Το Θείον Πάθος και η Ανάστασις του Χριστού
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητής της Καινής Διαθήκης
στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Οι πηγές για την ιστορία του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού είναι κατ’ αρχήν τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Εκτός από τα Ευαγγέλια η πίστη της πρώτης Εκκλησίας συμπυκνώνεται σε σύντομες ομολογίες πίστεως πού παραθέτουν ό απόστολος Παύλος και οι άλλοι συγγραφείς Επιστολών της Καινής Διαθήκης. Κατόπιν, η συνεχής και επαναλαμβανόμενη λειτουργική βίωση των σωτηριωδών αυτών γεγονότων, όπως αποτυπώθηκε στους ύμνους της Εκκλησίας και στην πλούσια λειτουργική της ζωή, υπογράμμισε ανά τους αιώνες τη σημαντική θέση πού κατέχουν τα γεγονότα αυτά για τη σωτηρία των ανθρώπων. Επίσης, η πατερική ερμηνεία των σχετικών ευαγγελικών διηγήσεων, καθώς και των λοιπών καινοδιαθηκικών αναφορών, συνετέλεσε στην έξαρση της υπαρξιακής σπουδαιότητας του Σταυρού και της Αναστάσεως για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Τα γεγονότα αυτά ενέπνευσαν τους βυζαντινούς αγιογράφους, οι οποίοι με θεολογικό βάθος και μεγάλη καλλιτεχνική δύναμη τα αισθητοποίησαν σε πολλούς εικονογραφικούς κύκλους και σε ποικίλα επιμέρους θέματα, ώστε όχι απλώς να κοσμούν τις εκκλησίες, αλλά και να δημιουργούν το κατάλληλο πνευματικό κλίμα για την πνευματική ανάταση των πιστών. Ενέπνευσαν, επίσης, στη διάρκεια των αιώνων, τους καλλιτέχνες σε Ανατολή και Δύση, ώστε από το δράμα του 4ου αιώνα Χριστός Πάσχων, που αποδίδεται στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μέχρι τις νεότερες ζωγραφικές και μουσικές δημιουργίες, να εμπλουτίσουν τον πολιτισμό με αριστουργήματα που ομορφαίνουν τη ζωή και εκφράζουν το βαθύτερο νόημά της.
Αρχίζοντας με τις ευαγγελικές διηγήσεις περί του θείου Πάθους πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, ενώ οι πληροφορίες των τεσσάρων Ευαγγελίων για τον βίο, τα έργα και τη διδασκαλία του Ιησού είναι αποσπασματικές και δείχνουν ότι από τις πολλές πληροφορίες της πρωτοχριστιανικής παραδόσεως επιλέγονται ορισμένες μόνον, όσες χρειάζονται για την πίστη και τη σωτηρία (βλ. Ίω. κ’, 30-31: Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού, α ουκ εστί γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω’ ταύτα δε γεγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού), οι διηγήσεις για το Πάθος είναι λεπτομερέστερες, συμπαγέστερες, και αποτελούν το σημείο όπου συγκλίνουν και συναντώνται οι διηγήσεις και των τεσσάρων ευαγγελιστών. Και αυτό είναι φυσικό, αφού ο Σταυρός του Χριστού μαζί με την Ανάστασή του συνιστούν το κέντρο της πίστεως της πρώτης Εκκλησίας, γύρω από το οποίο στρέφονται οι πρώτες συλλογές διηγήσεων για τον Χριστό, η λειτουργική ζωή, οι πρώτοι ύμνοι, η διδαχή των μελών της Εκκλησίας και το ιεραποστολικό κήρυγμα προς τους εκτός της Εκκλησίας.
Οι ευαγγελιστές διασώζουν, ξεχωριστά ο καθένας, αφ’ ενός μεν ορισμένες λεπτομέρειες, μη αναφερόμενες από τους άλλους, και αφ’ ετέρου παρουσιάζουν κάποιες ιδιαίτερες θεολογικές τάσεις. Ο ευαγγελιστής Μάρκος είναι ο πρώτος συγγραφέας συνεχούς διηγήσεως του θείου Πάθους και γενικά ο πρώτος χρονικά ευαγγελιστής, κατά την κυρίαρχη στη σύγχρονη επιστημονική έρευνα άποψη. Η διήγησή του χαρακτηρίζεται από συντομία, ζωηρότητα και παραστατικότητα. Μολονότι δε η διήγησή του υπάρχει σχεδόν εξ ολοκλήρου στους άλλους δύο συνοπτικούς ευαγγελιστές (πιστότερα στον Ματθαίο, με κάπως διαφορετική διαδοχή των επιμέρους γεγονότων στον Λουκά), σώζονται, μόνο σε αυτή, ορισμένες λεπτομέρειες, όπως π.χ. η παρουσία του νεανίσκου πού, τυλιγμένος με σινδόνη, παρακολουθεί τη σύλληψη του Ιησού (Μάρκ. ιδ’, 51). Η βασική θεολογική γραμμή του ευαγγελιστή, ήδη πριν από τη διήγηση τον Πάθους, είναι το Πάθος του Υιού του ανθρώπου, για το οποίο ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του Ευαγγελίου προετοιμάζονται οι μαθητές και ο αναγνώστης. Κάποιος νεότερος ερμηνευτής χαρακτήρισε το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο ως «ιστορία του πάθους του Χριστού με μακρά εισαγωγή».
Η διήγηση του Ματθαίου έχει εντονότερο το χρονολογικό στοιχείο, διαποτίζεται δηλαδή από την πίστη ότι ο οδεύων προς τα Πάθη και τελικά σταυρωθείς Ιησούς είναι ο αναστάς Κύριος της Δόξης, καθώς και από τη σύνδεση των εκτιθεμένων γεγονότων προς τις αντίστοιχες προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτά δείχνουν ότι η Εκκλησία του Ματθαίου βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τον ιουδαϊκό κόσμο, προς τον οποίο διακηρύσσει ότι οι Γραφές πραγματοποιήθηκαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού• γεγονότα πού αναφέρει μόνο ο Ματθαίος είναι ο θάνατος του Ιούδα, το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου, η νίψη των χεριών του Πιλάτου, η έγερση κεκοιμημένων την ώρα του θανάτου του Χριστού, η φρούρηση του τάφου του.
Η διήγηση του Λουκά κυριαρχείται από την πίστη ότι ο εσταυρωμένος Ιησούς είναι γενικά ο αδίκως πάσχων δίκαιος, ο μάρτυς, αλλά και ειδικότερα ο πάσχων δούλος του Θεού, για τον οποίο έγραψε ο προφήτης Ησαΐας. Χαρακτηρίζεται επίσης από την τάση ακριβέστερης ιστορικής τοποθετήσεως των γεγονότων. Η θανάτωση του Ιησού παρουσιάζεται ως η κατ’ εξοχήν ώρα της σατανικής εξουσίας του σκότους και, παράλληλα, ως η αποκορύφωση της θείας αγάπης και συγχωρητικότητας. Ό Ιησούς επάνω στον Σταυρό δεν είναι ο ηττημένος από τον σατανά αλλά ο νικητής του. Ό Λουκάς, μόνος από όλους τους ευαγγελιστές, παρουσιάζει τον Ιούδα ως κινούμενον από τον σατανά, αφηγείται την ευλογία δύο ποτηριών κατά τον Μυστικό Δείπνο, διασώζει τη συζήτηση του Ιησού με τους μαθητές κατά τον Μυστικό Δείπνο περί διακονίας, αναφέρει το θαύμα της συγκόλλησης του αφτιού του δούλου του αρχιερέως, που απέκοψε ένας μαθητής (ο Πέτρος κατά τον Ιωάννη), την παρουσία αγγέλου ενισχύοντος τον Ιησού στη Γεθσημανή, την πολιτική κατηγορία των Ιουδαίων περί του Ιησού στον Πιλάτο, την αναπομπή του κατηγορουμένου Ιησού από τον Πιλάτο στον Ηρώδη Αντύπα, τον θρήνο των γυναικών, τη συγχώρεση των σταυρωτών από τον Ιησού, τη μετάνοια του ενός ληστή.
Ο Ιωάννης, στα τέλη του 1ου αιώνα, αναφέρει τι εσήμαινε για την Εκκλησία το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, υπογραμμίζοντας παράλληλα τις επανειλημμένες προσπάθειες του ρωμαίου επάρχου της Ιουδαίας Πιλάτου για αθώωση του αναίτια από τους Ιουδαίους κατηγορηθέντος Ιησού. Η Εκκλησία -θέλει να πει προς τις ρωμαϊκές πολιτικές αρχές ο ευαγγελιστής- δεν είναι ένα «ζηλωτικό» επαναστατικό κίνημα κατά των ρωμαϊκών αρχών. Γι’ αυτό τον λόγο ο ευαγγελιστής διασώζει κάπως εκτενέστερη συζήτηση του Πιλάτου με τον Ιησού και παρουσιάζει την απόφαση του Πιλάτου ως οφειλόμενη σε φορτική πίεση εκ μέρους των Ιουδαίων. Επίσης διασώζει, μεταξύ άλλων που δεν παραδίδουν οι συνοπτικοί ευαγγελιστές, τη στιχομυθία του Ιησού με τους στρατιώτες πού τον συλλαμβάνουν, κάνει λόγο για σπείρα και χιλίαρχο, για προανάκριση του Ιησού από τον Άννα, για την παρουσία της μητέρας του Ιησού και του Ιωάννη κατά τη Σταύρωση, τον λογχισμό της πλευράς του Ιησού από ρωμαίο στρατιώτη, και εισάγει τον Νικόδημο μαζί με τον Ιωσήφ στη σκηνή της ταφής του Ιησού.
Παρά τα ιδιάζοντα στοιχεία που έχει η διήγηση του κάθε ευαγγελιστή, τα κείμενα και των τεσσάρων παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
1. Οι εν λόγω διηγήσεις των ευαγγελιστών ονομάζονται διεθνώς «ιστορία του Πάθους», δεν αποτελούν όμως κατά κυριολεξίαν ιστορία του Πάθους αλλά ερμηνεία του και θεολογική αποτίμησή του για την Εκκλησία. Για τους ευαγγελιστές προέχει όχι τόσο η ξηρή ιστοριογραφική ακριβολογία αλλά η θεολογική ερμηνεία, χωρίς αυτό να σημαίνει με κανένα τρόπο αδιαφορία για την ιστορικότητα των γεγονότων. Έτσι εξηγείται ότι ορισμένες φορές η διαδοχή των επιμέρους γεγονότων είναι διαφορετική από τον ένα ευαγγελιστή στον άλλο, διαφορετική η διατύπωση των ίδιων λόγων του Ιησού ή των λόγων άλλων προσώπων προς τον Ιησού. Είναι αξιοπρόσεκτη στο σημείο αυτό η ακόλουθη παρατήρηση του Ευθυμίου Ζιγαβηνού: Χρή δε καθόλου γιγνώσκειν, ότι οι ευαγγελισταί ποτέ μεν κατά τάξιν άπαγγέλλουσι τάς διδασκαλίας και τα θαύματα του Χριστοῦ, νόμῳ ιστορίας∙ ποτέ δε, ου τηροῦσι τάξιν, σπεύδοντες μόνον εις το απαγγέλλειν αυτά.
Οι ευαγγελιστές δεν συγγράφουν κατά κόσμον ιστορικά έργα ούτε εκθέτουν τους ιστορικούς παράγοντες που οδήγησαν στη σύλληψη και τη θανάτωση του Ιησού, αλλά παρουσιάζουν το μυστήριο του Σταυρού, όπως, σύμφωνα με τη θεία βουλή, εκτυλίσσεται μέσα στην ιστορική σκηνή και συντελείται για τη σωτηρία των ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι διηγήσεις τους είναι λιτές και σύντομες, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις ή δραματικές περιγραφές της ψυχικής καταστάσεως των δρώντων προσώπων, που αποβλέπουν στην πρόκληση συγκινήσεων στον αναγνώστη. Στόχος των διηγήσεων είναι η έξαρση του σωτηριολογικού χαρακτήρα των γεγονότων και η ανάδειξη της σημασίας τους για την Εκκλησία.
2. Οι ευαγγελιστές συνδέουν στενά τα σχετικά με το Πάθος του Χριστού γεγονότα προς τις σχετικές προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης είτε προσάγοντας αυτούσια τα εκπληρούμενα στα γεγονότα αυτά γραφικά χωρία είτε αφηγούμενοι τα γεγονότα με ορολογία των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Θέλουν έτσι να τονίσουν ότι τα ιστορικά γεγονότα σχετίζονται άμεσα με την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, όπως η οικονομία αυτή διατυπώθηκε προπαρασκευαστικά στην Παλαιά Διαθήκη. Το Πάθος λοιπόν του Ιησού δεν προσδιορίζεται από ενδοκοσμικούς παράγοντες αλλά από τη βουλή του Θεού Πατέρα για τη λύτρωση των ανθρώπων.
3. Στις διηγήσεις του Πάθους παρατηρείται κάποιος απολογητικός τόνος, πού έχει δύο κατευθύνσεις. Αφ’ ενός υπογραμμίζεται η εκούσια παράδοση του Ιησού στο Πάθος και η εκ των προτέρων επίγνωσή του γι’ αυτό και αφ’ ετέρου εξαίρεται η προσπάθεια του ρωμαίου επιτρόπου της Ιουδαίας για την αθώωσή του, ώστε να επιρριφθεί η ευθύνη για τη θανάτωσή του στους Ιουδαίους. Το τελευταίο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί απολογητική απευθυνόμενη προς τους εκτός της Εκκλησίας και μάλιστα προς τις ρωμαϊκές αρχές, ενώ το πρώτο απολογητική προς τα μέλη της Εκκλησίας.
4. Οι διηγήσεις του Πάθους απηχούν, σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία, τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, μέσα στην οποία καταγράφηκαν. Η ανά τρίωρο π.χ. τοποθέτηση των επεισοδίων της Σταυρώσεως στη διήγηση του κατά Μάρκον (ιε’, 1• 25• 33• 42) απηχεί πιθανώς τη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας της Ρώμης, αν και όχι κατ’ ανάγκην ανεπτυγμένη με τη γνωστή μεταγενέστερη μορφή της.
Ήδη πριν από τη συγγραφή των Ευαγγελίων (του κατά Μάρκον λίγο πριν από το έτος 70, των ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά στη δεκαετία μετά το 70 και του Ιωάννη στην τελευταία δεκαετία του 1ου αιώνα), ό απόστολος Παύλος, τόσο με το ιεραποστολικό του έργο, που διασώζεται στις Πράξεις των Αποστόλων, όσο και με τις επιστολές του, κηρύττει «Χριστόν εσταυρωμένον», που για μεν τους Ιουδαίους είναι «σκάνδαλον» και για τους εθνικούς «μωρία», για τους πιστούς όμως αποτελεί Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν (Α’ Κορ. ιε’, 14 κ. ε.). Προβάλλει παράλληλα την ανάσταση του Χριστού ως τη βάση της χριστιανικής πίστεως και της υπάρξεως της Εκκλησίας. Χωρίς την ανάσταση η πίστη των χριστιανών είναι «κενή» και «ματαία» (Α’ Κορ. ιε’, 14 κ. ε.).
Παράλληλα, ο απόστολος Παύλος διασώζει ομολογίες πίστεως, όπου σε σύντομες φράσεις συμπυκνώνεται η πίστη της Εκκλησίας, ή ύμνους πού δοξολογούν τον Θεό για τη σωτηρία πού προσφέρθηκε στην ανθρωπότητα με το έργο του Χριστού. Η σπουδαιότερη ομολογία από πλευράς αρχαιότητας και συμπυκνώσεως της πρωτοχριστιανικής πίστεως στον λυτρωτικό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού παρατίθεται από τον Παύλο στην Α’Κορ. ιε’, 3-5: Παρέδωκα γαρ υμιν εν πρώτοις ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα. Ως παραδείγματα ύμνων αναφέρουμε τους παρατιθέμενους στην προς Φιλιππησίους Επιστολή (β’, 6-11), προς Κολοσσαείς (α’, 15-20), προς Εφεσίους (α’, 3-14), προς Τιμόθεον (α’, 3,16• βλ. και Α’ Πέτρ. γ’, 18).
Ο Σταυρός του Χριστού και η λύτρωση πού απέρρεε από αυτόν δεν συνέχουν μόνο την καρδιά των χριστιανών, η οποία εκφράζεται με ύμνους και προσευχές, και διατρανώνει έτσι την αγάπη του Θεού προς τον κόσμο, αλλά αποτελούν και βασικό στοιχείο του ιεραποστολικού κηρύγματός τους προς τους εκτός της Εκκλησίας Ιουδαίους και εθνικούς, πού προσκαλούνται να μετάσχουν των λυτρωτικών αγαθών. Το πρωτοχριστιανικό αυτό κήρυγμα απηχούν οι λόγοι των μαρτύρων του Λόγου στις Πράξεις των Αποστόλων (β’, 14-39• γ’, 12-26• ε’, 29-32• ι’, 34-43• ιγ’, 16-41• ιζ’, 22-31). Στους λόγους των πρώτων χριστιανών ιεροκηρύκων τονίζονται τα έξης κύρια σημεία: α) Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που κατάγεται από το γένος του Δαβίδ, πραγματοποιούνται οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. β) Ο Χριστός σταυρώθηκε υπέρ των αμαρτιών ημών. γ) Ετάφη. δ) Ηγέρθη κατά την τρίτη ήμερα. ε) Υψώθηκε στα δεξιά του Θεού Πατέρα. ς) Θα επανέλθει ως κριτής. ζ) Προτρέπουν για μετάνοια.
Όλα τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης τελειώνουν με την ανάσταση του Χριστού. Για την ακρίβεια αναφέρουν μαρτυρίες γι’ αυτή (επίσκεψη των Μυροφόρων και ορισμένων μαθητών στον κενό τάφο και εμφανίσεις του Αναστάντος), χωρίς να περιγράφουν αυτό το ίδιο το γεγονός της Αναστάσεως. Περιγραφή της Αναστάσεως με μυθικά χρώματα και διογκωμένες διαστάσεις δίνει μόνο το απόκρυφο Ευαγγέλιο Πέτρου, στα μέσα του 2ου αιώνα. Δεν είναι δυνατόν να δει κανείς και να περιγράψει την Ανάσταση, γιατί αυτή εγκαινιάζει ένα νέο κόσμο, που δεν υπάγεται στη νομοτέλεια του παρόντος κόσμου της φθοράς. Την Ανάσταση την βλέπει ο πιστός με τα μάτια της πίστεως και τον Αναστημένο Κύριο τον συναντά στα μυστήρια της Εκκλησίας (βλ. Λουκ. κδ’, 30, όπου οι δύο μαθητές εις Εμμαούς αναγνωρίζουν τον Αναστημένο Χριστό, όταν ευλόγησε τον άρτον). Γι’ αυτό και στη βυζαντινή τέχνη δεν απεικονίζεται αυτό τούτο το γεγονός της Αναστάσεως (ο Ιησούς εξερχόμενος του τάφου), αλλά οι ανθρωπολογικές του συνέπειες (ο Αναστάς εγείρει από τον Άδη τον Αδάμ και την Εύα, και κατ’ επέκτασιν όλη την ανθρωπότητα).
Πριν τελειώσουμε τα σύντομα αυτά σχόλια για τις αναστάσιμες διηγήσεις των Ευαγγελίων θεωρούμε απαραίτητο να κάνουμε λόγο για τη συζητούμενη στην ορθόδοξη ερμηνευτική παράδοση παρουσία της Μαρίας, της Παναγίας μητέρας του Ιησού, στις διηγήσεις της επισκέψεως των μυροφόρων στον τάφο. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο διαβάζουμε την έξης πληροφορία, πού κατακλείει τη διήγηση του ενταφιασμού του Ιησού. Ην δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία καθήμεναι απέναντι του τάφου (Ματθ. κζ’, 61) και αμέσως παρακάτω: Οψέ δε σαββάτου, τη έπιφωσκούσῃ εις μιαν σαββάτων ήλθεν Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον και ιδού σεισμός εγένετο μέγας… και απελθούσαι ταχύ από του μνημείου μετά φόβου και χαράς μεγάλης έδραμον απαγγείλαι τοις μαθηταίς αυτού. Και ιδού Ιησούς υπήντησεν αυταίς λέγων χαίρετε∙ (κη’, 1• β’, 8-9• βλ. και Μάρκ. ιε’, 40- ις’, 1• Λουκ. κδ’, 10• ιθ’, 25).
Ποιά είναι η «άλλη Μαρία» των παραπάνω χωρίων; Ένα μεγάλο ρεύμα της ερμηνευτικής παραδόσεως, που ξεκινάει από τον Εφραίμ τον Σύρο (όπως και ενωρίτερα), καθώς και από τους Ιωάννη Χρυσόστομο, Γρηγόριο Νύσσης, Ευσέβιο Αλεξανδρείας, περνάει από τους Γεώργιο Νικομήδειας, Αναστάσιο Σιναΐτη, Συμεών τον Μεταφραστή και φθάνει μέχρι του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και ακόμη μέχρι του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου και του αγίου Νεκταρίου, στην «άλλη Μαρία» αναγνωρίζει τη μητέρα του Κυρίου. Δειγματοληπτικά από τους εκπροσώπους αυτής της παραδόσεως παραθέτουμε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: …Το της Κυρίου αναστάσεως ευαγγέλιον πρώτη πάντων ανθρώπων, καθ’ άπερ και προσῆκον υπῆρχε και δίκαιον, η Θεοτόκος παρά τοῦ Κυρίου εδέξατο, και αυτη τοῦτον αναστάντα προ πάντων είδε, και της αυτού θείας ομιλίας απήλαυσε, και ουκ είδεν οφθαλμοίς μόνον αυτόν, και αυτήκοος αυτού γέγονεν, αλλά και χερσίν ήψατο πρώτη και μόνη των αχράντων εκείνον ποδών, καν οι ευαγγελισταί ταύτα πάντα φανερώς ου λέγωσι, μη θέλοντες την μητέρα προσφέρειν εις μαρτυρίαν, ίνα μη τοις απίστοις υποψίας αφορμήν ώσιν… (Ομιλ. ΙΗ’, Τη Κυριακή των Μυροφόρων, ΡG 151, 237 κ. ε.).
Η ίδια παράδοση απηχείται ευρύτατα και στην υμνογραφία της Εκκλησίας. Και πρώτα απ’ όλα στο αναστάσιμο απολυτίκιο του πλ. β’ ήχου: Αγγελικαί δυνάμεις επί το μνήμα σου και οι φυλάσσοντες απενεκρώθησαν. Και ίστατο Μαρία εν τω τάφῳ ζητούσα το άχραντόν σου σώμα. Εσκύλευσας τον Άδην, μη πειρασθείς υπ’ αυτού. Υπήντησας τη παρθένῳ δωρούμενος την ζωήν. Ο αναστάς εκ των νεκρών, Κύριε, δόξα σοι. Επίσης, και στην α’ ωδή του κανόνος των Μυροφόρων: Αναστάντα κατιδούσα σον Υίόν και Θεόν και χαίροις συν αποστόλοις, θεοχαρίτωτε αγνή…, καθώς και στο γνωστό τροπάριο της θ’ ωδής του αναστάσιμου κανόνα: Ο άγγελος εβόα τη κεχαριτωμενῃ, Αγνή Παρθένε Χαίρε…
Αξίζει επίσης να παρατεθεί ο στίχος ιγ’ του Ρωμανού του Μελωδού από το κοντάκιο της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής: Ως ήκουσε ταύτα ο πάντα γινώσκων πριν αυτών γενέσεως, Μαριάμ απεκρίθη∙ Θάρσει μήτερ, ότι πρώτη με οράς από των τάφων, έρχομαι γαρ δείξαι πόσου σκότους τον Αδάμ ελυτρωσάμην…
Τέλος, στο Συναξάρι της Κυριακής του Πάσχα, που έγραψε ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, σημειώνεται: Και πρώτον μεν η ανάστασις τη του Θεού Μητρί γνώριμος γίνεται, απ’ εναντίας καθημένῃ του τάφου, ως φησιν ο Ματθαίος, συν τη Μαγδαληνή. Άλλωστε, πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι στην ορθόδοξη εικονογραφία μαζί με τις μυροφόρους γυναίκες εικονίζεται και η Θεοτόκος είτε να ακούει το μήνυμα της Αναστάσεως από τον άγγελο είτε να περιπτύσσεται τον Αναστημένο Χριστό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται συνήθως ως «Εκκλησία της Αναστάσεως», γιατί και στη λειτουργική πράξη της δίνει προέχουσα θέση στο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού και στη θεολογία της εξαίρει τις ελπιδοφόρες συνέπειες της Αναστάσεως για τους ανθρώπους. Πρέπει όμως να τονισθεί παράλληλα ότι Σταυρός και Ανάσταση αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Ο επί του Σταυρού αποθανών Ιησούς είναι ό θανάτῳ θάνατον πατήσας και τοῖς εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.