Λόγος Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην Κυριακή ΙΑ’ Λουκά των Προπατόρων
Όταν ο μονογενής Υιός σαρκώθηκε προς χάρη μας από την Παρθένο δια της μετά σαρκός πολιτείας του, τελειοποίησε τον Νόμο, ο οποίος είχε δοθεί διά του Μωϋσέως, τον ολοκλήρωσε δίνοντας το Νόμο της χάριτος και μεταποιήσαι έτσι τον παλαιόν εκείνο νόμο στην δική μας Εκκλησία. Εκβάλλεται τότε το γένος των Εβραίων από την ιερά Εκκλησία και αντί αυτών εισαγόμαστε εμείς, οι οποίοι έχουμε εκλεγεί από τα έθνη και μας συνένωσε ο Κύριος με τον εαυτόν του και με τον Πατέρα, μας παραλαμβάνει δηλαδή ως γνήσιους υιούς και αδελφούς, ακόμη δε Ω! της ανεκφράστου φιλανθρωπίας και γονείς δικούς του. Πράγματι, λέγει «ο ποιών το θέλημα του πατρός μου, του εν ουρανοίς, ούτος και αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί ».
Σήμερα όμως εορτάζουμε στην Εκκλησία τους προπάτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στο γένος των Εβραίων για ποιο λόγο; Για να μάθουν όλοι ότι οι Ιουδαίοι δεν αποκηρύχτηκαν και οι εθνικοί δεν υιοθέτησαν άδικα ούτε ανάξια από το Θεό, ο οποίος τα πραγματοποιεί αυτά και τα ρυθμίζει αλλά όπως ακριβώς από τους προσκεκλημένους εθνικούς συγκαταλέγονται στους συγγενείς του Θεού μόνο όσοι υπακούουν, έτσι και το γένος του Ισραήλ και όλοι όσοι προήλθαν από τον Αδάμ μέχρι την γενεά, είναι πλήθος πολύ, αληθινοί Ισραηλίτες όμως είναι όσοι από αυτούς έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού «ων αι προρρήσεις και δι ων αι προτυπώσεις και προς ους επαγγελίαι». Αυτοί μόνο είναι αληθινοί πατέρες και προπάτορες πρώτα εκείνης που γέννησε παρθενικά κατά σάρκα το Θεό των όλων Χριστό, έπειτα δε δι ’αυτού και οι δικοί μας. Αυτοί οι πατέρες και προπάτορες δεν εκδιώκτηκαν βάβαια από την Εκκλησία του Χριστού, αφού εορτάζονται σήμερα επίσημα από εμάς θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων. «Εν γάρ Χριστώ Ιησού ουκ εστί παλαιός, ου νέος, ουχ Ελλήν, ουχ Ιουδαίος, Βάρβαρος ,Σκύθης, δούλος, ελεύθερος αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» και « ουχ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος , ουδέ η εν τω φανερώ περιτομή, αλλ’ ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Αυτή την περιτομή την έχουν όλοι όσοι ευαρέστησαν τον Θεό και αυτοί έχουν γίνει όλοι ένα, παλαιοί και νέοι, και οι πριν τον νόμο και οι μέσα στον νόμο και όσοι μετά τον νόμο πολιτεύτηκαν θεάρεστα με το Ευαγγέλιο της χάριτος. Ώστε αν δει κανείς με σύνεση την οικονομία του Θεού για το ανθρώπινο γένος, θα την δει σύμφωνη και συνεπή με τον εαυτό της. Όπως δηλαδή λαμβάνουν την χριστιανική ονομασία μόνο οι επίλεκτοι από τους εθνικούς, οι δε άχρηστοι εκβάλλονται, αλλά και «πολλοί μεν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί», καθώς είπε ο Κύριος, έτσι και στην περίπτωση εκείνων των αρχαίων και του γένους μετά από αυτούς των Ιουδαίων, προσλαμβάνονται μόνο όσοι έχουν εκλεγεί και μετονομαστεί, ενώ και σ΄εκείνους το αχρείο πλήθος εκβάλλεται. Πράγματι, όσοι από τους απογόνους του Σηθ, οι οποίοι ονομάστηκαν υιοί Θεού, καταλήφθηκαν από μανία για τις θυγατέρες των ανθρώπων, αυτοί, όπως έχει γραφή, αποκηρύχθηκαν. Αχρείο πλήθος και στους Ιουδαίους δεν είναι οι προσήλυτοι Ιουδαίοι αλλά και όσοι ήταν αυτόχθονες και γνήσιοι υιοί κατά σάρκα του ίδιου του Ιακώβ ο οποίος πρώτος ονομάστηκε Ισραήλ, αλλά φάνηκαν παράκουοι σαν τον Ισαύ. Ακόμη και ο υιός Προφήτη και βασιλιάς τους, είναι ξένος προς το ιερό γένος επειδή εποφθαλμίστει την ζωή του πατέρα.
Έτσι λοιπόν και σε μας πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποιοί ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού και τηρούν τις εντολές του και αναπληρούν τις παραλείψεις τους με την μετάνοια. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν όχι μόνο από τους κλητούς, αλλά και από τους Αποστόλους, από την χωρεία των δώδεκα, δηλαδή των κορυφαίων, ήταν όμως από την συγγένεια προς τον Χριστό και απομακρύνθηκε από αυτόν περισσότερο από κάθε άλλο χριστιανό. Γιατί; Διότι δεν έσπευδε προς την κηρυσσόμενη Βασιλεία των Ουρανών, ούτε έβλεπε προς τα εξαίσια έργα και την διδασκαλία του Σωτήρος. Πράγματι τα μεν σημεία και τα έργα του Θεού όταν κατανοούνται, είναι οδηγός που οδηγούν προς την πίστη όσους ποθού να τα γνωρίσουν, η δε ακρόαση της ιερής διδασκαλίας υποδεικνυεί την εν Θεώ αλήθεια και το θεάρεστο βίο, αυτά τα δύο μας βοηθούν να περιφρονήσουμε τα σωματικά και γήινα και να ανυψώσουμε την διάνοιά μας προς την ελπίδα που απόκειται στους ουρανούς.
Εκείνος όμως δεν ήταν επιθυμητής τούτων, αλλά έβλεπε προς τη γη και την κλοπή και τα γήινα και βδελυρά κέρδη και προς την σωματικήν ωφέλεια που προσδοκούσε να έχει από αυτά και αποδείκτηκε εραστής των απαγορευμένων πολλές φορές και ποικιλοτρόπως από τον Πατέρα και Δεσπότη των όλων και διδασκάλο. Ήταν λοιπόν συγγενής όχι του Χριστού ούτε των συναποστόλων, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε». ‘Οπως δηλαδή εκείνοι, με όλο που και τα θαύματα είδαν και τους άρτους έφαγαν και τους λόγους άκουσαν του ενυπόστατου Λόγου, ο οποίος εναθρωπήστηκε για μας, φώναζαν ύστερα στο Πιλάτο «άρον, άρον,σταύρωσον αυτόν», έτσι ακριβώς και αυτός, αν και είδε με τα μάτια του και απέκτησε περισσότερη πείρα της μεγαλειότητας και της Θεότητας του Κυρίου από τους άλλους, έπειτα τον παρέδωσε στους φονευτές του. Και αυτός υπέμεινε -ω , τι απερίγραπτος μακροθυμία ! – μέχρι θανάτου, «θανάτου δε σταυρού », οδηγώντας και εμάς προς υπομονή, εκτός από το δικό του θρίαμβο κατά του αρχέκακου, και μάλιστα έδειξε ότι πειρασμοί και οι θλίψεις, μας οφελούν διότι λέει «εν θλίψει εμνήσθημέν σου» και «παιδείαν Κυρίου υποίσω (θα υπομείνω)» και «η παιδεία σου, Κύριε, ανόρθωσέ με», ενώ δηλαδή ήμουν σκυμμένος προς το σώμα και τις σωματικές φροντίδες με σήκωσε και με έπεισε να βλέπω μόνο προς Εσένα.
Σ’ εσένα όμως, εάν στον καιρό των θλίψεων δεν προστρέχεις στον Θεό, εάν δεν διορθώνεσαι με την παιδαγωγία του, ποια άλλη ευκαιρία, ποιο από τα όντα ή τα γεγονότα θα συντελέσει στην επανόρθωσή σου; Αλλά, θα έλεγε κάποιος, έχει ανάγκη και το σώμα από την σωματική τροφή και τα άλλα χρήσιμα. Βεβαίως, γιατί όχι; Αν λοιπόν αυτά τα έχεις, αφού οπωσδήποτε από το Θεό τα έλαβες- διότι λέγει, «τι έχεις ο ουκ έλαβες;» – ευχαρίστησε αυτό που σου τα έδωσε, ανταπόδωσέ του έμπρακτα την ευχαριστία όπως αυτός επάκουσε στο θέλημά σου και ξεπλήρωσε την επιθυμία σου, έτσι και εσύ πρόσελθε και άκουσε και μάθε καλά το θέλημά του και υπάκουσε και πραγματοποίησέ το, ώστε και να επαινεθείς ως φρόνιμος – «ο ακούων μου», λέγει «τους λόγους και ποιών αυτούς ομοιωθήσεται ανδρί φρονίμω» και στο εξής να τον έχεις πλουσιοπάροχο ευεργέτη όχι μόνο για τα παρεχόμενα και τα γήινα, αλλά και για τα μέλλοντα και μένοντα και ουράνια διότι λέγει, «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις την χαρά του Κυρίου σου». Εάν όμως δεν διαθέτεις τώρα τα αναγκαία του σώματος ή φοβάσαι προσδοκώμενη απορία, πάλι σ’ αυτόν πρόσελθε, πάλιν απ’ αυτό ζήτησε, πάλι σ’ αυτόν υπάκουσε «υποτάγηθι», λέγει, «τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν». Πάλι λοιπόν δείξε με τα έργα ότι είσαι δούλος του αγαθός πράγματι αυτός είναι, κατά το ψαλμικό, «ο διδούς τροφήν εν ευκαιρία (εγκαίρως) ο ανοίγων την χείρα αυτού και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας» αυτός που είπε «ου μη σε άνω (αφήσω) ουδ’ ου μη σε εγκαταλίπω» που λέγει, «οι δουλεύοντές μοι φάγονται» και προς εκείνους που δεν τον υπηρετούν «υμείς δε πεινάσετε».
Γιατί από τις ιδιότητες των αλόγων ζώων μιμείσαι εκείνη που σε βλάπτει, το να υποκύπτεις στη γαστέρα και να μην ανυψώνεσαι από τα γήινα, αν και πλάστηκες όρθιος για να φρονείς τα άνω, να ζητάς τα άνω; Γιατί θέλεις να είσαι δεμένος όπως εκείνη η «συγκύπτουσα, ην έδησεν ο Σατανάς δέκα και οκτώ έτη», αν και αυτός, ο Λόγος της ζωής που έλυσε και εκείνη, εύκολα και μπορεί και θέλει να λύσει και σένα, εάν μόνο προστρέχεις σ’ αυτόν και τον ακούεις και του υπακούσεις, και δεν κωφεύεις, δεν αντιδράς, δεν επαναστατείς;
Γιατί λοιπόν μιμείσαι την βλαβερή για σένα ιδιότητα των αλόγων ζώων και δεν μιμείσαι την ωφέλιμη; Άκουσε τον Προφήτη που λέει ότι και τα μικρά λιονταράκια όταν χρειάζονται τροφή βρυχώνται και ζητούν από τον Θεό, και έτσι λαμβάνουν για να καταβροχθίσουν «Σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς». Όταν λέγει σκύμνους λεόντων, αφήνει με αυτό να εννοηθεί από τους νοήμονες εύκολα ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα άλλα ζώα. Διότι, αν το λιοντάρι που είναι το πιο ωμοφάγο, δυνατό και αρπακτικό από τα θηρία, δεν βρίσκει τι να αρπάξει, τι θα πούμε για τα άλλα ζώα; Αυτό μας το παρουσιάζει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λαμβάνοντας αφορμή από τα πτηνά και λέγοντας «ίδετε τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά». Αλλά γιατί λέγω για τα χερσαία ζώα, τα εναέρια , τα θαλάσσια τα αμφίβια; «Ει γαρ και αυτόν», λέγει, «το χόρτον του αγρού σήμερον όντα, και αύριο εις κλίβανον βαλλόμενον, μη κοπιώντα, μηδέ νη (γνέ-)θοντα, ο Θεός ούτω τρέφει και κοσμίως και ευπρεπώς αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι;»
Αδελφοί, «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού» και είστε αιώνια κληρονόμοι όχι μόνο της αδιαδόχου αυτής Βασιλείας του Θεού, δικαιωμένοι με τη χάρη του, αλλά και τα παρόντα «προστεθήσεται υμίν». Εάν όμως δεν ζητάτε πρώτιστα τη Βασιλεία του Θεού και την αρετή που πηγάζει από αυτόν, αλλά μόνο εκείνα που τρέφουν και θάλπουν το ρευστό τούτο σώμα, ούτε αυτά θα λάβετε αλλά και αν τα λάβετε, θα είναι για μεγαλύτερη ταλαιπωρία και του ιδίου του σώματος και καταδίκη και ζημιά της ψυχής αιώνια.
Αυτό έδειξε και εκείνο που άκουσε από τον Αβραάμ ότι «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». Ζήτησαν κάποτε και οι Ιουδαίοι να φάνε κρέας στην έρημο και ο Θεός τους έδωσε αναρίθμητο πλήθος ορτυκιών «και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα και την επιθυμία αυτών ήνεγκε αυτοίς (την ικανοποίησε) αλλ’ έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, οργή του Θεού ανέβει επ’ αυτούς και απέκτεινεν εν τοις πλείοσιν αυτών και τους εκλεκτούς του Ισραήλ συνεπόδισεν (τους έριξε νεκρούς)». Γιατί η οργή του Θεού φόνευσε «εν τοις πλείοσι», μεγάλο μέρος δηλαδή από το πλήθος; Ακριβώς επειδή γόγγυζαν άφοβα εναντίον του Θεού και του κατά Θεό προϊσταμένου τους και τους κατηγορούσαν. Και γιατί έριξε κάτω νεκρούς τους εκλεκτούς του Ισραήλ; Διότι δεν συγκρατούσαν το πλήθος από την ορμή προς το χειρότερο. Τέτοιοι είναι όσοι διώχνονται από την Εκκλησία και τη Βασιλεία του Θεού, είτε στον παλαιό είτε στο νέο λαό του Ισραήλ ανήκουν αυτό δείχνει και ο Κύριος όταν λέει στα Ευαγγέλια, «ελεύσονται από ανατολών και δυσμών και βορρά και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ εν τη βασιλεία του Θεού, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται έξω, εις το σκότος το εξώτερον».
Ποιοί είναι λοιπόν οι υιοί της Βασιλείας που εκβάλλονται στο σκότος; Είναι εκείνοι που έχουν μεν την ομολογία της πίστεως, με τα έργα όμως αρνούνται το Θεό και είναι βδελυκτοί ως απειθείς και αδόκιμοι για κάθε έργο αγαθό. Ποιοί είναι αυτοί που απολαμβάνουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ το Δείπνο της Βασιλείας των Ουρανών; Όσοι ακολουθούν με πίστη ειλικρινή το νόμο και τη διδασκαλία του Πνεύματος και αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους. Όποιος θέλει να συνταχθεί με αυτούς και να απαλλαγεί από το σκοτάδι το εξώτερο και να αξιωθεί του ανεσπέρου φωτός της Βασιλείας του Θεού και να συνδιαιωνίζει με τους αγίους που αναπαύονται στους ουρανούς, ας εκδυθεί τον παλαιό άνθρωπο που φθείρεται με τις απατηλές επιθυμίες, δηλαδή τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την ακαθαρσία, την πλεονεξία, τη φυλαργυρία, το μίσος, την οργή, την καταλαλιά και κάθε πονηρό πάθος και ας ντυθεί με τα έργα «το νέον άνθρωπο, τον ανακαινούμενο κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», μέσα στον οποίο υπάρχει αγάπη, φιλαδελφεία, καθαρότητα, εγκράτεια και κάθε είδους αρετή. Με τις αρετές αυτές ενοικίζεται μέσα μας ο Χριστός και μας ειρηνοποιεί με τον εαυτό του και μεταξύ μας «εις δόξαν εαυτού και του ανάρχου αυτού Πατρός και του συναϊδίου και ζωοποιού Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».