Κυριακή IZ’ Λουκά (Ασώτου), Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 15, 11 – 32 (12-2-2017)
Πρεσβυτέρου Ανδρέα Παπαμιχαήλ, θεολόγου
Πρωτότυπο κείμενο
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς. Και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισεν την ουσίαν αυτού ζων ασώτως. Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρά κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους· Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. Εις εαυτόν δε ελθών είπε· Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι! Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου. Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε αυτώ ο υιός· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησεν, και απολωλώς ην και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ήν δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. Ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει, και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. Ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. Ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. Ο δε είπεν αυτώ· Τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.
Νεοελληνική Απόδοση
Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί ˙ κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε και αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: «Πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σε σένα ˙ δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου, κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου». Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφικτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του τού είπε: «Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σε σένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: «Βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον ˙ φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται. Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι ˙ και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: «Γύρισε ο αδελφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός». Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: «εγώ τόσα χρόνια σου δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου ˙ κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι». Κι ο πατέρας του τού απάντησε: «παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».
Σχολιασμός
«Πάτερ Αγαθέ, εμακρύνθην από σου, μη εγκαταλίπεις με, μηδέ αχρείον δείξης της Βασιλείας Σου. Ο εχθρός ο παμπόνηρος εγύμνωσέ με και ήρε μου τον πλούτον, της ψυχής τα χαρίσματα ασώτως διεσκόρπισα…» (Δοξαστικό Αίνων Κυριακής του Ασώτου).
Βρισκόμαστε ήδη στη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Από την προηγούμενη εβδομάδα έχουμε εισέλθει στην ευλογημένη αυτή περίοδο των εβδομήντα ημερών πριν από το Πάσχα, που σκοπό έχει να μας προετοιμάσει να συμπορευθούμε μαζί με το Χριστό στο Πάθος και την Ανάστασή του. Αφού την προηγούμενη Κυριακή με την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου διδαχτήκαμε την μέγιστη αξία της ταπεινοφροσύνης, με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή του Ασώτου Υιού ή αλλιώς του Σπλαχνικού Πατέρα διδασκόμαστε τη βαρύνουσα σημασία της μετάνοιας και τη χωρίς όρια ευσπλαχνία του Θεού.
Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, βλέποντας πως ο Ιησούς Χριστός δεχόταν τους αμαρτωλούς και έτρωγε μαζί τους, διαμαρτύρονταν έντονα (Λουκ. 15, 2). Έτσι ο Κύριος παίρνει την αφορμή και, αφού λέει την παραβολή του χαμένου προβάτου (Λουκ. 15, 3-7) και της χαμένης δραχμής (Λουκ. 15, 8-10), εκφωνεί τη θαυμάσια αυτή παραβολή του Ασώτου.
Τρία είναι τα κύρια πρόσωπα της παραβολής: ο φιλεύσπλαχνος πατέρας, ο νεώτερος και ο πρεσβύτερος υιός. Ο μικρός γιός πιστεύει πως θα αποκτήσει την πλήρη ελευθερία του όταν εγκαταλείψει το πατρικό σπίτι. Ζητά έτσι το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογεί και εγκαθίσταται σε χώρα μακρινή, όπου και αναζητεί το κρασί της ευτυχίας. Εκεί διασκορπίζει την πατρική περιουσία φτάνοντας στον έσχατο ξεπεσμό, σε μια χωρίς όρια άσωτη ζωή. Έρχεται στη συνέχεια μεγάλη πείνα, αρχίζει να στερείται. Γίνεται χοιροβοσκός και επιθυμεί να χορτάσει με τα χαρούπια που τρώνε οι χοίροι. Τελικά συνέρχεται, συναισθάνεται την άθλιά του κατάσταση και παίρνει την απόφαση της επιστροφής στο πατρικό σπίτι. Ο πατέρας, που όλα τα χρόνια της αποδημίας τον περίμενε με αγωνία, μόλις τον βλέπει από μακριά τρέχει και τον χώνει στην αγκαλιά του. Τον αποκαθιστά και διοργανώνει φαγοπότι για τη χαρά της επιστροφής του γιού του.
Ο Πατέρας της παραβολής είναι ο ίδιος ο Θεός και τα δύο παιδιά του είναι οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ο Θεός λοιπόν δίνει τα αγαθά Του, «το επιβάλλον μέρος της ουσίας», εξ ίσου στους ανθρώπους, «βρέχοντας επί δικαίους και αδίκους» (πρβλ. Ματθ. 5, 45). Τέτοια αγαθά είναι π.χ. το αυτεξούσιο, η φρόνηση, ο φυσικός νόμος της συνειδήσεως, ο γραπτός νόμος των εντολών του Θεού, ακόμα και οι φυσικές δυνάμεις του σώματος.
Ο νεώτερος όμως γιός, μακριά από το Θεό και την Εκκλησία Του, διασκορπίζει όλα αυτά τα χαρίσματα, προτιμώντας την αμαρτία. Στη συνέχεια, βιώνει έντονα την εγκατάλειψη της θείας χάριτος. Τότε ο Άσωτος, στην έσχατη κατάπτωσή του, θυμάται τη θαλπωρή του πατρικού του σπιτιού. Σκέφτεται ότι ακόμα και οι έμμισθοι υπάλληλοι του πατέρα του «περισσεύουσιν άρτων», ζουν δηλαδή ευτυχισμένοι, πλούσιοι από τα χαρίσματα και τη χάρη του Θεού. Τότε ευτυχώς δεν κατρακυλά στο βάραθρο της απόγνωσης, αλλά μετανοεί αληθινά για τις πράξεις του και παίρνει αμέσως την απόφαση της επιστροφής στο Θεό Πατέρα.
Ο Θεός, επειδή είναι πέρα για πέρα εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, συγχωρά αμέσως το μετανοούντα γιό Του, δίνοντάς του πλήρη άφεση αμαρτιών. Διατάζει τους δούλους Του και φορούν στον πρώην Άσωτο τη στολή του υιού, που συμβολίζει τη στολή της καθαρότητας και της αγιοσύνης.
Τί γίνεται όμως με το μεγάλο γιό, που καθώς επιστρέφει από τα χωράφια ακούει μουσικές και χορούς στο πατρικό σπίτι; Αφού ρωτά και μαθαίνει τα καθέκαστα, οργίζεται με την επιείκεια του Πατέρα και αρνείται να λάβει μέρος στο συμπόσιο. Ο Πατέρας τον παρακαλεί να συμμετάσχει στην χαρά τους, αλλά αυτός διαμαρτύρεται πως αν και πάντα εφάρμοζε το πατρικό θέλημα, ούτε καν ένα κατσίκι δεν του δόθηκε για να χαρεί με τους φίλους του.
Όπως προαναφέραμε, αφορμή της εκφώνησης της παραβολής αυτής ήταν ο γογγυσμός των Φαρισαίων και των Γραμματέων επειδή ο Ιησούς Χριστός δεχόταν τους αμαρτωλούς. Έτσι λοιπόν, ο πρεσβύτερος υιός παραβάλλεται κατά κύριο λόγο με τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι θεωρούνταν από τους ανθρώπους δίκαιοι. Αυτοί όμως ήταν υποκριτές και στερημένοι ακόμα και από τις πιο μικρές δωρεές του Θεού, που συμβολίζονται με το κατσίκι. Έτσι ο Θεάνθρωπος τους καλεί να συμμετάσχουν κι αυτοί στη Θεία Χάρη και στη χαρά της πνευματικής ανάστασης των αδελφών τους, αφήνοντας κατά μέρος τη σκληροκαρδία και τυπολατρία τους.
Η παραβολή του Ασώτου αποτελεί ένα ύμνο στη δύναμη της μετάνοιας και στο μεγαλείο της θείας αγάπης και μακροθυμίας. Ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, στον «Περί Μετανοίας» λόγο του, αναφέρει: «Η μετάνοια είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα. Η μετάνοια είναι το θείον θαύμα διά την αποκατάστασιν ημών μετά την πτώσιν. Η μετάνοια είναι έκχυσις θείας εμπνεύσεως εφ’ ημάς δυνάμει της οποίας ανυψούμεθα προς τον Θεόν, τον Πατέρα ημών, ίνα ζήσωμεν αιωνίως εν τω φωτί της αγάπης Αυτού. Διά της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασύλληπτου μεγαλείου…».
Όντως! Αν δεν υπήρχε η μετάνοια, τότε όλοι θα ήμασταν καταδικασμένοι! Ποιος μπορεί να πει ότι δεν αποδημεί σε «χώραν μακράν», λίγο ή πολύ, συχνά ή πιο σπάνια; Aς μιμούμαστε λοιπόν το παράδειγμα της μετάνοιας και της επιστροφής του Άσωτου υιού. Κι ας έχουμε πάντα κατά νου πως ο Θεός μας περιμένει με ανοικτές τις αγκάλες στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολόγησης, ώστε να ενδυθούμε ξανά «την στολήν την πρώτην» και μέσα στην Εκκλησία Του να μετέχουμε αφθόνως των θείων δωρεών και κυρίως του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Αμήν.