Θεός «ενανθρώπισεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»,
«Βηθλεέμ ετοιμάζου, ευτρεπιζέσθω η φάτνη, το σπήλαιον δεχέσθω, η Αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμε και Θεός ανθρώποις εκ Παρθένου πεφανέρωται, μορφωθείς το καθ’ ημάς και θεώσας το πρόσλημμα».
Στον λειτουργικό κύκλο των ακίνητων εορτών, τα Χριστούγεννα καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση και μαζί με την εορτή των Φώτων σηματοδοτούν μια κεντρική περίοδο του εκκλησιαστικού έτους, που ξεκινά πολύ πριν το Άγιο Δωδεκαήμερο. Μικρές υμνολογικές στάσεις στο «ταξίδι» προς το «Πάσχα του χειμώνα», όπως ονόμαζε τα Χριστούγεννα ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, θα πραγματοποιήσουμε στις ακόλουθες γραμμές με σημείο αναφοράς ελάχιστα δείγματα της επίκαιρης εκκλησιαστικής ποίησης, υπενθυμίζοντας την εξαιρετική ποιητική και αισθητική τους αξία και παράλληλα τη βαθιά και καίρια θεολογική τους σημασία. Η απαράμιλλη υμνογραφία των Χριστουγέννων συνιστά την τρανή απόδειξη ότι η εκκλησιαστική λατρεία δεν στοχεύει στην καλλιτεχνική τέρψη, αλλά στη θεολογική διδαχή, στη μετάδοση του σωτηρίου μηνύματος ότι ο Θεός «ενανθρώπισεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», κατά την πυκνή διατύπωση του Μ. Αθανασίου. […]
Το αποκορύφωμα της χριστουγεννιάτικης υμνογραφίας είναι η κύρια ημέρα του εορτασμού της του Χριστού κενώσεως με βαθυστόχαστα, μεγαλόπνοα, και θεολογικότατα ποιητικά κείμενα. Μετά το τέλος της ακολουθίας των Ωρών τελείται ο Μεγάλος Εσπερινός με τη Θ. Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, κατά την οποία ψάλλονται θαυμάσια ιδιόμελα στιχηρά. Το πρώτο μας καλεί να χαρούμε («Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω…»), διότι «η απαράλλακτος εικών του Πατρός, ο χαρακτήρ της αϊδιότητος αυτού μορφήν δούλου λαμβάνει» και γι αυτό «πάσα πνοή αινεί Σε τον χαρακτήρα της δόξης του Πατρός. Ο ών και προών και εκλάμψας εκ Παρθένου Θεός, ελεήσον ημάς». Σε έμμετρο λόγο ο υμνογράφος αναπτύσσει το χριστολογιό δόγμα, τη θεμελιώδη αλήθεια που η Εκκλησία ζει, ότι δηλαδή στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η θεία και η ανθρώπινη φύση αχώριστα, αδιαίρετα, ασύγχυτα και άτρεπτα, ότι ο Χριστός παραμένει αυτό που ήταν και προσλαμβάνει αυτό που δεν ήταν, ότι γεννιέται με τρόπο τελείως ξένο και παράδοξο από την Παρθένο Μαρία, για να αναπλάσει τον κόσμο, για να μεταλάβει πάλι ο άνθρωπος του Παραδείσου της τρυφής!
Ιδιαίτερο είναι και το επόμενο τροπάριο του εσπερινού: «Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ…», στο οποίο ο υμνογράφος Ανατόλιος απευθύνεται στον Χριστό δηλώνοντας απορία για το τι μπορεί να του προσφέρει και, αφού καταγράψει το πώς κάθε στοιχείο της κτίσης συμμετέχει στη Θεία Γέννηση, απαντά ότι το δώρο της ανθρωπότητας ήταν η Παναγία ό,τι πιο αγαθό, καθαρό, άμωμο είχε. Πολύ αξιόλογο, επίσης, είναι και το δοξαστικό του εσπερινού, κορυφαία έκφραση της καλλιτεχνικής δημιουργίας της ποιήτριας αγίας Κασσιανής: «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης η πολυαρχία των ανθρώπων επαύσατο, και σου δε ενανθρωπήσαντος εκ της αγνής η πολυθεΐα των ειδώλων κατήργηται…». Δομημένο σε σχήμα αναλογιών και αντιθέσεων και κάνοντας χρήση της ομοτονίας και της ισοσυλλαβίας, αντιπαραβάλλει την κοσμική βασιλεία του αυτοκράτορα και τη βασιλεία του Θεού που εγκαινιάζεται με τη σάρκωση του Λόγου. «Υπό μίαν βασιλείαν εγκόσμιον αι πόλεις γεγένηνται. Και εις μίαν δεσποτείαν θεότητος τα έθνη επίστευσαν. Απεγράφησαν οι λαοί τω δόγματι του Καίσαρος, επεγράφημεν οι πιστοί ονόματι θεότητος…».
Κεντρική θέση στην ακολουθία των Χριστουγέννων έχει το κοντάκιο της εορτής: «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει…», που είναι το προοίμιο εκτενούς ύμνου («κοντακίου») του Ρωμανού του Μελωδού, μεγαλειώδες δείγμα της ποιητικής του τέχνης. Σύμφωνα με την παράδοση είναι ο πρώτος ύμνος που συνέθεσε, κατόπιν οράματος της Παναγίας, με δραματοποιημένους διαλόγους παρομοιώσεις, αντιθέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίθεσης είναι η επωδός που επισφραγίζει όλους τους οίκους (στροφές): «Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός», και η οποία συνοψίζει όλο το πιστεύω της Εκκλησίας για τον Χριστό. Από την ακολουθία του Όρθρου θα ήταν παράλειψη να μη σημειώσουμε το δεύτερο κανόνα της εορτής γραμμένο σε ιαμβικό μέτρο από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Έσωσε λαόν θαυματουργών δεσπότης, υγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας πάλαι. Εκών δε τεχθείς εκ Κόρης, τρίβον βατήν πόλου τίθησιν ημίν, όν κατ’ ουσίαν ίσον τε πατρί και βροτοίς δοξάζομεν» (Δηλαδή: Έσωσε τον (Ισραηλιτικό) λαό κάποτε με θαυματουργία ο δεσπότης Θεός, αφού έκανε στεριά το υγρό κύμα της θάλασσας. Και τώρα αφού τέχθηκε με τη θέλησή του από την Παρθένο, ανοίγει για εμάς δρόμο βατό προς τον ουρανό, τον οποίον Κύριο δοξάζουμε ως ίσο ως προς την ουσία και με το Θεό Πατέρα και με τους ανθρώπους).
Στον ειρμό της ενάτης ωδής εκφράζει την αδυναμία του να υφάνει ύμνους κατάλληλους και αντάξιους του ανέκφραστου μυστηρίου της σαρκώσεως, για το οποίο προτιμητέα είναι η σιωπή («ράον σιωπήν»). Η υπόλοιπη ακολουθία είναι επίσης αξιοπρόσεκτη: «Επεσκέψατο ημάς…», «Ο Πατήρ ηυδόκησεν, ο Λόγος σαρξ εγένετο…».
Ο εορτασμός των Θείων Γενεθλίων διαρκεί πέντε ημέρες με μεθεόρτιες ακολουθίες μέχρι την 31 Δεκεμβρίου, που αποδίδεται στο επόμενο έτος. Εν τω μεταξύ, τη δεύτερη μέρα εορτάζουμε τη Σύναξη προς τιμήν της Παναγίας, σύμφωνα με την τάξη που θέλει μετά τις μεγάλες γιορτές να τιμούμε τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτές.
Θωμά Μήλτου
Από το περιοδικό
«Τόλμη» Τευχ. 69 Δεκέμβριος 2006