Κυριακή Θ΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μτθ. ιδ’ 22-34 (29-7-2018)
Διακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον, καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης, μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ Μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες· Ὅτι φάντασμά ἐστι· καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε· ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. Ὁ δὲ εἶπεν· Ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος, περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα, ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν, ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι, ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα, ἐπελάβετο αὐτοῦ, καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον, ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ, ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές να μπουν στο καΐκι και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη. Κι αφού διέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε μόνος του στο βουνό να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε ήταν μόνος του εκεί. Το καΐκι στο μεταξύ βρισκόταν κιόλας στη μέση της λίμνης και το παίδευαν τα κύματα, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα, ήρθε ο Ιησούς κοντά τους περπατώντας πάνω στη λίμνη. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, τρόμαξαν• έλεγαν πως είναι φάντασμα κι έβαλαν τις φωνές από το φόβο τους. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Έχετε θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάστε». Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έρθω κοντά σου περπατώντας στα νερά». Κι εκείνος του είπε: «Έλα». Κατέβηκε τότε από το πλοίο ο Πέτρος κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά για να πάει στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον ισχυρό άνεμο φοβήθηκε, κι άρχισε να καταποντίζεται• έβαλε τότε τις φωνές: «Κύριε, σώσε με!». Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί σ΄ έπιασε η αμφιβολία;». Και μόλις ανέβηκαν στο καΐκι κόπασε ο άνεμος. Κι όσοι ήταν στο καΐκι ήρθαν και τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθινά, είσαι ο Υιός του Θεού!». Αφού διασχίσανε τη λίμνη, ήρθαν στην περιοχή της Γεννησαρέτ.
Σχολιασμός
Την προηγούμενη Κυριακή, ακούσαμε στο ιερό ευαγγέλιο, την διήγηση του θαύματος του χορτασμού των πεντακισχιλίων (χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά) με τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων. Στη συνέχεια ο Κύριος, προκειμένου να αποτρέψει τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του πλήθους οι οποίοι δεν μπορούσαν να τον αποχωριστούν και επιθυμούσαν μάλιστα να τον ανακηρύξουν βασιλιά τους, αναγκάζει τους μαθητές του (γιατί δεν ήθελαν ούτε στιγμή να αποχωριστούν από αυτόν) να ανέβουν στο πλοίο και να περάσουν στην απέναντι πλευρά της λίμνης Γεννησαρέτ, αναμένοντάς τον, μέχρι Εκείνος να διαλύσει τα πλήθη.
Αμέσως μετά, μας διηγείται σήμερα ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ο Κύριος ανέβηκε στο όρος μόνος για να προσευχηθεί όπου και έμεινε όλο το βράδυ. Επιλέγει ερημικό τόπο να προσευχηθεί. Σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πως, ο Κύριος φεύγει αδιάκοπα στις ερημιές όπου εκεί περνά πολλές φορές τις νύκτες του με προσευχή, τονίζοντας έτσι σε εμάς την αναγκαιότητα της προσευχής΄ ιδιαίτερα της ατομικής ή προσωπικής προσευχής αλλά και την γαλήνη, ησυχία που έχουν τα μέρη αυτά.
Αφότου οι μαθητές ξεκίνησαν με το πλοίο το βράδυ, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όταν άλλαξε η φορά των ανέμων όμως, τα κύματα έγιναν τεράστια, το πλοίο άρχισε να κλυδωνίζεται κι οι μαθητές φοβήθηκαν. Ο Κύριος βέβαια τα προγνώριζε όλα αυτά. Άφησε σκόπιμα όμως τους μαθητές του να εκτεθούν στον κίνδυνο, ώστε να νιώσουν πόσο αβοήθητοι κι αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον και να στερεωθούν στην πίστη τους, να θυμηθούν μια προηγούμενη καταιγίδα στη θάλασσα, όταν ο Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι εκείνοι τον ξύπνησαν έντρομοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Ματθ. η’ 25).
Όταν είχαν φτάσει στο έσχατο σημείο της απόγνωσης, ο Κύριος έσπευσε, περπατώντας πάνω στα κύματα, να τους βοηθήσει και να τους ενθαρρύνει. Αυτό σημειώνει ο ευαγγελιστής συνέβη «τετάρτη φυλακή της νυκτός». Οι Ιουδαίοι, όπως κι οι κυβερνήτες τους, οι Ρωμαίοι, είχαν χωρίσει τη νύχτα σε τέσσερις φυλακές (στρατιωτική σκοπιά), που η καθεμιά τους διαρκούσε τρεις ώρες. Ο Κύριος εμφανίστηκε στους μαθητές του την τέταρτη φυλακή της νύχτας, δηλαδή λίγο προτού χαράξει, μεταξύ 3 – 6 το πρωί.
Οι μαθητές από την άλλη, διακρίνοντας μέσα στο σκοτάδι κάποιο σαν φάντασμα, να περπατά πάνω στα κύματα και βλέποντας το να πλησιάζει, κυριεύονται από φόβο ώστε αρχίζουν να βγάζουν κραυγές τρόμου. Τότε ακριβώς που η αγωνία τους κορυφώνεται, ακούγεται η φωνή του Κυρίου: « Θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε». Σε αυτές τις πέντε λέξεις, βλέπουμε κατά τρόπο ζωντανό και ανάγλυφο από την μια την αδυναμία και μετριότητα του ανθρώπου και από την άλλη την αγάπη και Παντοδυναμία του Θεού απέναντι στο δημιούργημά του. Τότε του ανταπάντησε ο Πέτρος, ο οποίος φοβήθηκε προφανώς μήπως κάποιο δαιμόνιο τους κοροΐδευε: «Κύριε, εάν όντως είσαι εσύ κάλεσέ με να έλθω προς το μέρος σου, επάνω στα νερά».
Ο Απόστολος Πέτρος δείχνει το μέγεθος της πίστης του προς τον Κύριο. Εάν τον καλούσε ο Κύριος και στην φωτιά θα το έπραττε. Βέβαια, ακόμα δεν ήταν πλήρως έτοιμος. Όμως έδειξε πως μέσα του έκαιγε η φλόγα της πίστεως και περίμενε μια απλή κλήση, μια απλή προσταγή για να κάνει κάτι που κανένας απλός άνθρωπος δεν θα έπραττε. Και ο Κύριος γνωρίζοντας τη πίστη του, δεν του λέει πολλά, παρά μόνο μία απλή αλλά τόσο σημαντική λέξη: ”Ελθέ!”.
Καθημερινά, ο Χριστός μας απευθύνει το κάλεσμα, πλην όμως ελεύθερα και αβίαστα, να τον ακολουθήσουμε: «Όστις θέλει, οπίσω μου ελθείν» (Ματθ. ιστ’ 24). Τα εμπόδια όμως που φράσσει συνεχώς μπροστά μας ο αντίδικος διάβολος δεν μας αφήνουν. Στη ζωή του ανθρώπου υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Υπάρχουν πειρασμοί που αναφέρονται στην πίστη. Ο άνθρωπος ολιγοπιστεί απέναντι στο Θεό, έχει λογισμούς βλασφημίας, δεν παραδέχεται τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αρνείται τα μυστήρια και τη σωστική χάρη τους. Πολεμάτε από την πορνεία, την υπερηφάνεια και γενικά από τα μεγάλα πάθη. Σε αυτούς τους πειρασμούς ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Μόνο με τη βοήθεια του Θεού μπορεί να χειριστεί και να νικήσει τις καταστάσεις αυτές.
Υπάρχουν και οι πειρασμοί που μας ωφελούν. π.χ οι πειρασμοί της στέρησης των υλικών αγαθών, η συκοφαντία σε βάρος μας, οι ονειδισμοί των οικείων και των φίλων μας, οι διαφόρων ειδών ασθένειες, ανίατες αλλά και άλλες που μας ταλαιπωρούν για λίγο και φεύγουν. Όλοι αυτοί οι πειρασμοί δεν μας κάνουν κακό, όταν τους αντιμετωπίζουμε με το ευαγγελικό πνεύμα και τη δύναμη της προσευχής και της πίστης.
Την ώρα λοιπόν του καταποντισμού, ο Χριστός επεμβαίνει σωστικά αρπάζοντας τον Απόστολο Πέτρο από το χέρι. Παράλληλα είναι επικριτικός γιατί, ενώ ο Πέτρος επικαλείται τη βοήθεια Του, την ίδια στιγμή εκδηλώνει ολιγοπιστία. «Ολιγόπιστε! Εις τι εδίστασας»; Ολιγόπιστε, γιατι σ’ έπιασε η αμφιβολία;. Αγνόησε και υποτίμησε ουσιαστικά τόσο την παρουσία όσο και τις δυνατότητες του διδασκάλου του. Πρόταξε την ανθρώπινη λογική και υποτίμησε την πίστη.
Αυτή την ολιγοπιστία του Πέτρου, εκδηλώνουμε σχεδόν καθημερινά και εμείς σαν άνθρωποι. Οι δυσκολίες της ζωής και τα καθημερινά προβλήματα, μας καταποντίζουν συνεχώς, ένεκα της ολιγοπιστίας μας. Στις δύσκολες εκείνες στιγμές παρά την ολιγοπιστία μας, καλούμαστε να παρακαλέσουμε με πίστη τον Κύριο και να είμαστε σίγουροι ότι θα εισακούσει της προσευχής μας και επέμβει σωστικά προς επιτέλεση του σωστού χειρισμού της κατάστασης, του θέματος και ωφέλεια πνευματική. Αμήν.