Μνήμη Αγίων Νεομαρτύρων Ηγεμόνος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου και των υιών αυτού Κωνσταντίνου, Στεφάνου, Ράδου και Ματθαίου και του θησαυροφύλακα αυτού Γιαννάκη Βακαρέσκου (+ 15 Αυγούστου 1714)
Η ιστορία των Ρουμάνων φθάνει στο αποκορύφωμα της κατά το τέλος του 17ου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του επομένου με την ισχυρή προσωπικότητα του ηγεμόνος της Ρουμανικής χώρας (Ουγγροβλαχίας), του Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου. Η ηγεμονία του άρχισε στις 29 Οκτωβρίου 1688 και έκλεισε κατά τρόπο τραγικό στις 15 Αυγούστου του έτους 1714. Στην περίοδο αυτή συνέβησαν πολλές σπουδαίες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές αλλαγές.
Περισσότερα από 25 χρόνια, παρά τις παράλογες αξιώσεις και παρά τους αιματηρούς πολέμους των Τούρκων, ο ηγεμών Κωνσταντίνος επέτυχε να διατήρηση τον ηγεμονικό του θρόνο και να ανάδειξη την Ρουμανική χώρα ένα σπουδαίο διπλωματικό κέντρο στην Ευρώπη. Αυτός, αντί για τις πολεμικές αναμετρήσεις, στις όποιες κατέφευγαν οι πρόγονοι του ηγεμόνες, εγκαινίασε την διπλωματική οδό των διαπραγματεύσεων και την σύναψι διαπροσωπικών σχέσεων με τους αρχηγούς των μεγάλων κρατών του τότε κόσμου. Με την πολιτική του αυτή οξύνοια κατώρθωσε να κυβέρνηση συνετά επί ένα τέταρτο του αιώνος την Ρουμανική Χώρα και ο Ρουμανικός λαός ν΄αποτελή μια μεγάλη δύναμι, που είχε ισχυρή γνώμη για την τύχη του τότε κόσμου.
Ό Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο χωριό Μπρινκοβένι, το 1654, του πρώην Νομού Ρωμανάτς. από την ηλικία του ενός έτους έμεινε ορφανός από πατέρα, ο όποιος σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του 1655 σε μία εξέγερσι του λαού εναντίον του τότε Ηγεμόνος. Τον μεγάλωσαν ή μητέρα του και οι παππούδες του Πάουνα και Κωνσταντίνος Κατακουζηνός, στο πατρικό του σπίτι, στο Βουκουρέστι. Σπούδασε την Ελληνική και Λατινική γλώσσα. Μετά τον θάνατο των δύο αδερφών του, έμεινε κληρονόμος όλης της περιουσίας του πατέρα του και νυμφεύθηκε την Μαρίκα, ανεψιά του Αντωνίου Βόδα από το Ποπέστ. Το 1678, όταν ο θειος του Σερμπάνος Κατακουζηνός έγινε ηγεμών βοήθησε τον Κωνσταντίνο να φθάση στα υψηλότερα αξιώματα.
Επωφελούμενος, στην αρχή της Ηγεμονίας του, από την ειρήνη στην χώρα, έβαλε τα θεμέλια για την ίδρυσι της Μονής Χουρέζ, όπου κατασκεύασε την οικογενειακή του κατοικία και το παρεκκλήσιο του.
Αντιμετώπισε στην Χώρα του πολλές δυσκολίες και πιέσθηκε από τους Τούρκους να πληρώνη μεγαλύτερο φόρο. Απέκτησε και πολλούς εχθρούς, οι όποιοι τον κατηγόρησαν στους Τούρκους και επιτάχυναν τη σύλληψι του με τις έξης κατηγορίες:
α) ότι είχε μυστικές σχέσεις με το Βασιλέα της Βιέννης και τον Τσάρο της Ρωσίας, ακόμη και με τους άρχοντες της Πολωνίας και της Βενετίας,
β) ότι είχε αγοράσει μεγάλες εκτάσεις και οικίες στην Τρανσυλβανία, για να μένη με την οικογένεια του σε καιρό κινδύνου,
γ) ότι είχε πτωχεύσει ή Χώρα με τα μεγάλα χρέη, που είχε κάνει,
δ) ότι είχε γεμίσει το παλάτι του με πολύ χρυσάφι και είχε βάλει στις τράπεζες της Βενετίας χιλιάδες φλωριά,
ε) ότι έμενε τον περισσότερο καιρό στην Τιργκόβιστα και όχι στο Βουκουρέστι, για να φεύγη, οσάκις θέλει ευκολώτερα, και με άλλες πολλές.
Σύμφωνα με ένα χρονικό του τότε καιρού, στις 24 Μαρτίου 1714, την Μεγάλη Τρίτη, ήλθε στο Βουκουρέστι ο Μουσταφά Αγάς, συνοδευόμενος από 12 αρματωμέ νους στρατιώτες, που κρατούσαν γιαταγάνια και μπιστόλες.
Συναντήθηκε με τον Ηγεμόνα καί, σε στιγμές φιλικής συζητήσεως εσήκωσε το ρόπαλο στον ευσεβή Ηγεμόνα και τον απείλησε, λέγοντας του ότι ήλθε με βασιλική εντολή από την Υψηλή Πύλη να τον παραλαβή με όλη την οικογένεια του και να τον φέρη στην Κωνσταντινούπολη. Σε περίπτωσι που θα αρνηθή, έξω από τα σύνορα της Χώρας του περιμένουν 12.000 Τούρκοι, οι όποιοι θα την κάψουν από τη μία άκρη έως την άλλη! Πάρθηκαν μέτρα, για να μη απόδραση δήθεν στην Αυστρία, ενώ τα πράγματα του σπιτιού του καταληστεύθηκαν.
Στους συνεργάτες και στους αυλικούς του, που ήλθαν την Μεγάλη Πέμπτη, για να τον συνοδεύσουν στην Μονή Βακαρέστ για τις θρησκευτικές ακολουθίες, ανήγγειλε όσα έγιναν και πρότεινε το Στέφανο Κατακουζηνό ως διάδοχο του θρόνου του. Μεταξύ άλλων είπε και τα έξης: «Εάν αυτές οι δοκιμασίες είναι από τον Θεό για τις αμαρτίες μου, ας γίνη το θέλημα Του. Εάν όμως αποτελούν καρπό της ανθρώπινης κακίας για τον χαμό μου, ο Θεός να συγχώρηση τους εχθρούς μου, να τους διαφύλαξη με το παντοδύναμο χέρι Του και να τους δικάση με την Δικαία Του Κρίσι στην άλλη ζωή».
Άρχισε, κατόπιν, ή ανάβασις στον Γολγοθά. Οι Οθωμανοί στρατιώτες και ιππείς συνώδευαν αυστηρά την πομπή. Μετά την καρότσα, που είχε τον Κωνσταντίνο με την σύζυγο του, ακολουθούσαν και άλλες με τα τέσσαρα παιδιά του, όλους τους γαμπρούς του, την μεγαλύτερη νύμφη του, τον εγγονό του Κωνσταντίνο και τον θησαυροφύλακα Γιαννάκη Βακαρέσκου. Στον δρόμο, μέχρι τα σύνορα της Χώρας, τους ακολουθούσαν σιωπηλοί, δακρυσμένοι και ψυχικά πληγωμένοι, ίσως, και χιλιάδες κάτοικοι του Βουκουρεστίου! Έκλαιγαν για τον Ηγεμόνα και το οικτρό τέλος, που τους περίμενε!
Μετά από πικρό ταξείδι τριών βδομάδων, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη Αφού τους αφήρεσαν, ό,τι είχαν επάνω τους, σχεδόν γυμνούς τους έριξαν στις φυλακές και τους ανάγκαζαν να μαρτυρήσουν που έχουν όλη την περιουσία τους! Από τον Απρίλιο μέχρι το τέλος Ιουλίου τιμωρήθηκαν με τα πιο σκληρά και απερίγραπτα βασανιστήρια! Όταν τους επήραν από το Βουκουρέστι, έψαξαν λεπτομερώς και δεν βρήκαν παρά 4.050 τάλληρα, στο προσωπικό του δωμάτιο 12.000 φλωρία, ενώ στους άλλους χώρους του σπιτιού μόνο μερικά πολύτιμα αντικείμενα. Δεν μπορούσαν, με κανένα τρόπο, να πιστεύσουν ότι μόνο αυτά ήταν ή περιουσία του! Ο Σουλτάνος Αχμέτ ο Γ με τον Βεζύρη του τους εκράτησαν να «μεταποιήσουν» ακόμη και το Αίμα τους σε χρυσάφι. Ο Κωνσταντίνος δέχθηκε τα πιο φρικτά βασανιστήρια: τον έβαλαν στον τροχό, του φόρεσαν πυρωμένο στεφάνι από σίδερο στο κεφάλι, του έβαλαν πυρωμένο σίδερο στο στήθος και στις πλάτες και του έμπηξαν καρφιά στα χέρια και στα πόδια. Κατόπιν, ελπίζοντας ότι θα πληροφορηθούν για τα άλλα χρήματα, που κρύβουν, πρότειναν στον Κωνσταντίνο να τους δώση 20.000 χρυσά φλωριά, για να τον αφήσουν να επιστρέψη στην ηγεμονία του. Του επέτρεψαν να γράφη στην Χώρα του και στην Τρανσυλβανία, ελπίζοντας ότι απ΄ αυτή την αλληλογραφία θα έχουν νέες ειδήσεις για την μεγάλη περιουσία του, που νόμιζαν ότι είχε.
Από τα πολλά κολαστήρια δεν τους είχαν απομείνει τίποτε άλλο παρά ή ψυχή και ή ζωντανή πίστις στον Χριστό! Οι δήμιοι θέλησαν και τις ψυχές τους να αποσπάσουν από την Πίστι τους, αλλά αυτό δεν το κατόρθωσαν! Ο κριτής απηύθυνε στον ένδοξο Ηγεμόνα τον όρο, με τον όποιον θα μπορούσαν να σωθούν, ασπαζόμενοι δηλαδή τον Μωαμεθανισμό. Ο Κωνσταντίνος με τα παιδιά του παρέμειναν ακλόνητοι στην Πίστι τους και ήταν έτοιμοι για τον τόπο του μαρτυρίου με μία ζηλευτή γενναιοψυχία!
Καταδικάσθηκαν σε θάνατο στις 15 Αυγούστου 1714, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κατά την οποία εόρταζε και ή σύζυγος του Μαρίκα! Τότε ο Κωνσταντίνος είχε ηλικία 60 ετών. Τους έβγαλαν άπό την φυλακή όλους ξυπόλυτους, αλυσοδεμένους και με ένα υποκάμισο επάνω τους. Τους οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως, κοντά στο μεγάλο σαράι του σουλτάνου, μέσα άπό τους δρόμους της Πόλεως, ωσάν να ήσαν κακούργοι. Μπροστά επήγαινε ο μικρότερος γυιός του Ματθαίος, ηλικίας 12 ετών, και τελευταίος ο πρώην Ηγεμών. Στον τόπο της εκτελέσεως παρευρίσκοντο τα τάγματα των γενιτσάρων, παρατεταγμένα, ο ίδιος ο Σουλτάνος, ο Βεζύρης του και οι πρέσβεις των μεγάλων Ευρωπαϊκών Κρατών, προσκαλεσμένοι εκεί, για να ιδούν το μακάβριο θέαμα! Το φοβερό δράμα, είπαν μερικοί αυτόπτες μάρτυρες, δεν διήρκεσε περισσότερο άπό ένα τέταρτο της ώρας. Ο δήμιος τους έβαλε να γονατίσουν όλοι, σε μια μικρή απόσταση ο ένας άπό τον άλλον. Τους έβγαλε τους σκούφους τους και τους επέτρεψε να κάνουν μία σύντομη προσευχή, πριν την εκτέλεσί τους. Ο γραμματεύς Φλωρεντίν διατηρεί τα έξης γενναία λόγια του Μπρινκοβεάνου: «Παιδιά μου, να έχετε θάρρος.
Εχάσαμε κάθε τι, που είχαμε σ΄ αυτόν εδώ τον κόσμο, τουλάχιστον να σώσουμε τις ψυχές μας και να πλύνουμε τις αμαρτίες μας με το αίμα μας». Στο χρονικό των Μπαλατσένιλορ, οι όποιοι δεν συμπαθούσαν το γένος των Μπρινκοβεάνων, γράφθηκαν τα έξης: «Παιδιά μου, παιδιά μου, Ιδού, όλη ή περιουσία μας καί, ό,τι άλλο είχαμε, τα εχάσαμε. Να μη χάσουμε ό μως και τις ψυχές μας! Μείνετε αγαπητοί μου, δυνατοί, καρτερικοί, και μη φοβήσθε τον θάνατο! Βλέπετε τον Χριστό πόσο υπέφερε για εμάς και με τι οδυνηρό θάνατο απέθανε! Πιστεύετε δυνατά σ’ Αυτόν και μη κλονίζεσθε από την ένδοξη Πίστι μας χάριν αυτής της ζωής και του κόσμου! Θυμηθήτε τον Απόστολο Παύλο, ο όποιος λέγει ότι ούτε ξίφος, ούτε θάνατος, ούτε κάτι άλλο θα μας χωρίση από τον Χριστό μας, διότι δεν είναι άξια τα παθήματα και τα βάσανα αυτής της ζωής με τη δόξα, που θα μας δώση ο Χριστός. Τώρα να ευφραίνεσθε, παιδιά μου, διότι με το αίμα μας θα πλύνουμε τις αμαρτίες μας».
Με τα πρώτα κτυπήματα του ξίφους, έπεσε κάτω ή κεφαλή του θησαυροφύλακος Γιαννάκη Βακαρέσκου, κατόπιν του μεγαλυτέρου παιδιού του και ακολούθησαν τα άλλα δύο, Στέφανος και Ράδος. Όταν ο δήμιος εσήκωσε το ξίφος να κτυπήση στο κεφάλι του μικρού Ματθαίου, αυτός από τον φόβο του, παρακάλεσε τον Σουλτάνο να τον συγχώρηση και του υποσχέθηκε ότι δέχεται να γίνη μουσουλμάνος. Ο γέροντας Κωνσταντίνος, σκεπτόμενος ότι ή ανθρώπινη ψυχή παραμένει στους αιώνες, έσπευσε να ενθαρρύνη τον μικρό Ματθαίο, λέγοντας του: «Με το αίμα μας, που χύνουμε, δεν υπάρχει πλέον κανείς να μας κλέψη την Πίστι. Είναι, λοιπόν, προτιμότερο να πεθάνουμε χιλιάδες φορές, παρά ν΄ αρνηθούμε την πατροπαράδοτη Πίστι μας, για να ζήσουμε μερικά ακόμη χρόνια σ’ αυτή την γη». Το παιδί συνήλθε πάλι, έβαλε ήσυχα το κεφάλι του κάτω από την κόψι του ξίφους και είπε στον δήμιο: «Θέλω να πεθάνω Χριστιανός, κτύπα!» Έτσι, έπεσε το κεφάλι του κάτω βουτηγμένο στα αίματα!
Μετά το μαρτυρικό τέλος των έξι αυτών Άγιων Μαρτύρων, των οποίων τώρα τα βάσανα τελείωσαν, οι δήμιοι τράβηξαν μέσα από τους δρόμους τα Άγια Λείψανά τους και τα έριξαν στα νερά του Βοσπόρου, ενώ τις κεφαλές τους τις κάρφωσαν σε κοντάρια, τις περιέφεραν στους δρόμους της Πόλεως καί, τέλος, τις τοποθέτησαν στην πρώτη πόρτα του Σεραγίου, όπου έμειναν τρεις ημέρες καί, κατόπιν, τις έριξαν και αυτές στην θάλασσα! Κατά προτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου επήγαν κρυφά ευσεβείς Χριστιανοί καί, αφού τις έβγαλαν από την θάλασσα, τις έθαψαν μυστικά στην νήσο Χάλκη, έξω από την Εκκλησία της Μονής της Θεοτόκου, την οποία είχε κτίσει ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Β΄ ο Παλαιολόγος.
Μετά το μαρτύριο τους, ή σύζυγος του Μαρίκα βρισκόταν ακόμη στην φυλακή με τον εγγονό της, την νύφη της και τους γαμπρούς της, οι όποιοι σώθηκαν σαν από θαύμα από τον θάνατο. Μερικοί ευσεβείς Χριστιανοί και φίλοι τους πλήρωσαν ένα υπέρογκο ποσό από 50.000 χρυσά φλωριά στο Βεζύρη και τους εγλύτωσαν. Οι ανήσυχοι όμως εχθροί τους από την Ρουμανική Χώρα, επειδή δεν κατώρθωσαν να ιδούν και αυτά τα μέλη της οικογενείας να οδηγούνται στην σφαγή, έδωσαν στον ίδιο τον Βεζύρη 40.000 χρυσά φλωριά, για να ματαίωση την ελευθερία, που τους έδωσε. Έστειλαν τα χρήματα αυτά, αλλά με κάποια καθυστέρησι, οπότε είχε φονευθή ο μεγάλος Βεζύρης σε κάποια μάχη καί, έτσι, σώθηκαν αυτές οι ψυχές!
Η σύζυγος του Μάρτυρος Ηγεμόνος, Μαρίκα, έμεινε στις φυλακές μέχρι τον Μάρτιο του 1715. Κατόπιν, εξορίσθηκε στην Κουτάϊ, κοντά στη Μαύρη θάλασσα, απ΄ όπου ελευθερώθηκε. Επέστρεψε στην Χώρα της το 1716 μαζί με τον Ιωάννη Μαυροκορδάτο, που προοριζόταν να ηγεμόνευση στη θέσι του αδελφού του, που αιχμαλωτίσθηκε από τους τυράννους.
Τα Λείψανα του Μάρτυρος Κωνσταντίνου και των παιδιών του μεταφέρθηκαν μυστικά στην Ρουμανική χώρα από την σύζυγο του Μαρίκα το 1720, τον καιρό της Η γεμονίας του Νικολάου Μαυροκορδάτου, και τοποθετήθηκαν στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Νέου. Μπροστά στις λειψανοθήκες τους καίει ακοίμητο καντήλι και πολλοί Χριστιανοί τα προσκυνούν ζητώντας τις πρεσβείες του αγίου μάρτυρος ηγεμόνος Κωνσταντίνου και των παιδιών του!
Ο άγιος Μάρτυς Κωνσταντίνος, είναι Μεγάλος Ευεργέτης της Ιεράς Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου γιατί όπως αναφέρει το 1998 ο Παύλος Cernovodeanu στο έργο του «Κωνσταντίνος Μπρανγκοβεάνου και το Άγιον Όρος», φαίνεται στον κατάλογο της Μεγάλης Λογοθεσίας της Ρουμανικής Χώρας (Βλαχίας), πως ένα χρυσόβουλο (της αγίας Μονής που λέγεται Βατοπαίδι, δηλαδή Μεγίστη Λαύρα) της 12 Νοεμβρίου 1696 γράφει «Εγώ ο Βοεβόδας Κωνσταντίνος Μπασαράμπ με το έλεος του Κυρίου Θεού και Κυβερνήτου Πάσης της Ρουμανικής Χώρας, με όλη την όρεξη της καρδίας της δεσποτείας μου, ποθούσα να λέγομαι κτήτωρ της αγίας και θείας μονής που λέγεται Βατοπαίδι, ελέησα και δώρησα σ΄αυτό το Μοναστήρι που λέγεται Μεγίστη Λαύρα, να παίρνει είκοσι χιλιάδες μπάνι καθ΄όλην την διάρκεια της ζωής μας, καθώς ελέησαν με χρυσόβουλα αυτό το Άγιο Μοναστήρι Βατοπαίδι οι μακαρίτες Ορθόδοξοι Ηγεμόνες ο πρόπαππους μου Βοεβόδας Σερμπάν Μπασαράμπ και ο θείος μου Βοεβόδας Σερμπάν Καντακουζηνός. Έτσι και εγώ ανακαίνησα και επαύξησα αυτή την δωρεά διαμέσου αυτού του χρυσοβούλου για να είναι παντοτινή βοήθεια και τροφή στους πατέρες, και για μένα και στους μακαρίτες ηγεμόνες μνημόσυνον αιώνιον, Αμήν». Αυτό γράφτηκε με την έγκριση των βογιάρων του Ηγεμονικού Συμβουλίου.
Πηγές: 30 ΒΙΟΙ ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΑΓΙΩΝ, Μετάφραση από τα Ρουμανικά υπό Δ.Μ.Γ., εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 1992 και Παύλου Cernovodeanu «Κωνσταντίνος Μπρανγκοβεάνου και το Άγιον Όρος», Ρουμανία 1998