Από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη: Η ενανθρώπιση του Άσαρκου Λόγου
Ιεροδιάκονος Χαρίτων Θεοδώρου
Η Παλαιά Διαθήκη συνιστά την κατ’εξοχήν Αποκάλυψη του Θεού προς τους αρχαίους λαούς, καθώς δεν αποτελεί μια ιστορική καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος, αλλά αναφέρεται στα όσα η παρουσία και η ενέργεια του Θεού επιτέλεσε καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που καταγράφεται στα βιβλία της. Η Παλαιά Διαθήκη από αρχής εώς τέλους αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Θεού, στην πραγμάτωση της πρώτης προφητική πρόρρηση της Παλαιάς Διαθήκης από τον ίδιο τον Θεό προς τον πεπτωκότα άνθρωπο. Απευθυνόμενος ο Θεός προς τον αρχέκακο όφι στον οποίο εκρύπτετο ο διάβολος του λέγει: «καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν.» (Γεν. 3,15).
Στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης γίνεται συνεχής αναφορά στον αναμενόμενο Μεσσία, καθώς οι προφήτες προσβλέπουν στο πρόσωπο αυτό και μέσα από τον προφητικό τους λόγο παρουσιάζεται ο Άσαρκος Λόγος, ως ο αναμενόμενος Μεσσίας, τόσο των Ισραηλιτών όσο και των Εθνικών. Όλα τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης όχι μόνο έχουν ως κεντρικό θέμα το πρόσωπο του Χριστού μέρα από τις προφητικές προρρήσεις, τους τύπους και τα σύμβολα, αλλά αναφέρονται και σε επιμέρους περιστατικά και γεγονότα της επί γης παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού. Ιδιαίτερη αναφορά μεταξύ άλλων γίνεται και στην πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον Υιό του Θεού μέσα από την σχετική αναφορά και υπενθύμιση των προφητειών στα γεγονότα του Ευαγγελισμού, της Γεννήσεως, της Περιτομής και της Υπαπαντής του Κυρίου.
Επομένως η Παλαιά Διαθήκη είναι προσανατολισμένη στην Καινή Διαθήκη, εισαγωγή της οποίας αποτελεί, ως παιδαγωγός εις Χριστόν, και η Καινή Διαθήκη αποτελεί επισφράγιση και επαλήθευση της Παλαιάς Διαθήκης, ώστε και οι δύο Διαθήκες να αποτελούν ως η κατ’εξοχήν Αποκάλυψη του Θεού.
Οι συγγραφείς και συντάκτες της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρονται, όπως ήδη σημειώθηκε, στο πρόσωπο του Μεσσία προφητικώς, ενώ οι της Καινής συνδέουν τα γεγονότα της Παλαιάς με τα γεγονότα και τη δράση του Χριστού, καθώς οι Ευαγγελιστές επιδιώκουν την επαλήθευση των λόγων τους στους λόγους και τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ο οποίος χρησιμοποιεί πλήθος χωρίων από την Παλαιά Διαθήκη, καθώς βασίζεται στη πεποίθηση πως οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης εκπληρώνονται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Άλλωστε οι διηγήσεις της γέννησης στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου αρχίζουν με την φράση «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος» (Μτθ, 1,22).
Οι περικοπές εκπλήρωσης και στα τέσσερα Ευαγγέλια συνήθως προέρχονται από τα βιβλία των προφητειών και εισάγονται κάθε φορά με μια δηλωτική φράση, η οποία τονίζει πως τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης λαμβάνουν χώρα με σκοπό να εκπληρωθούν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφερόμενος στις αμφιβολίες του Ιωσήφ (Μθ. 1,18-21) χρησιμοποιεί την προφητεία του Ησαΐα (Ησ. 7,14), με προφανή στόχο να διαλύσει τις τυχόν αμφιβολίες των αναγνωστών του σχετικά με τη θαυματουργή σύλληψη του Ιησού σημειώνοντας χαρακτηριστικά «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Μθ. 1,23). Αναφορικά με την προσκύνηση των τριών Μάγων ο Ματθαίος ανατρέχει και πάλι στον προφήτη Ησαΐα «καὶ ἔσονται βασιλεῖς τιθηνοί σου, αἱ δὲ ἄρχουσαι τροφοί σου· ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς προσκυνήσουσί σε καὶ τὸν χοῦν τῶν ποδῶν σου λείξουσι· καὶ γνώσῃ ὅτι ἐγὼ Κύριος, καὶ οὐκ αἰσχυνθήσονται οἱ ὑπομένοντές με» (Ησ.49,23).
Σχετικά με τον τόπο της γεννήσεως του Μεσσία ο Ματθαίος με αφορμή την αναζήτηση του νηπίου από τον Ηρώδη ανατρέχει στην προφητεία του Μιχαία (Μιχ. 5,1), που αναφέρεται στη Βηθλεέμ, «καὶ σύ, Βηθλεέμ οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰουδα· ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος.» (Μτθ. 2,6).
Αλλά και τα γεγονότα που ακολουθούν, όπως η φυγή στην Αίγυπτο και η σφαγή των νηπίων, και καταγράφονται από τον Ματθαίο έχουν παλαιοδιαθηκική τεκμηρίωση και επιβεβαίωση. Με αφορμή την φυγή στην Αίγυπτο ο Ματθαίος θυμάται την προφητεία του Ωσηέ (Ωσ. 11,1): «Διότι νήπιος Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ἠγάπησα αὐτὸν καὶ ἐξ Αἰγύπτου μετεκάλεσα τὰ τέκνα αὐτοῦ» (Μτθ. 2,15), αλλά και με τη σφαγή των νηπίων, που συνδέεται με την ανζήτηση του βρέφους από τον Ηρώδη ο Ματθαίος να αναφέρει την προφητεία του Ιερεμία (Ιερ. 31,15), σημειώνοντας χαρακτηριστικά «’Ὀὕτως εἶπεν κύριος Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη θρήνου καὶ κλαυθμοῦ καὶ ὀδυρμοῦ· Ῥαχήλ ἀποκλαιομένη οὐκ ἤθελεν παύσασθαι ἐπὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῆς, ὅτι οὐκ εἰσίν» (Ματθ. 2,18).
Ο Ευαγγελιστής, όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους Ευαγγελιστές και Αποστόλους συγγραφείς των Επιστολών, χρησιμοποιεί τις μεσσιανικές προφητείες στην αφήγηση της γέννησης του Ιησού επιθυμώντας να καταδείξουν ην εκπλήρωσή στο πρόσωπο του Χριστού. η Γέννηση του Χριστού αποτελεί την απαρχή ενός καινούργιου κόσμου, μιας «καινής κτίσης». Το πρόσωπο του Μεσσία υπήρξε για τον αρχαίο κόσμο και ιδιαίτερα για τον Ισραηλιτικό λαό η «προσδοκία» όλων των εποχών. Η γέννησή Του έσχισε την ιστορία στα δύο, στην προ Χριστού εποχή, στην εποχή της πτώσεως, αλλά και της προετοιμασίας του κόσμου για τη σωτηρία, και στην μετά Χριστόν εποχή, στην εποχή της χάριτος και του αγιασμού.