Κυριακή Γ΄ Λουκά, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λκ. ζ’ 11-17 (7-10-2018)
Σεραπίωνος Θεμιστοκλέους, θεολόγου
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν την πύλη της πόλης, βγάζανε ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και, αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ανακάθισε ο νεκρός κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!»
Σχολιασμός
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται στην Ανάσταση του μονάκριβου υιού μίας χήρας από τον Ιησού Χριστό στην πόλη Ναΐν. Το γεγονός αυτό εξιστορείται μόνο από τον ευαγγελιστή Λουκά. Ο Κύριος προηγουμένως βρισκόταν στην Καπερναούμ όπου είχε θεραπεύσει τον δούλο του Εκατοντάρχου. Στη συνεχεία, βρέθηκε στην μικρή πόλη της Ναΐν. Εισερχόμενος από την μοναδική πύλη της πόλης μαζί με τους μαθητές του και πλήθος λαού που τον ακολουθούσαν, βρέθηκαν ανάμεσα σε μία πομπή ενός νεαρού τεθνεώτος, του μονάκριβου υιού μιας χήρας. Η χήρα αντικατοπτρίζει τον άνθρωπο, ο οποίος που έχει πολλή θλίψη, γιατί έχασε πρώτα τον άντρα της και έπειτα τον μονάκριβο υιό της.
Ο Ιησούς Χριστός βλέποντας τον πόνο και την θλίψη της απαρηγόρητης μητέρας, ως Κύριος της ζωής και του θανάτου, παρακινήθηκε από την καλοσύνη και την αγαθότητα Του, επομένως σπλαχνίσθηκε και παρηγόρησε την χήρα. Εδώ ο Κύριος θέλει να δείξει ότι, στον πόνο και στις δυστυχίες μας, κυρίως για τις χήρες εάν οι άλλοι αδιαφορούν, ο Χριστός θα είναι στο πλευρό μας, θα μας αγκαλιάσει και θα μας προσφέρει την παρηγοριά Του και την ανιδιοτελή αγάπη Του. Έρχεται να δώσει ελπίδα. Ακολούθως, λέει στην χήρα “Μην Κλαίς” ξέροντας ότι το παιδί της θα αναστηθεί σίγουρα, εφόσον είναι Κύριος της ζωής. Επίσης, εδώ θέλει να τονίσει ότι η υπερβολική θλίψη στο χαμό ενός ανθρώπου μπορεί να οδηγήσει στην δυσπιστία και ολιγοπιστία. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, οι νεκροί θα αναστηθούν εν δόξη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Επομένως, να υποκύπτουμε στο θέλημα του Θεού και στην θεία πρόνοια Του πείθοντας τους εαυτούς μας με τον φωτισμό της πίστεως ότι αυτό που συνέβη ήταν θέλημα Θεού. Στη συνέχεια, ζήτησε να σταματήσουν την πομπή και να ανοίξουν το φέρετρο του νεαρού. Αξιοσημείωτο ότι, ο σε άλλη περίπτωση θα απέφευγε την δημόσια επιτέλεση νεκρανάστασης, όπως διαπιστώνεται και από την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου. Η ευσπλαχνία του όμως για την χήρα εξουδετέρωσε κάθε επιφύλαξη.
Ο Ιησούς Χριστός ακολούθως, μιλώντας στην σωρό του νεαρού φαίνεται να τον προστάζει λέγοντας “νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι” δηλαδή “νεαρέ, σε διατάζω, σήκω”. Αξιοσημείωτο να αναφέρουμε ότι, οι ευαγγελιστές αναφέρουν ότι ο Κύριος επιτέλεσε τρεις νεκραναστάσεις στις οποίες φαίνεται να προστάζει τους νεκρούς α) Κόρη Ιαείρου όπου λέει “Η παις εγείρου”, β) νεανίσκος χήρας “νεανίσκε, εγέρθητι” και γ) στον φίλο του Λάζαρο “Λάζαρε, δεύρο έξω”. Αυτές οι μορφές προσταγής του Κυρίου εκφράζουν την δύναμη και εξουσία που έχει σε όλη την κτίση αλλά και στον θάνατο. Οι νεκραναστάσεις αυτές αντιτίθενται σε σχέση με αυτές της Παλαιάς Διαθήκης του προφήτη Ηλία (Γ’ Βασιλειών, ιζ’, 20) και Ελισσαίου (Δ’ Βασιλειών δ’, 33).
Σύμφωνα με το υπόμνημα στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο του Π. Τρεμπέλα, η διαφορά είναι ότι στις νεκραναστάσεις των προφητών προηγήθηκε έντονη προσευχή και φυσική επαφή για να χυθεί η ζωτική δύναμη στα νεκρά σώματα ενώ ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη με μία προσταγή έφερε στη ζωή τους νεκρούς. Εδώ φανερώνεται ότι, ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Μεσσίας ο οποίος ήλθε στον κόσμο για την σωτηρία των ανθρώπων Είναι η πηγή της ζωής και εξουσιαστής του θανάτου. Μας προετοιμάζει για το μεγαλύτερο θαύμα το οποίο επρόκειτο να συμβεί σύντομα με την δική Του νίκη επί του θανάτου και την Ανάσταση και Ανάληψη Του όπου θα μας χαρίσει την αιώνιο ζωή και θα μας απελευθερώσει από τα δεσμά του θανάτου.
Στη συνέχεια, ο νεαρός αναστήθηκε, ξύπνησε και μίλησε. Επομένως, ανήκε στον Ιησού. Ο Χριστός όμως λόγω της συμπάθειας του προς την θλίψη της χήρας της τον παραδίδει, ώστε να γίνει στήριγμα και παρηγοριά της ενδυναμώνοντας την πίστη της. Μετά το θαύμα φόβος (δέος) κυρίευσε τον λαό, αλλά ταυτόχρονα και δόξα προς τον Θεό γιατί αισθάνθηκαν την παρουσία της θείας δυνάμεως εν μέσω της αμαρτωλότητας τους. Ο λαός έχοντας υπόψη του τις νεκραναστάσεις των δύο προφητών της Παλαιάς Διαθήκης αναφώνησε ότι ο Ιησούς είναι “Μέγας Προφήτης”. “Μέγας” γιατί με ένα πρόσταγμα ανέστησε τον νεαρό νεκρό ενώ οι προφήτες μετά από συνεχή προσευχή. “Μέγας” όχι μόνο κατά την θεότητα αλλά και κατά την ανθρώπινη φύση όπως “Μέγας” είναι ο Θεός και Κύριος κατά την θεότητα και κατά την ανθρώπινη του φύση “Μέγας” ιερέας και προφήτης. Ο λαός ένοιωσε την παρουσία του Θεού μαζί του. Σε σχέση με άλλους προφήτες που εμφανίζονταν, πίστεψαν μετά το γεγονός αυτό ως αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Θεός τους επισκέφτηκε μετά από αρκετό καιρό μέσω ενός Μέγα προφήτη.
Έπειτα, διαδόθηκε στις γύρω περιοχές η φήμη για την νεκρανάσταση του υιού της χήρας και η έλευση του “Μεγάλου προφήτη”, όπως αποκαλούσαν τον Ιησού Χριστό. Πολλοί άκουσαν και θαύμασαν το γεγονός, λίγοι όμως πίστεψαν πραγματικά την καλή αυτή αγγελία. Και ερχόμαστε στο σήμερα όπου πολλοί ακούνε το ευαγγέλιο και τον λόγο του Θεού, αλλά λίγοι ευωδιάζονται και πιστεύουν εκ βάθους καρδίας.