ψυχή μου, Ψυχή μου,

σήκω πάνω! Γιατί κοιμᾶσαι; 

Τὸ τέλος πλησιάζει

καὶ σ’ ἀναμένει ταραχή.

Ξύπνα λοιπόν!

Γιὰ νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός,

ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται παντοῦ

καὶ τὰ πάντα γεμίζει μὲ τὴν παρουσία Του». 

Ὁ ποιητὴς ἀπευθύνεται γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ πρὸς τὴν ψυχή του. Πολὺ ἔντονα ἐπιδιώκει τὴν πνευματική της ἀφύπνιση. Τὴν βλέπει νὰ κοιμᾶται ἀμέριμνα, γιὰ αὐτὸ τῆς φωνάζει νὰ ξυπνήσει καὶ νὰ «ἀναστεῖ».  Ξέρει πὼς ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἀκηδία τῆς ψυχῆς μοιάζει μὲ ὕπνο καὶ νυσταγμό της, ἐνῷ ἡ πνευματικὴ ζωὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία τῆς συνείδησης καὶ τὴν ἐγρήγορση τοῦ πνεύματος. Τῆς ὑπενθυμίζει ἔτσι τὸ τέλος της καὶ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως. Γιατί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς φοβερῆς ὥρας τῆς κρίσεώς μας ἀφυπνίζει.

Καὶ ὁ ποιητὴς συνεχίζει τώρα νὰ προστάζει τὴν ψυχή του· «Ἀνάνηψον». Τὴν καλεῖ νὰ ἀνανήψει, νὰ συνέλθει, νὰ ‘ρθεῖ στὰ σύγκαλά της· γιὰ νὰ τὴν λυπηθεῖ ὁ Χριστός, «ὁ πανταχοῦ παρὼν Θεός». Ἡ νήψη τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ σημαντικότερο στοιχεῖο τοῦ ἀγώνα γιὰ πνευματικὴ πρόοδο καὶ τελείωση. Γιὰ τοῦτο ἔχει ἰδιαίτερη σημασία μέσα στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὴ βιβλικὴ καὶ τὴν ἀσκητικὴ ποὺ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ «νηπτικὴ θεολογία».

Γιὰ νὰ καταλάβουμε σωστὰ τὸ Μεγάλο Κανόνα θὰ πρέπει νὰ ξέρουμε τὴν Ἁγία Γραφή. Νὰ ‘χοῦμε τὴν ἱκανότητα ὅμως νὰ μεταφέρουμε τὰ νοήματά του στὴ ζωή μας. Νὰ μποῦμε καὶ νὰ ζήσουμε μέσα στὸν κόσμο τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει πιὸ σωστὸς δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ σ’ ἕνα τέτοιο κόσμο ἀπὸ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία δὲν εἶναι μόνο μετάδοση τῆς βιβλικῆς διδασκαλίας ἀλλὰ πολὺ περισσότερο φανέρωση τοῦ βιβλικοῦ τρόπου ζωῆς.

Τοῦτον τὸν τρόπο προσπαθεῖ νὰ καταδείξει καὶ ὁ Μεγάλος Κανόνας τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης· «Ἐτάχθη δὲ κατὰ τὴν παροῦσαν ἡμέραν ψάλλειν καὶ ἀναγιγνώσκειν δι’ αἰτίαν τοιαύτην. Ἐπειδὴ γὰρ πρὸς τὸ τέλος ἐγγίζει ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή, ἵνα μὴ οἱ ἄνθρωποι, ῥᾴθυμοι γεγονότες, πρὸς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας ἀμελέστερον διατεθῶσι, καὶ τοῦ σωφρονεῖν καθάπαξ ἐν πᾶσιν ἀπόσχοιντο, ὁ μέγιστος Ἀνδρέας, οἵα τις ἀλείπτης, διὰ τῶν ἱστοριῶν τοῦ Μεγάλου Κανόνος, τῶν μεγάλων ἀνδρῶν λέγων τὴν ἀρετήν, καὶ τῶν φαύλων αὔθις τὴν ἐκτροπήν, ὡς ἄν τις φαίῃ, γενναιοτέρους καὶ κάμνοντας παρασκευάζει, καὶ ἀνδρικῶς τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνεται» ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ὁ Ξανθόπουλος.

Ἐνῷ ὁ Μ. Κανὼν ἀποτελεῖ μέσον συντριβῆς ταυτόχρονα εἶναι καὶ στήριγμα ἐλπίδας. Γιατὶ καὶ ὁ συγγραφέας του,  ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε πιστός, ξέρει πὼς ἡ ἐπιστροφὴ κοντὰ στὸν Πατέρα Θεὸ εἶναι γυρισμὸς «στὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, στὸ  πλήρωμα τῆς ἄρρητης χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης».  Καὶ τοῦτο δίνει θάρρος στὸν καθένα, ἀφοῦ, ὅπως λέει καὶ ὁ ἱερὸς Κάλλιστος: «εἰς τοσοῦτόν ἐστιν εὔρους καὶ ἐμμελὴς ὁ Κανών, ὡς καὶ αὐτὴν τὴν σκληροτέραν ψυχὴν ἱκανὸς μαλάξαι, καὶ πρὸς ἀνάληψιν ἀγαθοῦ διεγείραι».

Back To Top