Η Πεντηκοστή
«Πεντηκοστήν εορτάζομεν και Πνεύματος επιδημίαν και προθεσμίαν επαγγελίας και ελπίδος συμπλήρωσιν και το μυστήριον όσον; Ως μέγα τε και σεβάσμιον. Διό βοώμέν σοι· Δημιουργέ του παντός, Κύριε, δόξα σοι».
Αυτόν τον θαυμάσιο ύμνο θέτει η Εκκλησία μας σαν προπύλαιο στην εορτή της Πεντηκοστής. Και σ΄ αυτόν ανακεφαλαιώνει το «μέγα και σεβάσμιον» μυστήριον, το όποιον πανηγυρίζει: Τη συμπλήρωση της ελπίδος, την προθεσμία της επαγγελίας, την επιδημία του Πνεύματος του αγίου. Γιατί πράγματι το εορταζόμενο γεγονός, η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος στους αποστόλους του Χριστού, αποτελεί το τέλος και το επιστέγασμα όλου του έργου της σωτηρίας. Όλο το έργο του Χριστού, η έλευση, η διδασκαλία, το πάθος, η ανάσταση, η ανάληψη απέβλεπαν σ΄ αυτό· στην έλευση του αγίου Πνεύματος στον κόσμο, στη νέα δημιουργία. Ακριβώς για τον λόγο αυτό στο τροπάριο που παραθέσαμε στην αρχή και σε όλη την υμνογραφία της Πεντηκοστής ανυμνείται ο δημιουργός του παντός, ο Πατήρ, που διά του Λόγου, του Υιού της αγάπης Του, εν αγίω Πνεύματι δημιουργεί τον κόσμο, αναδημιουργεί, ξανακτίζει την κτίση και την μεταβάλλει σε νέα, την ανακαινίζει.
Έτσι η ήμερα αυτή συνδέει την ανάμνηση της γενεθλίου ημέρας του νέου κόσμου με την ανάμνηση της γενεθλίου ημέρας του παλαιού. Τις δύο γεννήσεις, τη φυσική και την υπερφυσική. Στην πρώτη μας μεταφέρουν οι πρώτες γραμμές της Βίβλου: «Η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος, Και είπεν ο Θεός· Γενηθήτω φως. Και εγένετο φως. Και είδεν ο Θεός το φως, ότι καλόν» (Γεν. 1, 2-4). Στη δεύτερη συμβαίνει το ίδιο. Επάνω στην άμορφη ύλη των εθνών και στο σκοτάδι της πλάνης εκχύνεται η βίαια πνοή του Πνεύματος του Θεού. Ο Λόγος Του ανακαινίζει την παλαιωθείσα κτίση. «Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν, Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λυβίης της κατά Κυρήνην… Ρωμαίοι, Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι, Κρήτες και Άραβες» (Πράξ. 2, 9-11) είναι η νέα άβυσσος, το γέννημα της διασποράς, της κατατμήσεως και της αποσυνθέσεως του κόσμου. Επάνω από αυτούς τώρα επιφέρεται το Πνεύμα του Θεού και ο Λόγος Του καλεί όλους σε συμφωνίαν, σε ενότητα Πνεύματος αγίου, στο φως. «Ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι»( Β’ Κορ. 4, 6) τους καλεί να επιστρέψουν «από σκότους εις φως»( Πράξ. 26, 18), να γίνουν «φως έν Κυρίω»( Εφεσ. 5. 8). Και η αναχώνευση γίνεται με τις πυριμόρφες γλώσσες του αγίου Πνεύματος, που διεμερίσθησαν στους αποστόλους. «Και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός»(Πραξ. 2, 3). Η γλώσσα, το σύμβολο, το αποτέλεσμα και το αίτιο του χωρισμού, γίνεται τώρα σύμβολο ενότητος, της εν αγίω Πνεύματι ενότητος του νέου λαού του Θεού. Ο εγκαινισμός του Πνεύματος συμβολίζεται με την καινουργία των γλωσσών. Δια του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι λαλείται τώρα το μυστήριο της αιωνίου σωτηρίας. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει το δεύτερο στιχηρό του εσπερινού της Πεντηκοστής του α’ ήχου: «Γλώσσαις αλλογενών εκαινούργησας, Χριστέ, τους σους μαθητάς, ίνα δι΄ αυτών σε κηρύξωσι τον αθάνατον Λόγον και Θεόν, τον παρέχοντα ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».
Ο λαός λοιπόν του Θεού, η Εκκλησία, εορτάζει κατά την Πεντηκοστή τη γέννησή της. Τη γενέθλιο ήμερα της, αλλά και αυτό το μυστήριο της ιδίας της ζωής της. Γιατί η Εκκλησία του Χριστού δεν έζησε το μυστήριο της Πεντηκοστής σε μία στιγμή χρόνου κατά το μακάριο εκείνο έτος και την ιστορική εκείνη ημέρα, που «επλήσθησαν» οι μαθηταί «Πνεύματος άγιου». Αλλά το ζει καθημερινά, διαρκώς, σε κάθε στιγμή χρόνου, από την ήμερα εκείνη τη γενέθλιο μέχρι της συντελείας του αιώνος. Γιατί το Πνεύμα το άγιον ήλθε τότε και έκτοτε μένει και θα μένει εις τον αιώνα στον κόσμο για να συγκροτεί την Εκκλησία. Πνεύμα και Εκκλησία είναι αδιασπάστως ηνωμένα. Το άγιον Πνεύμα είναι η ψυχή, η ζωή, η ύπαρξη της Εκκλησίας, της εν αγίω Πνεύματι καινής ζωής. Σ’ αυτό οφείλεται η ενότης, η αγιότης, η καθολικότης της Εκκλησίας. Από αυτό πηγάζουν τα χαρίσματα, οι θεσμοί, η πίστη και η θεολογία της Εκκλησίας. Τη βιαία Του πνοή και την πυρίμορφη δρόσο Του αισθάνεται σε κάθε βήμα, σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε κίνησή της. Από αυτό πηγάζουν οι υπερφυσικές ενέργειες των μυστηρίων, που ζωογονούν, τροφοδοτούν και αγιάζουν το σώμα της. Αυτό θεολογεί και ο ποιητής του τρίτου στιχηρού του εσπερινού:
«Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγράμματους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας. Ομοούσιε και ομόθρονε τω Πατρί και τω Υιώ, Παράκλητε, δόξα σοι».
Στην ιστορική λοιπόν Πεντηκοστή, αλλά και στη διαρκή Πεντηκοστή, στην οποία ζει η Εκκλησία, θα μας μεταφέρει κατά την επέτειο του γεγονότος αυτού, θα μας καλέσει να κλίνουμε τα γόνατα στις αυλές του Κυρίου και να προσκυνήσουμε την αήττητη δύναμή Του, να δοξολογήσομε την αγία Τριάδα, που φωτίζει και αγιάζει τις ψυχές μας. Και στη στάση αυτή της ταπεινώσεως, της κλίσεως των γονάτων και του αυχένος, να υποδεχθούμε τη χάρη του Παρακλήτου. Να ανανεώσουμε και να αναρριπίσουμε τη φλόγα του αγίου Πνεύματος. Να συνειδητοποιήσουμε τη θέση μας και την υπόστασή μας σαν μελών της Εκκλησίας, σαν ναών του άγιου Πνεύματος. Ναών και σκευών καθαρών, δοχείων του Παρακλήτου, των οποίων κάθε σκέψη θα υπαγορεύεται από το Πνεύμα της σοφίας, κάθε ενέργεια από το Πνεύμα της συνέσεως, το αγαθόν, το ευθές, το νοερόν, το ηγεμονεύον, το καθαίρον τα πταίσματα. Το Πνεύμα το άγιον, το Κύριον και ζωοποιόν, το θείον, που θεοποιεί τους ανθρώπους, που διά της χάριτος Του μας μεταβάλλει σε «Θεούς κατά μέθεξιν».
( Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θεσ/κη 1971, σ.126)