Οι Άγιοι επτά Παίδες εν Εφέσω (4 Αυγούστου)
Οι άγιοι επτά Παίδες, Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος, έζησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.)
Στα μέσα του 3ου αιώνα μ. Χ., όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος άναψε το καμίνι των διωγμών και οδηγούσε στο μαρτύριο χιλιάδες χριστιανούς κάθε ηλικίας, τότε και επτά παίδες, για να μην αρνηθούν την πίστη τους, αφού διαμοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, έφυγαν από την πόλη και κρύφτηκαν σε κάποια σπηλιά, μέχρι να πάψει ο διωγμός.
Με την πάροδο του χρόνου όμως ο κίνδυνος ολοένα και πλησίαζε στην κρυψώνα τους και κινδύνευαν πλέον να συλληφθούν. Τότε οι άγιοι επτά Παίδες προσευχήθηκαν όλη τη νύκτα και ζήτησαν από τον Θεό να πάρει ο τις ψυχές τους, χωρίς να πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Ο Θεός άκουσε τη δέησή τους και το πρωί κοιμήθηκαν χωρίς να ξυπνήσουν. Ο εντεταλμένος αξιωματικός του Βασιλιά, μετά από αρκετό ψάξιμο, ανακάλυψε την κρυψώνα τους και διέταξε να φραγεί με μία μεγάλη πέτρα η είσοδος της σπηλιάς.
Τα χρόνια κυλούσαν. Σχεδόν δύο αιώνες μετά (κάπου 194 χρόνια), επί Θεοδοσίου του Μικρού, στην Έφεσο, εμφανίστηκε στους κόλπους του Χριστιανισμού μια αίρεση, η οποία δεν δεχόταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Η αίρεση αυτή, στην οποία είχαν προσχωρήσει και μερικοί επίσκοποι, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση στην Εκκλησία. Ο Αυτοκράτορας, βλέποντας την αναστάτωση αυτή της Εκκλησίας του Θεού, δεν ήξερε τι να κάνει. Όμως δεν απελπίστηκε, αλλά παρακαλούσε το Θεό να του φανερώσει τον τρόπο αντιμετώπισης και ανατροπής της αίρεσης. Ο Κύριος λοιπόν ικανοποίησε το αίτημά του και ο ιδιοκτήτης του κτήματος της Εφέσου μέσα στο όποιο βρισκόταν το σπήλαιο των επτά παίδων, θέλησε κατά τον καιρό εκείνο να χτίσει μαντρί για το ποίμνιό του. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας επί δύο ημέρες πέτρες από τον μανδρότοιχο του σπηλαίου, για να οικοδομήσει το μαντρί του, ανοίχτηκε το στόμιο του σπηλαίου αυτού. Τότε ακριβώς, με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν οι άγιοι επτά Παίδες, που είχαν πεθάνει μέσα στο σπήλαιο αυτό, και συνομιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη ημέρα. Τα σώματά τους δεν είχαν αλλοιωθεί στο παραμικρό και τα ενδύματά τους δεν είχαν φθαρεί ούτε σαπίσει από την υγρασία του σπηλαίου, αν και είχαν περάσει εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια.
Μετά την ανάστασή τους οι άγιοι επτά Παίδες είχαν έντονο στη μνήμη τους το γεγονός, ότι ο Δέκιος ζητούσε να τους τιμωρήσει και περί αυτού ακριβώς συνομιλούσαν μεταξύ τους. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, ένας από του επτά Παίδες ο Ιάμβλιχος, πήγε στην αγορά της Εφέσου και ψώνισε ψωμί με το νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Αυτό προκάλεσε έκπληξη στον αρτοπώλη και έτσι τον οδήγησαν στον ανθύπατο προς ανάκριση. Αφού τον ανέκριναν ο Ιάμβλιχος τους οδήγησε στη σπηλιά και βρήκαν ζωντανά και τα υπόλοιπα παιδιά. Τότε όλοι κατάλαβαν ότι είναι θαύμα Θεού, για να αποδειχθεί ότι «άνάστασιν μέλλειν έσεσθαι νεκρών, δικαίων τε και αδίκων».
Ο βίος των αγίων επτά Παίδων είναι ακόμη μια απόδειξη της αναστάσεως των νεκρών, που θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όταν ο Κύριος θα έλθει για να κρίνει όλη την ανθρωπότητα. Θα αναστηθούν και οι δίκαιοι και οι άδικοι, ώστε να κριθούν από τον Δικαιοκρίτη Χριστό.
Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, άφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον, ήνυσαν ύπνον, οι εν Έφέσω έπτάριθμοι Μάρτυρες· και άναστάντες πιστούς έβεβαίωσαν, την των ανθρώπων κοινήν έξανάστασιν όθεν άπαντες, συμφώνως τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστόν τον πολυέλεον.