Η Αγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα (4 Δεκεμβρίου)
Η Αγία μεγαλομάρτυς Βαρβάρα γεννήθηκε το 290 μ. Χ. στην αρχαία πόλη της Κοίλης Συρίας Ηλιούπολη, σημερινή πόλη του Λιβάνου με το όνομα Μπαλμπέκ ( πόλη του Βάαλ = του ηλίου) επί Ρωμαίου αυτοκράτορος Μαξιμιανού, μεγάλου διώκτη των χριστιανών. Ο πατέρας της Διόσκορος ήταν έπαρχος, τοπικός διοικητής της Ηλιούπολης, πλούσιος με κοσμική λάμψη και δύναμη, φανατικός όμως ειδωλολάτρης. Για να προφυλάξει την μονάκριβη και πανέμορφη κόρη του και να τη διατηρήσει αγνή και άφθορη έκτισε ένα πύργο μέσα στον οποίο υπήρχε ένα πολυτελές σπίτι. Εκεί εγκατέστησε την Βαρβάρα μέχρι να έλθει σε ηλικία γάμου.
Ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής που γράφει το βίο και το μαρτύριο της ( P.G. 116, 302-316) αναφέρει ότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος την οδήγησε και τη φώτισε να γνωρίσει τον αληθινό Θεό. Σε άλλα μαρτυρολόγια γράφεται ότι μια χριστιανή που ήταν στην υπηρεσία της την μύησε στον χριστιανισμό και κάποιος ιερέας την βάπτισε. Επειδή διακρινόταν για την ευγενική καταγωγή και τον πλούτο της πολλοί την ζήτησαν σε γάμο. Ο πόθος της αγνότητος όμως είχε καταλάβει τη ψυχή της γι’ αυτό αρνήθηκε επίμονα τις προτάσεις. Ο πατέρας της δεν την πίεσε αλλά πίστευε ότι θα αλλάξει γνώμη με τη πάροδο του χρόνου.
Ο Διόσκορος έμαθε από τη Αγία Βαρβάρα ότι είναι χριστιανή… εξ αιτίας μιάς παρεμβάσεως στην κατασκευή ενός λουτρού. Η αγία έδωσε διαταγή στους τεχνίτες να κατασκευάσουν τρία παράθυρα αντί δύο που διέταξε ο πατέρας της. Όταν αυτός ζήτησε εξήγηση από την κόρη του αυτή του είπε ότι το φώς των τριών παραθύρων φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο εννοώντας το φως του Τριαδικού Θεού. «Έκαμε το σημείο του Σταυρού· και εν συνεχεία, δείχνοντας τα τρία δάκτυλα της, του είπε: Κοίτα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα· από το φως αυτό όλη η κτίση φωτίζεται νοερώς και λάμπει».
Αυτή η διαφορετική άποψη, η διαφορετική αντίληψη και πίστη από την δική του τον οδήγησε στη θηριωδία. Ξεχνώντας ότι είναι πατέρας έγινε τύραννος και φονιάς. Την κατεδίωξε με το ξίφος για να την σκοτώσει. Η Αγία με θαύμα διασώθηκε. Ο πατέρας της γεμάτος θυμό και οργή έψαξε και τη βρήκε σε ένα βουνό τη μαστίγωσε ανηλεώς και μέ βία την οδήγησε στο ηγεμόνα Μαρκιανό καταγγέλοντάς την ότι αρνήθηκε τους πάτριους θεούς.
Από τη στιγμή εκείνη άρχισε το μαρτύριο της αγίας. Στην αρχή ο Μαρκιανός μεταχειρίστηκε κολακείες παρακαλώντας την να θυσιάσει στους θεούς. Βλέποντας το άκαμπτο φρόνημα της άρχισε τα βασανιστήρια. Την κτύπησαν με σκληρά βούνευρα, έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα υφάσματα για αισθάνεται περισσότερους πόνους, ενώ το αίμα της κατακοκκίνησε όλο το έδαφος. Μετά την έκλεισε στη φυλακή. Εκεί εμφανίστηκε ο Κύριος, ο οποίος θεράπευσε τις πληγές της και ήταν «ωσάν να μήν υπήρχαν εξαρχής, εξαφανίστηκαν από το σώμα της και δεν φαινόταν ούτε ίχνος». Βλέποντας τα θαυμαστά γεγονότα η Ιουλιανή, μια γυναίκα θεοσεβής, πίστεψε και προετοίμασε τον εαυτό της για το μαρτυρίο.
Όταν εμφανίστηκε για δεύτερη φορά μπροστά στον Μαρκιανό όλοι εξεπλάγησαν γιατί στο «σώμα της δεν διακρινόταν ούτε η παραμικρή αμυχή, ούτε ο ελάχιστος μώλωπας». Ο ηγεμόνας απέδωσε τη θεραπεία στους Θεούς του. Η αγία Βαρβάρα όμως του εξήγησε ότι η θεραπεία έγινε από τον Χριστό που είναι «ο Υιός του ζώντος Θεού, τον οποίον εσύ δεν μπορείς να δεις, γιατί τα μάτια της ψυχής σου είναι τυφλωμένα από το βαθύ σκοτάδι της ασεβείας».
Εξοργισμένος ο Μαρκιανός διέταξε «να ξεσχίσουν με σιδερένια νύχια τις πλευρές της Μάρτυρος· …να τις κατακαίνε με πύρινες λαμπάδες τα ήδη ξεσκισμένα από τα σιδερένια νύχια μέλη της και να της χτυπάνε με σφυρί τήν τίμια κεφαλή της». Κατεδίκασε δε στα ίδια μαρτύρια και την Ιουλιανή που συμπαραστεκόταν χύνοντας δάκρυα για την αγία Βαρβάρα. Η μάρτυς του Χριστού υπέμενε το μαρτύριο προσευχόμενη στον Χριστό. Μετά διαταγή του τυράννου απεκόπησαν με σμίλη οι μαστοί των δύο γυναικών. Αφού φυλακίστηκε η Ιουλιανή, η αγία Βαρβάρα οδηγήθηκε σε διαπόμπευση γυμνή μέσα στους δρόμους της πόλης για να γελοιοποιηθεί. Ο Κύριος όμως εισάκουσε την προσευχή της: « Εσύ σκέπασε και τη δική μου γύμνωση και κάμε τα μέλη μου να γίνουν αθέατα στα μάτια των ασεβών, ώστε εγώ η δούλη σου, Χριστέ μου, να μή γίνω μυκτηρισμός και χλευασμός από αυτούς που στέκονται γύρω μας», εμφανίσθηκε σ’ αυτήν «πλημμύρισε την καρδιά της από χαρά και αγαλλίαση αφενός και αφετέρου την περιέβαλε με μιά αόρατη στολή· και αφού η Αγία έτσι πέρασε τη διαπόμπευση, παρέστη και πάλι στο μιαρό Μαρκιανό».
Αυτός για να μη εξευτελιστεί περισσότερο επιχειρώντας τα αδύνατα διέταξε τον αποκεφαλισμό των δύο γυναικών. Σε όλα τα μαρτύρια της αγίας Βαρβάρας ήταν παρών ο κακούργος και παιδοκτόνος πατέρας της, ο Διόσκορος. Μόλις άκουσε την καταδικαστική απόφαση παρέλαβε την κόρη του για να την αποκεφαλίσει ο ίδιος. Οδηγήθηκε σε ένα κοντινό βουνό και παρκάλεσε τον Θεό: « Εσύ τώρα, Βασιλεύ, εισάκουσε την προσευχή μου, και όποιον στον οίκο του μνημονεύει το Όνομά σου και τα μαρτύρια μου για τη δόξα του Ονόματος σου, αυτόν και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του αξίωσε τους να μήν τους αγγίξει καμιά λοιμώδης νόσος ούτε κάτι άλλο από εκείνα που μπορούν να φέρουν στα σώματα βλάβη και πόνο». Μια παράδοξη φωνή ακούστηκε από τον ουρανό που καλούσε τις δύο μάρτυρες να πάνε εκεί και υποσχόταν την εκπλήρωση των αιτημάτων της Αγίας Βαρβάρας.
Η αγία Βαρβάρα, καρπός καλός από δένδρο φαύλο, δέχθηκε από το ξίφος του πατέρα της την τελείωση της. Όπως αναγράφεται στους στίχους του συναξαρίου: «Ξίφει πατήρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα, υπήρξε άλλος Αβραάμ Διαβόλου» ( Ο πατέρας που σε θυσίασε με το ξίφος, μάρτυς Βαρβάρα, υπήρξε άλλος Αβραάμ αλλά του διαβόλου). Ο πατέρας αμέσως τιμωρήθηκε από τη θεία δίκη. « Ενώ κατέβαινε από το βουνό, χτυπήθηκε από κεραυνό, και εκβλήθηκε παντελώς από τη ζωή…Η λάμψη και ο κρότος του θεήλατου εκείνου πυρός, του κεραυνού, έφτασε μέχρι τον ηγεμόνα Μαρκιανό».
Τα σώματα των αγίων τα ενεταφίασε ένας ευσεβής και φιλόθεος άνδρας, ο Ουαλεντίνος σε ένα τόπο που ονομάζεται Γελασσός κοντά στην Ηλιούπολη. Το ιερό λείψανο μετακομίστηκε στην Κων/λη απο τον Λέοντα ΣΤ΄ το Σοφό και τοποθετήθηκε σε ναό επ’ ονόματι της αγίας. Τμήματα του λειψάνου μεταφέρθηκαν στην Βενετία και στο Κίεβο.
Η εορτή της Αγίας Βαρβάρας έχει οριστεί επίσημη εορτή του Πυροβολικού σε πολλά κράτη του κόσμου. Ο τιμωρός αυτός κεραυνός που σκότωσε τον πατέρα της συμβολίζει τα πυρά του Πυροβολικού. Για πρώτη φορά έγινε επίσημος εορτασμός στην Ελλάδα την 4η Δεκεμβρίου 1829. Τότε έγινε δοξολογία και δόθηκε δείπνο, για τους αξιωματικούς και οπλίτες του Πυροβολικού. Η εικόνα της τοποθετείται στα ασπίδια των πυροβόλων όπλων.