Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης (8 Φεβρουαρίου)
Το πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό, όμως η γέννηση του τοποθετείται στα τέλη του 3ου αιώνα. Γεννήθηκε στη πόλη Ευχαΐτα της Γαλατίας. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην πόλη Ηράκλεια του Πόντου. Από νεαρός διακρινόταν για την εξωτερική του εμφάνιση αλλά και την ρητορική του ικανότητα. Η παιδεία που είχε αποκτήσει ήταν Χριστιανική, αλλά και Ελληνική, μελετώντας τους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Όπως μαθαίνουμε από το βιογράφο του, ήταν ηγετικός χαρακτήρας και ξεχώριζε για την ηθική του, με αποτέλεσμα οι συνομήλικοί του να αναζητούν τη φιλία του. Από νεαρή ηλικία ακολούθησε τον δρόμο του στρατιωτικού. Ήταν κάτι που τον γοήτευε, ενώ γνωρίζουμε ότι υπήρξε και αθλητής κάτι που συνέβαλε περαιτέρω σε αυτή την απόφαση του. Λόγω των αρετών που ανέπτυξε και των χαρισμάτων που διέθετε, γρήγορα ανήλθε στην στρατιωτική ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού, λαμβάνοντας το βαθμό του στρατηλάτη, κάτι σαν το σημερινό στρατηγό. Η φήμη του, για όλους αυτούς τους λόγους έφτασε γρήγορα και στα αυτιά του αυτοκράτορα Λικινίου ο οποίος τον κάλεσε, για να τον γνωρίσει από κοντά.
Ο Λικίνιος μαθαίνοντας πως είναι χριστιανός, πίστεψε πως θα είναι μια καλή ευκαιρία να προσηλυτίσει τον Θεόδωρο στην δική του θρησκεία, και με επιστολή που του έστειλε τον παρότρυνε να θυσιάσουν από κοινού στους Θεούς. Ο διπλωμάτης Θεόδωρος, αρνήθηκε ευγενικά, επικαλούμενος λόγους σταθερότητος της περιοχής, εξαιτίας των πιστών της, που είχαν εγκαταλείψει τα είδωλα και πίστευαν Χριστό. Του απήντησε πως θα ήταν καλύτερα να τον επισκεπτόταν σε κάποιο του ταξίδι στην Ηράκλεια, φέρνοντας μαζί του και τα είδωλα για να δείξουν ενώπιον του λαού δείγμα ενότητος και μιμήσεως. Ο Λικίνιος εξέλαβε θετικά την πρόταση του Θεοδώρου. Έτσι και επισκέφτηκε την Ηράκλεια.
Ο άγιος όμως είχε στο μυαλό του άλλο σχέδιο. Αφού τον υπεδέχθη με μια λαμπρή τελετή, του ζήτησε τα είδωλα με σκοπό να αποδώσει ο ίδιος τιμές σε αυτά. Όταν όμως τα πήρε, τα κατακερμάτισε και τα έδωσε σε φτωχούς ώστε να τα πουλήσουν. Όταν αντιλήφθηκε ο Λικίνιος τι έπραξε ο Θεόδωρος, διέταξε τη σύλληψη του και την ενώπιόν του μεταφορά. Κατά το μεταξύ τους διάλογο ο Θεόδωρος εμφανίζεται σταθερός της πίστεως του, παρά την πίεση του αυτοκράτορα να θυσιάσει στα είδωλα και παρά την απειλή του για βασανιστήρια. Δεν υποκύπτει με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην φυλακή. Ο Λικίνιος ήταν πραγματικά εξοργισμένος από την συμπεριφορά του Θεόδωρου καθότι θεώρησε εαυτόν προσβεβλημένο.
Ο Θεόδωρος μένοντας αμετακίνητος ουσιαστικά έθετε τη ζωή του στο τέλος της. Έτσι καθαιρείται άμεσα. Αρχικά τον γδύνουν και εν συνεχεία τον ραβδίζουν με βούνευρα, που στην άκρη τους είχαν μολυβένια σφαιρίδια. Ο Θεόδωρος πάλι δεν μετανόησε και όπως μας πληροφορεί ο Αύγαρος έτριψαν κεραμίδα πάνω στις κομματιασμένες σάρκες του και τον έριξαν στη φυλακή ασφαλίζοντας τα πόδια του, με το Κολαστήριο ξύλο. Μετά από επτά ημέρες ο Αυτοκράτορας, και αφού δεν ενέδωσε ο Θεόδωρος, διέταξε να τον σταυρώσουν. Του κάρφωσαν χέρια και πόδια και προέβηκαν σε βανδαλιστικές πράξεις πάνω στο κορμί του. Έτσι τον παράτησαν μέχρι την επόμενη, όπου και θα μάζευαν τη σωρό του. Ο Αύγαρος όμως τότε αναφέρει ένα μεγάλο θαύμα. Οτι ενώ το απόσπασμα πήγε να τον πάρει, τον είδαν πάνω στο σταυρό αρτιμελή. Οι στρατιώτες το ανέφεραν στον αυτοκράτορα και αυτός ζήτησε την εκτέλεση του. Οι ίδιοι αρνήθηκαν και εκτελέστηκαν. Δεύτερο απόσπασμα τότε πήγε να εκτελέσει τη θέληση του Αυτοκράτορα. Ο κόσμος όμως μαθαίνοντας το θαύμα, είχε σπεύσει στο σημείο, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται από τις αντιδράσεις του κόσμου οι στρατιώτες. Ο Θεόδωρος τους είπε ότι είναι καιρός να πάει να βρει τον Κύριο. Έτσι οι στρατιώτες τον εκτέλεσαν κόβοντας το κεφάλι του. Το τέλος της ζωής ήρθε στις 8 Φεβρουαρίου του 319.