Το αποστολικό έργο της μυροφόρου Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής
Ως ισαπόστολος τιμάται από την Εκκλησία μας για το αποστολικό της έργο η πανεύφημη μυροφόρα Μαρία η Μαγδαληνή. Ωστόσο, ενώ οι περισσότεροι χριστιανοί γνωρίζουν τα, ελάχιστα πάντως, γεγονότα του βίου της που αναφέρονται στη Καινή Διαθήκη και που φτάνουν ως την Ανάσταση του Ιησού, αγνοούν εκείνα που ακολούθησαν, και μάλιστα τους ιεραποστολικούς της κόπους για τη δόξα του Χριστού και τη σωτηρία των ανθρώπων. Γι’ αυτό στις ακόλουθες γραμμές θα σκιαγραφήσουμε την ένθεη πολιτεία και την ιερή δράση της, όπως τις διασώζουν τα θεία Ευαγγέλια και η εκκλησιαστική παράδοση.
Η αγία επονομάστηκε Μαγδαληνή, επειδή καταγόταν από τη Μαγδάλα, μικρή πόλη στη δυτική όχθη της Τιβεριάδας. Γεννήθηκε από γονείς εύπορους, φιλόθεους και φιλάνθρωπους, τον Σύρο και την Ευχαριστία. Μεγαλώνοντας, δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί με τα συνηθισμένα έργα των γυναικών της εποχής, το γνέσιμο, την υφαντική, το ράψιμο και άλλα παρόμοιο. Προτίμησε να επιδοθεί στις σπουδές. Όπως γράφει ο βυζαντινός αγιολόγος Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (13ος – ι14ος αι.), αφού έμαθε γράμματα, μαθητεύοντας σε ένα καλό δάσκαλο, μελέτησε όλη την Παλαιά Διαθήκη. Ιδιαίτερα αγάπησε το Ψαλτήρι και τις Προφητείες, όπου διάβασε τις προρρήσεις των θεόπνευστων προφητών για την έλευση του Μεσσία.
Μετά το θάνατο των γονιών της, που της κληροδότησαν σημαντική περιουσία, δεν σαγηνεύτηκε από τη ζωή των ανέσεων, της πολυτέλειας και της απόλαυσης. Έζησε σεμνά και λιτά, ελεώντας τους φτωχούς. Ο μισόκαλος διάβολος, όμως, βλέποντας την ενάρετη βιοτή της, φθόνησε. Έστειλε, λοιπόν, επτά δαιμόνια που την κυρίεψαν. Για να λυτρωθεί από τη δαιμονική κυριαρχία, κατέφυγε στον Ιησού, το γιατρό των ψυχών και των σωμάτων, που είχε αρχίσει τότε να κηρύσσει και να θαυματουργεί. Και Εκείνος, ως παντοδύναμος και φιλάνθρωπος, τη θεράπευσε, φυγαδεύοντας τα πονηρά πνεύματα.
Από την ημέρα της θεραπείας της η Μαρία, πιστεύοντας πια ακράδαντα πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας των προφητειών, Τον ακολουθούσε παντού, στις πόλεις και στα χωριά, που περιόδευε, φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας του Θεού, και πρόσφερε από τα υπάρχοντά της για τη συντήρηση τόσο Εκείνου όσο και των μαθητών Του. Ας σημειωθεί εδώ, πως η Μαγδαληνή Μαρία, που φύλαξε ως το τέλος της ζωής της την αγνεία και την παρθενία της, δεν πρέπει να συγχέεται με την αμαρτωλή γυναίκα, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τo Χριστό, αναδείχθηκε σε μια αφοσιωμένη μαθήτριά Του, σε μια ακούραστη διακόνισσα του Ίδιου και των αποστόλων Του, σε μια φιλόστοργη συντρόφισσα της Παναγίας Μητέρας Του, σε μια ταπεινή συνεργάτρια Του στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων. Ξεχώριζε απ’ όλες τις σεμνές γυναίκες, που βρίσκονταν κοντά Του. Όπως ο Πέτρος ήταν ο κορυφαίος των μαθητών Του, έτσι και η Μαγδαληνή Μαρία ήταν η κορυφαία των μαθητριών Του. Εκείνη, μάλιστα, έμεινε πιστή στο θειο Διδάσκαλο της ως το τέλος, ενώ ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές λίγο πριν παραδοθεί στο Πόντιο Πιλάτο.
Τη σύλληψη, την ανάκριση, τη μαστίγωση, τους εμπαιγμούς, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, και όλα τα παθήματα του Κυρίου τα παρακολούθησε με αγωνία και πόνο από μακριά, μαζί με την Ύπεραγία Θεοτόκο και άλλες γυναίκες. Και όταν Εκείνος σταυρώθηκε στο Γολγοθά, πήγε και στάθηκε, καταλυπημένη μα άφοβη, κάτω απ’ το Σταυρό, δίπλα στη Μητέρα Του, τη θεία Του Μαρία του Κλωπά και το μαθητή Του Ιωάννη.
Έμεινε εκεί, ώσπου ο Λόγος του Θεού παρέδωσε το πνεύμα στον ουράνιο Πατέρα Του. Πνίγοντας την απερίγραπτη οδύνη και τα δάκρυα της, παρηγόρησε και στήριξε τη συντριμμένη θεομήτορα, που άρχισε να σπαράζει και να οδύρεται, όταν άκουσε τον αγαπημένο της Υιό να ψελλίζει το «Τετέλεσται».
Παραβρέθηκε η Μαρία και στην αποκαθήλωση του πάνσεπτου Κυριακού Σώματος από το Σταυρό. Είδε τον Ιωσήφ και το Νικόδημο να Το αλείφουν με σμύρνα και αλόη, να Το τυλίγουν ευλαβικά σε λευκό σεντόνι και να Το ενταφιάζουν σ’ ένα κήπο δίπλα στο Γολγοθά. Και όταν οι δύο κρυφοί μαθητές αναχώρησαν, εκείνη και η Μαρία του Ιωσή κάθισαν απέναντι από τον Τάφο. Έκλαψαν εκεί ως το σούρουπο. Ύστερα έφυγαν κι αυτές, όχι για να κρυφτούν, όπως oι απόστολοι, που είχαν κλειδαμπαρωθεί σ’ ένα σπίτι «διά τον φόβον των Ιουδαίων». Έφυγαν για ν’ αγοράσουν από τα Ιεροσόλυμα μύρα πολύτιμα και αρώματα ακριβά, Μ’ αυτά θα ξανάρχονταν στον Τάφο, για ν’ αλείψουν τιμητικά το θείο Σώμα.
Ήταν βράδυ Παρασκευής. Την άλλη μέρα, λόγω της αργίας του Σαββάτου, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Έτσι, την ημέρα μετά το Σάββατο, οι μαθήτριες του Κυρίου, με επικεφαλής τη Μαγδαληνή Μαρία, ήρθαν από τα βαθιά χαράματα στο Τάφο, έχοντας μαζί τους τα αρώματα. Στο δρόμο έλεγαν: «Ποιός θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;». Γιατί ο τάφος ήταν κλεισμένος με μια πολύ μεγάλη πέτρα. Φτάνοντας όμως εκεί, διαπίστωσαν με έκπληξη πως η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της. Μπήκαν στο Τάφο, και τί να δουν! Ένας λευκοντυμένος νέος καθόταν στα δεξιά. Τρόμαξαν. «Μην τρομάζετε!», τις καθησύχασε. «Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον σταυρωμένο; Δεν είναι εδώ. Αναστήθηκε! Να και ο τόπος που Τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα να πείτε στους μαθητές Του και στον Πέτρο, ότι θα πάει πρώτος στη Γαλιλαία, όπου και θα τους περιμένει. Εκεί θα Τον δουν, καθώς τους είχε πει». Οι γυναίκες βγήκαν αμέσως από το μνήμα κι έφυγαν έντρομες και σαστισμένες. Από φόβο δεν είπαν σε κανέναν τίποτα. Καμιά τους δεν κατανόησε τότε τη σημασία των λόγων του αγγέλου. Καμιά τους δεν συνειδητοποίησε ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί από τους νεκρούς.
Έτρεξε, λοιπόν, η Μαγδαληνή Μαρία στους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα», τους είπε συγχυσμένη. «Τον πήραν, και δεν ξέρουμε πού Τον έβαλαν». Οι δύο μαθητές του Κυρίου πήγαν γοργά στο Τάφο. Μπαίνοντας μέσα, δεν βρήκαν παρά τις πάνινες λουρίδες και το σουδάριο του Νεκρού. Έφυγαν απορημένοι, αφήνοντας μόνη τη Μαρία, που στεκόταν εκεί έξω κι έκλαιγε. Σε μια στιγμή, ανάμεσα στ’ αναφιλητά της, έσκυψε να δει μέσα στο μνήμα. Βλέπει τότε δύο λευκοντυμένους αγγέλους να κάθονται εκεί όπου πρωτύτερα βρισκόταν το Σώμα του Ιησού, «Γιατί κλαις, γυναίκα;», τη ρώτησαν. «Γιατί πήραν τον Κύριο μου», αποκρίθηκε εκείνη, «και δεν ξέρω πού Τον έβαλαν». Αλλά, να! Ένιωσε ότι κάποιος ήταν πίσω της. Γύρισε και είδε τον Ιησού να στέκεται όρθιος, «Γιατί κλαις; Ποιόν ζητάς;», τη ρώτησε. Δεν τον αναγνώρισε αμέσως. Νόμισε πως ήταν ο κηπουρός. «Αν Τον σήκωσες εσύ, πες μου πού Τον έβαλες, για να Τον πάρω», παρακάλεσε. «Μαρία!», της είπε τότε Εκείνος. «Διδάσκαλε!», αναφώνησε έκπληκτη, αναγνωρίζοντάς Τον. Έκανε να πέσει στα πόδια Του για να τ’ ασπασθεί, μα την εμπόδισε. «Μη με αγγίζεις, γιατί δεν ανέβηκα ακόμα στον Πατέρα μου. Πήγαινε, όμως, στους αδελφούς μου και πες τους ότι ανεβαίνω σ’ Εκείνον που είναι δικός μου και δικός τους Πατέρας, δικός μου και δικός τους Θεός». Χωρίς χρονοτριβή η Μαρία πήγε στους μαθητές, τους ανακοίνωσε πως είδε τον Κύριο και τους διηγήθηκε όσα της είπε.
Η μακαρία Μαγδαληνή, λοιπόν, αξιώθηκε να δει πρώτη τον αναστημένο Χριστό. Αυτή προστάχθηκε ν’ αναγγείλει στους αποστόλους την Ανάσταση. Αυτή έγινε ο πρώτος κήρυκας του Ευαγγελίου, που συνέχισε να το κηρύττει ως την οσιακή τελευτή της.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, σύχναζε στο ανώγι των Ιεροσολύμων, όπου μαζεύονταν για προσευχή οι έντεκα απόστολοι, άλλοι μαθητές και μαθήτριες του Ιησού, καθώς και η Παναγία Μητέρα Του.
Αφού μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς, έμεινε μαζί με τη Θεοτόκο στο σπίτι του ευαγγελιστή Ιωάννη. Και μετά την Πεντηκοστή, όταν οι θείοι απόστολοι, έχοντας λάβει το Άγιο Πνεύμα, σκορπίστηκαν στην οικουμένη για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλους τους λαούς, άφησε και η φιλόχριστη Μαρία την Αγία Πόλη, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως πάντα, κατευθύνθηκε προς τη Ρώμη, για να συναντήσει τον αυτοκράτορα· θα του ζητούσε ν’ αποδώσει δικαιοσύνη για τον άδικο θάνατο του Διδασκάλου της. Ως μιμήτρια των αποστόλων και ισαπόστολος, σ’ όλο το μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι της, κήρυττε τον αναστημένο Ιησού. «Ποιός μπορεί να διηγηθεί τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την οδοιπορία της; Και ποιός μπορεί να υπολογίσει το πλήθος των ανθρώπων που προσείλκυσε στη πίστη με τη σαγήνη του Ευαγγελίου;», αναρωτιέται ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Χρόνια κράτησε η πορεία της προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, πορεία που, με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, και τέλος καλό είχε και με ιεραποστολική επιτυχία στεφανώθηκε.
Αυτοκράτορας ήταν τότε ο διάδοχος του Αυγούστου, ο Τιβέριος. Σε αυτόν, έπειτα από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσε να παρουσιαστεί η αγία· του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια το πως οι Ιουδαίοι αρχιερείς Άννας και Καϊάφας παρέδωσαν από φθόνο τον Ναζωραίο Ιησού στον Πόντιο Πιλάτο και πως στη συνέχεια ο ηγεμόνας, μολονότι κατάλαβε πως Εκείνος ήταν αθώος, επέτρεψε τη σταύρωσή Του. Ο Τιβέριος πρόσταξε να έρθουν στη Ρώμη για ν’ απολογηθούν στον ίδιο οι τρεις κύριοι υπαίτιοι της θανατώσεως του Ιησού. Απ’ αυτούς ο Καϊάφας πέθανε στη Κρήτη, που στάθμευσε για λίγο το πλοίο που τους μετέφερε. Οι άλλοι δύο, ο Άννας και ο Πιλάτος, έφτασαν στη πρωτεύουσα, όπου, επειδή οι εξηγήσει τους για τη σταύρωση του Κυρίου δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές, τιμωρήθηκαν παραδειγματικά από τον αυτοκράτορα.
Η γενναία Μαγδαληνή αφοσιώθηκε πια ολοκληρωτικά στο αποστολικό έργο. Αφού κήρυξε στη Ρώμη, όπου κατήχησε και στερέωσε στη πίστη πολλούς, περιόδευσε στην Ιταλία και τη Γαλλία. Επιστρέφοντας ύστερα στη Παλαιστίνη, πέρασε από την Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Συρία και την Παμφυλία. Σ’ όλες αυτές τις χώρες διαλαλούσε την Ανάσταση του Ιησού και ευαγγελιζόταν τη σωτηρία του κόσμου.
Φτάνοντας στα Ιεροσόλυμα, έμεινε μαζί με τη θεομήτορα Μαριάμ, διακονώντας την ως την ένδοξη μετάστασή της. Παράλληλα βοηθούσε και τον απόστολο Πέτρο στο έργο του.
Αργότερα πήγε στην Έφεσο, για να συντρέξει τον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου, τον Ιωάννη, που ζούσε και δίδασκε εκεί μέσα σε δυσκολίες και κινδύνους. Έμεινε κοντά του ως την αναχώρησή της από τα εγκόσμια, συμμετέχοντας στους κόπους και στις θλίψεις του. Οδήγησε κι εκείνη πολλούς στην πίστη. Ο λαός της Εφέσου την αγάπησε για τη φιλανθρωπία, τη καλοσύνη και τη σεμνότητά της.
Αλλά ήρθε κάποτε και η ώρα της υποταγής της στον κοινό νόμο ης ανθρώπινης φύσης, το σωματικό θάνατο. Ύστερα από μια σύντομη ασθένεια, λοιπόν, παρέδωσε το πνεύμα στον αγαπημένο της Κύριο. Ο απόστολος Ιωάννης και οι Εφέσιοι χριστιανοί ενταφίασαν με τιμές το σώμα της, έξω από τη σπηλιά, όπου είχαν κοιμηθεί οι άγιοι Επτά Παίδες. Πολλά θαύματα έγιναν την ώρα της ταφής της.
Το 890 ο αυτοκράτορας Λέων Στ ο Σοφός (886 -912) ανακόμισε το τίμιο λείψανό της στη Κωνσταντινούπολη και το τοποθέτησε στην περικαλλή μονή του Αγίου Λαζάρου. Η ανακομιδή εκείνη εορτάζεται στις 4 Μαΐου, ενώ η μνήμη της αγίας στις 22 Ιουλίου.
(Μ.Σ.Π. «Πάντα τα ΄Εθνη», τεύχος 94)