skip to Main Content

Η Ραβέννα, η πόλη και οι ναοί της

 
O Άγιος Βιτάλιος στη Ραβέννα της Ιταλίας  
 
 
Η Ραβέννα, που έχει ετρουσκικές ρίζες, γνώρισε την πρώτη ανάπτυξή της στα χρόνια του Αυγούστου, ο οποίος έκτισε το επίνειό της Classis. Aπό την αφάνεια ωστόσο της επαρχιακής ζωής την έβγαλε ο αυτοκράτορας της Δύσης Ονώριος(395-423), ο γιος του Θεοδοσίου, όταν το 402, κάτω από την πίεση των ορδών του Αλάριχου, αποφάσισε τη μεταφορά της βασιλικής αυλής από το Μιλάνο στη Ραβέννα. Η νέα πρωτεύουσα κρίθηκε ασφαλέστερη και με ευκολότερη πρόσβαση στη θάλασσα, κάτι που εξασφάλιζε την τακτική επικοινωνία με την Ανατολή αλλά και τη δυνατότητα της διαφυγής σε περίπτωση κινδύνου.
Η ακμή της πόλης συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, ακόμα και μετά το 493 που καταλήφτηκε από τους Γότθους, οι οποίοι με τη σειρά τους την ανέδειξαν σε πρωτεύουσα του βασιλείου που εγκατέστησαν στην ιταλική χερσόνησο.
Η Ραβέννα απασχόλησε τον Ιουστινιανό ήδη από την περίοδο της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου. Έχοντας από τότε στραμμένη τη προσοχή του στο μεγάλο σχέδιο της ανακατάληψης της Δύσης, προσπάθησε με διάφορους τρόπους να στηρίξει τους ορθόδοξους πληθυσμούς της Ιταλίας, που ζούσαν κάτω από την πίεση των αιρετικών Γότθων.
Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος εφαρμόστηκε ένα σύστημα έμμεσης, τις περισσότερες φορές, χρηματοδότησης, για την ανέγερση μεγάλων ναών που θα ήταν σε θέση να συναγωνιστούν τους ναούς των κατακτητών. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε με σχέδιο και πράξη μετά την ανάρρηση του Ιουστινιανού στο θρόνο και κορυφώθηκε μετά την ανακατάληψη της περιοχής από τους Βυζαντινούς. Η Ραβέννα περιήλθε στη βυζαντινή διοίκηση το 540 με την εκστρατεία του Βελισσάριου και χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο του βυζαντινού στρατού και πρωτεύουσα του εξαρχάτου που ιδρύθηκε στην Ιταλία. Σε αυτόν το ρόλο παρέμεινε μέχρι και το 741, έτος κατάληψης της από τους Λογγοβάρδους. Το γεγονός ότι υπήρξε πρωτεύουσα επί πολλά χρόνια είχε ως αποτέλεσμα η πόλη να αποκτήσει σημαντικά μνημεία, όπως το βαπτιστήριο των Ορθοδόξων, το μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας, το μαυσωλείο του Θεοδώριχου κά. Αναμφίβολα όμως, εξέχουσα θέση στην πόλη κατέχουν τα μνημεία της εποχής του Ιουστινιανού.
Ναός Αγίου Βιταλίου
              
Η Βασιλική του Αγίου Βιταλίου είναι ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα της παλαιοχριστιανικής Βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής στη δυτική Ευρώπη. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 527, όταν η Ραβέννα ήταν υπό την εξουσία των Οστρογότθων και ολοκληρώθηκε το 546 επί του Βυζαντινού Εξαρχάτου της Ραβέννας. Είναι περισσότερο γνωστή για τον πλούτο των Βυζαντινών ψηφιδωτών της, τα μεγαλύτερα και καλύτερα διατηρημένα εκτός Κωνσταντινούπολης. Η εκκλησία είναι τεράστιας σημασίας για τη Βυζαντινή τέχνη, καθώς είναι η μόνη μεγάλη εκκλησία από την περίοδο του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ που σώζεται ουσιαστικά ανέπαφη μέχρι σήμερα. Ακόμη πιστεύεται ότι απεικονίζει το σχέδιο της Αίθουσας Ακροάσεων του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού Ανακτόρου (Χρυσοτρίκλινο).
Ο ναός αυτός άρχισε να κτίζεται μεταξύ των ετών 525-530 και αποπερατώθηκε 20 χρόνια μετά, το 547, όταν η περιοχή είχε περιέλθει στους Βυζαντινούς. Χρηματοδότης ήταν ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα με τη μεσολάβηση του Ιουλιανού, τοπικού αξιωματούχου που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του θρόνου στην Ιταλία. Τα στρατεύματα του στρατηγού Βελισσάριου ακολούθησαν Κωνσταντινουπολίτες αρχιτέκτονες και τεχνίτες, οι οποίοι οργάνωσαν τα ντόπια εργαστήρια και τα οδήγησαν σε μια καλλιτεχνική άνθηση με ιδιαίτερη, όπως ήταν φυσικό, την επίδραση της Βασιλεύουσας και των προτύπων της.
Τα μνημεία αποτέλεσαν σημείο αναφοράς και πρότυπο και συνέχισαν επί αιώνες να επηρεάζουν την ντόπια καλλιτεχνική παράδοση. Η περιοχή που δέχτηκε το μεγαλύτερο όγκο μνημείων ήταν η Ραβέννα, μια μικρή πόλη της βόρειας Ιταλίας, που υπήρξε η έδρα του βυζαντινού εξαρχάτου, μέχρι και την κατάλυσή του στα μέσα του 8ου αιώνα.
Πρόκειται για έναν ναό με οκταγωνική κάτοψη, που περιβάλλεται από διπλή στοά και νάρθηκα και παρουσιάζει ομοιότητες με το ναό του Αγίου Σέργιου και Βάκχου στην Πόλη. Στο εσωτερικό του ναού δεσπόζουν και εντυπωσιάζουν τα ψηφιδωτά και οι πολυτελείς μαρμάρινες διακοσμήσεις, ενώ τα περίτεχνα σκαλισμένα κιονόκρανα παιχνιδίζουν με την συνεχή εναλλαγή σκιάς και φωτός.
Ο Άγιος Βιτάλιος, όμως, είναι πασίγνωστος για τις ψηφιδωτές απεικονίσεις του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας. Οι παραστάσεις αυτές αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο με τα ψηφιδωτά της αψίδας. Στην κόγχη της αψίδας εικονίζεται ένας αγένειος -όπως ήταν η συνήθεια της εποχής- Χριστός, ο οποίος είναι ενδεδυμένος με πορφυρά ενδύματα και βρίσκεται καθισμένος πάνω στη σφαίρα του κόσμου, περιστοιχισμένος από δύο αγγέλους που κρατούν το μακρύ δόρυ των σιλεντιαρίων(αξιωματούχοι της αυλής). Ο Χριστός στο αριστερό του χέρι κρατά το βιβλίο της Αποκάλυψης, ενώ με το δεξί του χέρι προσφέρει τον στέφανο του μαρτυρίου στον Άγιο Βιτάλιο, που φορά στολή βυζαντινού αξιωματικού. Την παράσταση συμπληρώνει ο Άγιος Εκκλήσιος, ο οποίος προσφέρει στο Χριστό το ομοίωμα του ναού.
Το ψηφιδωτό διάκοσμο πλαισιώνουν δύο παραστάσεις που εξυμνούν το μεγαλείο της αυτοκρατορικής αυλής και δηλώνουν την ενότητα ανάμεσα στην ουράνια και στην επίγεια βασιλεία. Δεξιά λοιπόν και αριστερά της κεντρικής κόγχης παριστάνονται αντίστοιχα ο Ιουστινιανός με τους αυλικούς του και η Θεοδώρα με τις κυρίες της ακολουθίας της. Οι δύο ομάδες κρατούν στα χέρια τους χρυσά σκεύη, τα προσωπικά δώρα που προφανώς είχε στείλει το αυτοκρατορικό ζεύγος με την ευκαιρία των εγκαινίων του ναού. Για την ταυτότητα των εικονιζόμενων προσώπων μόνο εικασίες υπάρχουν και οι όποιες ταυτίσεις γίνονται με επιφύλαξη. Αριστερά του αυτοκράτορα, οι ιστορικοί της τέχνης υποθέτουν ότι πιθανόν να εικονίζεται ο έπαρχος του πραιτορίου, που  ήταν και ο αντιπρόσωπος του Ιουστινιανού στην πόλη, ενώ δεξιά του πιθανότατα παριστάνεται ο Βελισσάριος. Πλάι στον Ιουστινιανό, επικεφαλής μιας ομάδας εκκλησιαστικών, εικονίζεται ο αρχιεπίσκοπος Μαξιμιανός, ο οποίος εγκαινίασε το ναό το 547. Το όνομα του ιεράρχη είναι το μόνο που αναγράφεται πάνω από τα πρόσωπα, ενώ σύμφωνα με την κινησιολογία της παράστασης, ο Ιουστινιανός φαίνεται σαν να παρουσιάζει τον επίσκοπο στο ποίμνιό του. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Μαξιμιανός δεν είχε γίνει αρχικά δεκτός από την τοπική κοινότητα, η οποία σημειωτέον είχε εκλέξει άλλον για τη θέση αυτή. Η παρουσίαση από τον Ιουστινιανό σημαίνει ότι ο κληρικός απολάμβανε την εύνοια του αυτοκράτορα.
Στην παράσταση της Θεοδώρας αντίστοιχα, η γυναικεία μορφή που βρίσκεται δεξιά της ταυτίζεται από πολλούς με την Αντωνίνα, φίλη της αυτοκράτειρας και συζύγου του Βελισσάριου. Τα πρόσωπα έχουν απεικονιστεί με ευκρίνεια και καθαρές γραμμές, αντίθετα τα σώματα χάνονται πίσω από τις πτυχώσεις των πολυτελών ενδυμάτων, γεγονός που θέλει να τονίσει τον υπερφυσικό χαρακτήρα της αυτοκρατορικής αυλής, τοποθετώντας την σε επίπεδου μεταξύ ουρανού και γης.                      
Χωρίς αμφιβολία, το αισθητικό αποτέλεσμα αλλά και το ισχυρό πολιτικό μήνυμα της παράστασης καθίστανται απολύτως προφανή.

                  Ραβέννα, Βασιλική του Αγίου Απολλιναρίου in Classe

Ναός Αγίου Απολλιναρίου 
             

O ναός αυτός ανεγέρθηκε πάνω στον τάφο του Αγίου Απολλιναρίου, πρώτου επισκόπου και πολιούχου της Ραβέννας, ο οποίος ήρθε στην πόλη από την Αντιόχεια στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα και οργάνωσε την τοπική χριστιανική κοινότητα. Ο  ναός άρχισε να χτίζεται από τον επίσκοπο Ουρσικίνο και εγκαινιάστηκε κι αυτός από τον Μαξιμιανό στις 9 Μαρτίου του 549, δύο μόλις χρόνια μετά την οικοδόμηση του Αγίου Βιταλίου. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος της εκκλησίας είναι της ίδιας υψηλής αισθητικής με εκείνον του γειτονικού ναού. Στην κόγχη εντυπωσιάζει μια αλληγορική παράσταση της Μετομορφώσεως του Χριστού, την οποία παρακολουθεί ο Άγιος Απολλινάριος, ενώ ανάμεσα στα παράθυρα απεικονίζονται τα πορτρέτα των τεσσάρων τοπικών επισκόπων της Ραβέννας: του Σεβήρου, του Ούρσου, του Εκκλησίου, και του Ουρσικίνου.

 

Ναός Αγίου Απολλιναρίου του Νέου

Στην ίδια περίοδο (στο μέσο του 6ου αιώνα) εντάσσονται και μερικά από τα ψηφιδωτά που διακοσμούν τον Άγιο Απολλινάριο το Νέο. Η εκκλησία κτίστηκε από το βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο και, αρχικά, ήταν αφιερωμένη στο Χριστό. Μετά την ανακατάληψη της περιοχής από τους Βυζαντινούς ο ναός περιήλθε στα χέρια των Ορθοδόξων, οπότε κα αφιερώθηκε από τον επίσκοπο στον Άγιο Μαρτίνο της Τουρ, διώκτη των αιρετικών. Η αφιέρωσή της στον Άγιο Απολλινάριο έγινε τον 9ο αιώνα, όταν για λόγους ασφαλείας μεταφέρθηκε το σκήνωμα του Αγίου από τον παραθαλάσσιο ναό του Classis. 
Την εποχή της κυριαρχίας των Βυζαντινών  έγιναν αλλαγές σε ορισμένες μωσαϊκές παραστάσεις. Ενώ δηλαδή στο βόρειο και νότιο τοίχο εικονιζόταν ο Θεοδώριχος με την αυλή του και τη βασίλισσα, οι παραστάσεις αντικαταστάθηκαν την εποχή του Ιουστινιανού με δύο πομπές μαρτύρων.
 
 
Τα περίφημα ψηφιδωτά
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Τα ψηφιδωτά απο το μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας
 


 
 
 
 

Ο Άγιος Βιτάλιος 

Το  μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας

Τα ψηφιδωτά απο τον Άγιο Απολλινάριο τον Νέο

 

 
 

 

 
 
 
 
 
 
Back To Top