Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης ή της Κλίμακος
Ο ταπεινός Ραϊθηνός μοναχός Δανιήλ στη σύντομη βιογραφία του αναφέρει για τον άγιο Ιωάννη ότι «πια είναι η πόλη που γέννησε και ανάθρεψε τον θείο αυτόν άνδρα πρίν από την αθλητική και ασκητική του ζωή δεν μπορώ ν’ αναφέρω με ακρίβεια και ασφάλεια». Ούτε την καταγωγή του γνωρίζουμε. Πιθανόν να γεννήθηκε το δεύτερο ήμισυ του 6ου αι. Έζησε επί αυτοκράτορος Ιουστίνου του νεώτερου ανηψιού του Ιουστιανιανού.
Σε ηλικία δεκαέξι περίπου χρόνων αφού απόκτησε «την εγκύκλιο κοσμική σοφία», πρόσφερε τον εαυτό του στον Χριστό, ως θυσία ευάρεστη, και εγκαταλείποντας τα εγκόσμια εισήλθε στο ζυγό της μοναχικής πολιτείας στο ονομαστό μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του θεοβαδίστου όρους Σινά.
Εφαρμόζοντας τέλεια ξενιτεία υποτάχθηκε στο Γέροντα Μαρτύριο «και εμπιστεύθηκε τη ψυχή του στον πνευματικό του πατέρα σαν σε άριστο κυβερνήτη, και έτσι ακίνδυνα ταξίδευε το μεγάλο και επικίνδυνο και τρικυμιώδες ταξίδι της παρούσης ζωής». Έμεινε υποτακτικός για 19 χρόνια τρυγώντας τους καρπούς της μακαρίας υπακοής, ζώντας σε αμεριμνία και προσευχή. Μοναχός έγινε όταν συμπλήρωσε τα 20 του χρόνια. Ο Γέροντας του τον κράτησε για 4 χρόνια δόκιμο παρά την αδιάκριτη υπακοή του ασκώντας τον στη ταπείνωση.
Όταν κάποτε ο Γέροντας Μαρτύριος επισκέφθηκε μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον μέγα Αναστάσιο αυτός του αποκάλυψε ότι ο υποτακτικός του ήταν ο μελλοντικός ηγούμενος της Μονής του Σινά.
«Πες μου, αββά Μαρτύριε, από που είναι αυτός ο νέος και ποιος τον έκειρε μοναχό;» είπε ο Γέροντας Αναστάσιος. «Δούλος σου είναι, πάτερ, και εγώ τον έκειρα». «Πωπώ! – αββά Μαρτύριε – του λέει με θαυμασμό – ποιος να το πεί ότι Ηγούμενο του Σινά εκειρες»! Ηγούμενος έγινε ο άγιος Ιωάννης μετά από 40 χρόνια. Παρόμοιο περιστατικό συνέβει με τον άγιο Ιωάννη το Σαββαΐτη που έμενε στη έρημο του Γουδά, δεκαπέντε μίλια από την Μονή Σινά. Κατά την επίσκεψή του αγίου Ιωάννου με τον Γέροντά του έπλυνε τα πόδια μόνο του υποτακτικού. Δίνοντας εξήγηση στον μαθητή του Στέφανο για την πράξη του είπε: « Πίστεψε με, παιδί μου, ότι εγώ δεν γνωρίζω ποιος είναι αυτός ο νέος. Εγώ τον Ηγούμενο του Σινά υποδέχθηκα και τα πόδια του Ηγουμένου ένιψα».
Όταν κοιμήθηκε ο αββάς Μαρτύριος τότε με τις ευχές του ο άγιος Ιωάννης εγκαταλείπει το κοινόβιο και «εξέρχεται στον αγώνα της ησυχαστικής ζωής» ποθώντας να ανέβει την κλίμακα της αρετής. Η ερημική ζωή αρμόζει για λίγους που έχουν πολύ μεγάλη αγάπη πρός τον Θεό. Αυτοί γεμάτοι από θείο έρωτα ποθούν την μακαρία ζωή, την θεία γλυκύτητα. Επειδή ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος ο άγιος Ιωάννης λόγω της ταπεινώσεως του και επειδή δεν εμπιστευόταν την κρίση του κατέφυγε στο άγιο Γέροντα Γεώργιο τον Αρσιλαΐτη, που τον δίδαξε τους τρόπους της ησυχαστικής ζωής.
Ο τόπος των ασκητικών αγώνων του απείχε «πέντε σημεία» δηλ. οκτώ χιλιόμετρα από το Κυριακό της Μονής στην τοποθεσία που λεγόταν «Θολάς». Το σπήλαιο του αγίου, στην πλαγιά ενός βουνού, σε μια άγρια και απαράκλητη περιοχή, βρίσκεται δυτικά της Μονής και απέχει δύο ώρες απ’ αυτή. Σήμερα διαμορφώθηκε σε μικρή εκκλησία προς τιμήν του.
Στην περιοχή αυτή που ύπηρχαν και άλλοι ερημίτες σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο έζησε 40 χρόνια «χωρίς οκνηρία και αμέλεια, πυρπολούμενος πάντοτε από τον διακαή έρωτα και τη φλόγα της θείας αγάπης» με σκοπό να «περιχωρήσει το ασώματον μέσα σε σωματικό οίκο».
«Έτρωγε απ’ όλα όσα επιτρέπονται στους μοναχούς, πολύ λίγο όμως». Με τον τρόπο αυτό συντηρούσε το σώμα του αποφεύγοντας την κενοδοξία. Με τη μνήμη του θανάτου νίκησε την ακηδία και την αμέλεια που κυρίως πλήττει τους ησυχαστές. Με τη μελέτη των μελλόντων αγαθών καταπολεμούσε τη λύπη, αποκτώντας το χαροποιόν πένθος. Πορευόμενος το δρόμο της μετάνοιας χρησιμοποιώντας συνεχώς την αυτομεμψία κέρδισε ως δώρο από τον Κύριο την αγία ταπείνωση και έφθασε στο ύψος της απάθειας.
Ο άγιος Ιωάννης απόκτησε το χάρισμα των δακρύων. « Των δακρύων αυτών το απόκρυφο εργαστήριο σώζεται ακόμη μέχρι σήμερα και είναι ένα μικρό σπήλαιο που βρίσκεται σε κάποια άκρη, στους πρόποδες του όρους, και σε τόση απόσταση από το δικό του και από κάθε άλλο κελλί». Ο ύπνος του ήταν τόσος όσος ήταν απαραίτητος για να μη βλαφτεί το μυαλό του από την αγρυπνία. Πριν από τον ύπνο προσευχόταν πολύ και έγραφε τα αποτελέσματα της μελέτης της Αγίας Γραφής.
Παρά το ότι ο ίδιος έκρυβε τις αρετές του ο Θεός αποφάσισε ότι έφτασε ο καιρός που έπρεπε να ωφεληθεί η Εκκλησία και να μη μείνει κρυφο το φως που είχε αποκτήσει. Οδήγησε λοιπόν κοντά του ένα νέο μοναχό, τον Μωυσή, που μετά από τις παρακλήσεις άλλων ασκητών τον έκανε μαθητή του. Τον έσωσε δε κάποια μέρα με την προσευχή του όταν κινδύνεψε από κάποιο ογκώδη βράχο που απειλούσε να τον συντρίψει.
Πως έγινε αυτό;
Αφηγείται ο βιογράφος του.
« Ο μέγας πατέρας μας Ιωάννης, ενώ καθόταν στο κελλί του…έπεσε σ’ ένα ελαφρό ύπνο, οπότε βλέπει κάποιον ιεροπρεπή άνδρα, που προσπαθούσε να τον ξυπνήσει και σαν να τον ειρωνευόταν για τον ύπνο, του έλεγε: “Ιωάννη, πως κοιμάσαι αμέριμνος, ενώ ο Μωυσής βρίσκεται σε κίνδυνο”; Πετάχθηκε τότε από τον ύπνο και αρχισε αμέσως να προσεύχεται, χρησιμοποιώντας την προσευχή σαν όπλο για τη σωτηρία του μαθητή του».
Όπως ο ίδιος ο μαθητής του ομολόγησε άκουσε στον ύπνο του τη φωνή του Γέροντά του και πετάχτηκε απότομα και απομακρύνθηκε από το σημείο που βρισκόταν και έτσι σώθηκε από το βράχο που τον απειλούσε.
Ο όσιος ήταν ιατρός των ασθενειών των άλλων μοναχών. Με τη προσευχή του απάλλαξε ένα μοναχό από το πόλεμο της πορνείας που του προκαλούσε θλίψη και απελπισία. Μια άλλη φορά με τη προσευχή του έφερε βροχή.
Ο άγιος δέχθηκε και τον πειρασμό του φθόνου των πονηρών ανθρώπων λόγω της πνευματικής διδασκαλίας του. Αυτοί τον χαρακτήρισαν «λάλον και φλύαρον» με σκοπό να σταματήσουν την τόση ωφέλεια που πρόσφερε. Ο άγιος για ένα περίπου χρόνο σταμάτησε «το μελιστάλακτο ρείθρο του διδασκαλικού του λόγου» και προτίμησε να διδάσκει με τη σιωπή του. Ο άγιος ξανάρχισε τη διδασκαλία του όταν οι ζηλόφθονοι κατήγοροι του «συναισθάνθηκαν ότι έφραξαν μια πηγή τόσης ωφέλειας και έγιναν αίτιοι μεγάλης βλάβης σε όλους, και άρχισαν να τον ικετεύουν και να τον παρακαλούν μαζί με τους άλλους να συνεχίσει το λόγο της διδαχής του, ώστε να μη ζημιώνωνται με τη σιωπή του, εκείνοι που επιζητούσαν τα σωτήρια λόγια».
Πλήρης αρετών, απαθής, κατέβη από το όρος όπως παλαιά ο Μωυσής και έγινε Ηγούμενος της Μονής Σινά. Κατά την ενθρόνιση του ήσαν παρόντες 600 προσκυνητές που καθισμένοι στην τράπεζα έβλεπαν τον προφήτη Μωυσή λευκοφορεμένο να διακονεί δίνοντας οδηγίες στους μαγείρους, στους οικονόμους και σ’ όσους άλλους διακονούσαν.
Ο Ηγούμενος της Ραϊθώ παρεκάλεσε με γράμμα του να του εκθέσει μεθοδικά και συντομα όσα αφορούν τη μοναχική πολιτεία και τους μοναχούς. Ανταποκρινόμενος ο άγιος Ιωάννης έγραψε το έργο « Πλάκαι του Πνευματικού Νόμου», αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως «Κλίμαξ». Από αυτό πήρε και την ονομασία του Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Στο έργο αυτό παρουσιάζει μια σκάλα (Κλίμακα) με 30 σκαλοπάτια την οποίαν πρέπει να ανέβει ο μοναχός για να φθάσει στη ουράνια πύλη που τον περιμένει ο Χριστός. Μέσα στους 30 λόγους αυτής της «ορθόδοξης εγκυκλοπαίδειας της πνευματικής ζωής» εισάγει τη ψυχή στον πνευματικό αγώνα και στη διάκριση των λογισμών. Διδάσκει την πρακτική εφαρμογή των ευαγγελικών εντολών και οδηγεί όσους ακούσουν και εφαρμόσουν όσα γράφει στην αιώνια ζωή.
Στο τέλος της ζωής του άφησε το ηγουμενικό αξίωμα αφού όρισε ως διάδοχο του τον αδελφό του Γεώργιο. « Όταν δε επρόκειτο να πορευθεί στον Κύριον ο νέος μας Μωυσής, ο οσιώτατος Ηγούμενος Ιωάννης, βρισκόταν δίπλα του κλαίοντας ο αββάς Γεώργιος, ο αδελφός του, και του έλεγε: « Με αφήνεις λοιπόν και φεύγεις; Εγώ παρακαλούσα, εσύ να προπέμψεις εμένα. Διότι εγώ, κύριε μου, δεν μπορώ χωρίς εσένα να ποιμάνω τη συνοδία. Και τώρα προπέμπω εγώ εσένα»! Του απάντησε τότε ο αββάς Ιωάννης: « Να μή λυπάσαι και να μην ανησυχείς, διότι εάν βρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου, δεν θα σε αφήσω πίσω μου να συμπληρώσεις χρόνο». Έτσι και έγινε. Μέσα σε δέκα μήνες απήλθε και αυτός πρός τον Κύριο.
Ο άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου του σε ηλικία 75 ετών. Η Εκκλησία τον κατέταξε στους Οσίους της. Τον τιμά δύο φορές, στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών.
Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμην.