Μητρόπολη Σαλαμίνας –Κωνσταντίας –Αμμοχώστου: η κοιτίδα του Χριστιανισμού στην Κύπρο
H Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου αποφάσισε σε συνεδρία της, στις 12 Φεβρουαρίου 2007, την αύξηση των Μητροπόλεων και Χωρεπισκοπών της σε δώδεκα. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια απόφαση ανασύστασης παλαιών επισκοπών, που για διάφορους ιστορικούς λόγους έπαψαν να υφίστανται και ενσωματώθηκαν στα διοικητικά όρια των μέχρι τότε έξι επισκοπικών περιφερειών (Αρχιεπισκοπή και πέντε Μητροπόλεις: Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας, Λεμεσού, Μόρφου. Σημειώνουμε, ότι εκτός του Αρχιεπισκόπου και των πέντε Μητροπολιτών υπήρχαν και δύο Χωρεπίσκοποι: Σαλαμίνος και Τριμυθούντος). ‘Έτσι, εκτός της Αρχιεπισκοπής και των πιο πάνω Μητροπόλεων προστέθηκαν και οι ακόλουθες Μητροπόλεις και Χωρεπισκοπές:
α) Μητρόπολη Κωνσταντίας – Αμμοχώστου
β) Μητρόπολη Κύκκου – Τηλλυρίας
γ) Μητρόπολη Ταμασού
δ) Μητρόπολη Τριμυθούντος
ε) Χωρεπισκοπή Καρπασίας
στ) Χωρεπισκοπή Αρσινόης
Επίσης, σε μεταγενέστερη απόφαση της Ιεράς Συνόδου, συνεδρία 22 Μαΐου του 2007, προστέθηκαν και η ακόλουθη Χωρεπισκοπή και Επισκοπές:
ζ) Χωρεπισκοπή Αμαθούντος
η) Επισκοπή Λήδρας
Θ) Επισκοπή Χύτρων
Ως πρώτος Μητροπολίτης, της κατά τα ανωτέρω νέας Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, εξελέγη από την Εκλογική Συνέλευση, 11 Μαΐου, ο μέχρι τότε Χωρεπίσκοπος Τριμυθούντος (1996 – 2007) κ. Βασίλειος. H ενθρόνιση του Μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου έγινε στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Παραλιμνίου, το Σάββατο 12 Μαΐου (μνήμη Αγίου Επιφανίου) στις 11.30 π.μ. Έτσι, μετά από οκτώ περίπου αιώνες, ο θρόνος του Αποστόλου Βαρνάβα (Σαλαμίνα και στη συνέχεια Κωνσταντίας και Αμμόχωστος) που κατά την Βυζαντινή κυρίως περίοδο αποτελούσε την Επισκοπή – Μητρόπολη, δηλαδή την Αρχιεπισκοπή, του τόπου, γίνεται ξανά Μητρόπολη. Προσωρινή έδρα της Μητρόπολης, μέχρι την απελευθέρωση και την επιστροφή στη φυσική της έδρα, την Αμμόχωστο, είναι το Παραλίμνι.
Η Επισκοπή Σαλαμίνας – Κωνσταντίας – Αμμοχώστου: σύντομο ιστορικό.
Από το βιβλίο των Πράξεων (11: 19-21) λαμβάνουμε την πληροφορία πως οι Χριστιανοί που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα, μετά το διωγμό που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου(περί το 34 μ.Χ.), έφθασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια. Ωστόσο, δεν κήρυτταν για το Χριστό παρά μόνο στους Ιουδαϊους, από τους οποίους πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι οι Ιουδαίοι κατοικούσαν κατά κύριο λόγο στη Σαλαμίνα, στην οποία μάλιστα υπήρχαν συναγωγές, και άρα μπορούμε να υποθέσουμε πως μάλλον οι πρώτοι Χριστιανοί ιεραπόστολοι κήρυξαν στην Σαλαμίνα. Ωστόσο, η πιο πάνω υπόθεση, ότι η Σαλαμίνα είναι ο πρώτος χώρος στον οποίο κηρύχτηκε το Ευαγγέλιο σε Ιουδαίους, γίνεται πλέον ιστορικό και αδιαμφισβήτητο γεγονός όταν μιλούμε για το χώρο στον οποίο πρωτοκηρύχτηκε επίσημα ο Χριστιανισμός στο νησί, στα πλαίσια της πρώτης οργανωμένης Αποστολικής Περιοδείας περί το 45 μ.Χ. Οι μαρτυρίες των Πράξεων (13: 2-13) είναι σαφείς: κατ’ εντολή του Αγίου Πνεύματος, ο Βαρνάβας και ο Σαύλος, με βοηθό τον Ιωάννη (ο ανεψιός του Βαρνάβα, ο Μάρκος), γενόμενοι εν Σαλαμίνι κατήγγελλον τον λόγον του Θεού … διελθόντες δέ τήν νῆσον ἄχρι Πάφου (13: 5-6).
Από τα ίδιο ιερό βιβλίο πληροφορούμαστε ότι ο Λευΐτης, Κύπριος ταῷγένει Βαρνάβας (Πραξ. 5: 36), μετά τη διαφωνία του με τον Παύλο, που τελικά οδήγησε στο διαχωρισμό της δράσης των δύο Αποστόλων (Πραξ. 15:36-39), επανήλθε στην Κύπρο (49-50 μ.Χ.) μαζί με τον Μάρκο: τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τόν Μᾶρκον έκπλεῦσαι είς Κύπρον. Από μεταγενέστερες αγιολογικές πηγές πληροφορούμαστε ότι ο Βαρνάβας κατά τη δεύτερή του επίσκεψη – περιοδεία στο νησί επισκέφθηκε διάφορες κοινότητες του τόπου όπου υπήρχαν χριστιανοί, ίδρυσε νέες χριστιανικές κοινότητες, χειροτόνησε επισκόπους και πολέμησε την εθνική θρησκεία. Γνώρισε τελικά μαρτυρικό θάνατο δια λιθοβολισμού, περί το 57 μ.Χ., από τους συμπατριώτες του Ιουδαίους στη Σαλαμίνα, όπου ετάφη από χριστιανούς, για να ευρεθεί (τελευταίο τέταρτο του 50U αιώνα) το ιερό του λείψανο στην περιοχή όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ο τάφος και το ομώνυμο κατεχόμενο μοναστήρι.
Ο Βαρνάβας, ως σημαίνουσα φυσιογνωμία της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ως Απόστολος, αλλά και ως ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου ήταν χωρίς αμφιβολία, από τη δεύτερη έλευση του στο νησί μέχρι και το μαρτυρικό του θάνατο (50-57 μ.Χ.), ο επικεφαλής επίσκοπος του τόπου, δηλαδή ο αρχιεπίσκοπος (τίτλος που απαντάται τον 6° αιώνα) της τοπικής εκκλησίας και άρα η Σαλαμίνα, το λίκνο, η κοιτίδα του Χριστιανισμού στο νησί, ήταν η πρώτη των επισκοπών, ότι αργότερα επεκράτησε να ονομάζεται αρχιεπισκοπή. Η σχέση του Αποστόλου Βαρνάβα με τη Σαλαμίνα μάλλον θα είχε δώσει ένα προβάδισμα των διαδόχων του έναντι των άλλων επισκόπων του τόπου. Ωστόσο, δε γνωρίζουμε με ιστορική βεβαιότητα αν η Σαλαμίνα καθιερώθηκε κατά τα επόμενα χρόνια της Ρωμαϊκής περιόδου ως η πρώτη επισκοπή του τόπου και μάλιστα αδιάλειπτα.
Η Επισκοπή της Σαλαμίνας θα πρέπει να Θεωρείται ως η πρώτη, δηλαδή η αρχιεπισκοπή του τόπου, από τα μέσα περίπου του 401 αιώνα μ.Χ. Μετά την ανοικοδόμησή της, ύστερα από τους καταστροφικούς σεισμούς του 332 και 342 μ.Χ., και το πέρασμα από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή περίοδο, η Σαλαμίνα αποτέλεσε το πολιτικό κέντρο του νησιού. Από την εποχή αυτή και μετά ο επίσκοπος Σαλαμίνας θα αναφέρεται στις πηγές και με τον τίτλο Κωνσταντίας, που τελικά Θα επικρατήσει κατά τα επόμενα χρόνια, αφού στην Πόλη δόθηκε το όνομα αυτό προς τιμή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β’ που την ανοικοδόμησε και την κατέστησε πολιτική και στην ουσία εκκλησιαστική πρωτεύουσα.
H καθιέρωση της Κωνσταντίας ως Μητροπόλεως του τόπου συνδέεται σίγουρα και με την επιβλητική προσωπικότητα, ζωή και δράση του αγίου Επιφανίου. Ο άγιος Επιφάνιος, κατά τη μακρά αρχιεπισκοπεία του (368 – 403), ήταν χωρίς αμφιβολία ο πρώτος των επισκόπων του τόπου, αυτός που κατά τον εκκλησιαστικό ιστορικό Σωζομενό ῇρέθη τής μητροπόλεως τής νήσου έπισκοπείν. H Κωνσταντία αναφέρεται έκτοτε σε διάφορες πηγές, όπως και σε διάφοραnotitiae episcopatuum (εκκλησιαστικά τακτικά), ως Μητρόπολις της Κύπρου. Για παράδειγμα, στο λίβελο που ο επίσκοπος Ρηγίνος έδωσε στη Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (‘Εφεσος 431), η οποία αναγνώρισε δια του H’ Κανόνα της το αυτοδιοίκητο – αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου, γίνεται σαφής αναφοράδια το δίχα ταῆς αὐτῶν (ἐπισκόπων καί κλήρου) γνώμης μή καθίατασθαι ἐν Κωνσταντείᾳ τῇ μητροπόλει τής Κύπρου ἐπίοκοπον. Στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους (527 -528), όπως και σε άλλα μεταγενέστερα τακτικά αναφέρεται ηΚωνσταντία Μητρόπολις.
Ο επίσκοπος – μητροπολίτης Κωνσταντίας αναφέρεται με τον τίτλο αρχιεπίσκοπος ήδη από τις αρχές του 6ου αιώνα. Σε επιγραφή που σχετίζεται με τον Κωνσταντίας Φιλόξενο διαβάζουμε τα ακόλουθα:
+ κε’ τοῦτο τό ἀγαθόν
ἔργον ἐπί Φιλοξέ‑
νου τοῦ άγιοτάτ(ου)
κ(έ) μακαριοτάτου ή‑
μών ἀρχιεπισκό(που)
Στα πρακτικά της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου (Κωνσταντινούπολη 680/81) αναφέρεται ότι ο επίσκοπος Τριμυθούντος Θεόδωρος παρευρέθη στη Σύνοδο ως εκπρόσωπος τού ἀγιωτάτου άρχιεπισκ. τῆς Κυπρίων νήσου. H Κωνσταντία συνέχισε να είναι η έδρα του πρώτου των επισκόπων του τόπου και κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών(7°ς – 10Οζ αιώνας.). Μετά τη μετοικεσία των Κυπρίων στον Ελλήσποντο, στον τίτλο του επισκόπου τής Κυπρίων νήσου προστέθηκαν (Πενθέκτη εν Τρούλλῶ Οικουμενική Σύνοδος, 691, ΛΘ’ Κανόνας) ο τίτλος του τῆς Κυπρίων νήσου προέδρου και ο επίσκοπος Ιωάννης υπέγραψε τα πρακτικά ως ἐπίσκοπος νέας Ἰουστινιανουπόλεως. Μετά την επιστροφή των Κυπρίων, οι επίσκοποι της πόλης συνέχισαν να φέρουν τον τίτλο του επισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κυπρίων νήσου (Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος 787).
Περί τα τέλη του 8ου αιώνα, και μετά την καταστροφή της Κωνσταντίας από τις αραβικές επιδρομές, οι κάτοικοι άρχισαν να μεταφέρονται νοτιότερα της Σαλαμίνας/Κωνσταντίας, σε μια πόλη που είχε οικοδομηθεί (274 π.Χ.) κατά την ελληνιστική περίοδο από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο και έφερε το όνομα Αρσινόη. Το όνομα που χρησιμοποιείται για την περιοχή αυτή, στην οποία μετακινούνται οι κάτοικοι της Κωνσταντίας κατά τα τέλη του 801) αιώνα, είναι Αμμόχωστος. Το πότε ακριβώς έγινε η μετάβαση της έδρας του Κωνσταντίας, του Αρχιεπισκόπου του τόπου, από την Κωνσταντία στην Αρσινόη – Αμμόχωστο, δεν είναι γνωστό με σαφήνεια.
Με την έναρξη της Λατινοκρατίας (1191) και ειδικότερα μετά την έκδοση της Bulla Cypria (3 /7 / 1260), εκτός της μείωσης των επισκοπών από 14 σε 4 και την κατάργηση, στο εξής, του δικαιώματος εκλογής Ορθόδοξου Αρχιεπισκόπου, οι έδρες των τεσσάρων επισκόπων μεταφέρθηκαν από τις πόλεις στην ύπαιθρο, αφού στις πόλεις Θα έδρευαν οι Λατίνοι επίσκοποι. ‘Έτσι, ως έδρα του ορθόδοξου επισκόπου της Αμμοχώστου ορίστηκε η Καρπασία.
Μετά τη λήξη της Λατινοκρατίας (1570/71) και την έναρξη της Οθωμανοκρατίας (1570/1 – 1878), έδρα του ορθόδοξου αρχιεπισκόπου έγινε και παραμένει μέχρι σήμερα η Λευκωσία. Πηγές αναφέρουν ότι ένα χρόνο μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς, ανάμεσα στους πρώτους ορθόδοξους επισκόπους χειροτονήθηκε και ένας επίσκοπος Αμμοχώστου, κάποιος Κρητικός μοναχός με το όνομα Συμεών.
Κατά κανόνα, από την Οθωμανοκρατία και μετά, η πάλαι ποτέ Μητρόπολη -Αρχιεπισκοπή του τόπου Σαλαμίνα – Κωνσταντία – Αμμόχωστος, βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία των εκάστοτε αρχιεπισκόπων και αποτελούσε τμήμα της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας. Ωστόσο, κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας (1878 -1960), αλλά και μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960 κ.ε.) υπήρξαν εκλογές Χωρεπισκόπων Σαλαμίνος, όπως αυτές των Γεννάδιου (1948 – 1959) τέως Πάφου (1959 -1973), του Χρυσόστομου (1969 -1973) μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Κύπρου (1977 -2006) και του Βαρνάβα (1973 κ.ε.).
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, η επανασύσταση της Μητροπόλεως Κωνσταντίας – Αμμοχώστου αποτελεί όχι μόνο ιστορική απόφαση, αλλά από μακρών επιβεβλημένο και οφειλόμενο ιστορικό και εκκλησιαστικά χρέος της ιεραρχίας και του λαού του Θεού έναντι του ιδρυτή, προστάτη και Αρχιεπισκόπου του τόπου Αποστόλου Βαρνάβα, όπως και των διαδόχων του που κόσμησαν το Θρόνο αυτό, όπως ο Μέγας Επιφάνιος και άλλοι, που μέχρι το 12° /13° αιώνα ήταν κατά κύριο λόγο οι επικεφαλείς της τοπικής Εκκλησίας.
Ευλογία και χάριτι Θεού, η διαποίμανση της Μητρόπολη Κωνσταντίας -Αμμοχώστου, που κατά μεγάλο τμήμα της από το 1974, μετά την Τουρκική εισβολή, είναι κατεχόμενη από τους Τούρκους ανατέθηκε σε έναν έμπειρο και καταξιωμένο ιεράρχη μεγάλου εκκλησιαστικού, Θεολογικού και πνευματικού αναστήματος και αναγνώρισης τόσο εντός, όσο και εκτός Κύπρου.
Δρ. Ανδρέας Βίττης