Κυριακή Ασώτου ,Ευαγ. Ανάγνωσμα: Λουκ.15, 11 – 32 (28-02-2016)
Χρίστου Θεοδώρου Θεολόγου
Πρωτότυπο Κείμενο
Είπε δε· Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς. και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. και διείλεν αυτοίς τον βίον. και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισεν την ουσίαν αυτού ζων ασώτως. Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρά κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους· και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ ώδε απόλλυμαι! Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησον με ως ένα των μισθίων σου. Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα εαυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. είπε δε αυτώ ο υιός· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησεν, και απολωλώς ην και ευρέθη. και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ήν δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. Ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει, και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. Ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. Ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. Ο δε είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.
Μετάφραση
Kάποιος είχε δύο γιους. Kι ο μικρότερος είπε στον πατέρα του: Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο που μου αναλογεί από την περιουσία. Kι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Έτσι, προτού κιόλας περάσουν πολλές μέρες, τα μάζεψε όλα ο μικρότερος γιος κι έφυγε σε μια μακρινή χώρα, όπου και σκόρπισε την περιουσία του ζώντας μέσα στην ασωτία. Kι αφού πια τα είχε ξοδέψει όλα, ξέσπασε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, οπότε άρχισε αυτός να στερείται. Πήγε τότε κι έγινε υπηρέτης ενός από τους πολίτες της χώρας εκείνης, κι εκείνος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Kατάντησε έτσι να λαχταρά να ικανοποιήσει το στομάχι του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, μα κανένας δεν του έδινε. Ξανάρθε τότε στα λογικά του και είπε: «Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου κερδίζουν περισσότερο ψωμί απ’ ό,τι χρειάζονται κι εγώ χάνομαι εδώ από την πείνα! Θα σηκωθώ, λοιπόν, και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα τόσο εναντίον τ’ ουρανού όσο κι εναντίον σου. Δεν είμαι πια άξιος να ονομάζομαι γιος σου, κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου». Έτσι, σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Kι ενώ βρισκόταν ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε, κι έτρεξε και τον άρπαξε στην αγκαλιά του και τον γέμισε με φιλιά. Tου είπε τότε ο γιος: «Πατέρα, αμάρτησα τόσο εναντίον τ’ ουρανού όσο και εναντίον σου και δεν είμαι πια άξιος να ονομάζομαι γιος σου». Mα ο πατέρας είπε στους δούλους του: «Φέρτε την καλύτερη στολή και ντύστε τον, και δώστε του δαχτυλίδι για το χέρι του και υποδήματα για τα πόδια του. Φέρτε επίσης το καλοθρεμμένο μοσχάρι και σφάξτε το, για να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός εδώ ο γιος μου νεκρός ήταν και ξανάζησε, χαμένος ήταν και βρέθηκε». Kι άρχισαν να ευφραίνονται. Στο μεταξύ, ο μεγαλύτερος γιος ήταν στο χωράφι. Kαθώς, λοιπόν, πλησίασε στο σπίτι την ώρα που επέστρεφε, άκουσε μουσική και χορούς. Φώναξε τότε έναν από τους υπηρέτες και ρωτούσε να μάθει τι σημαίνουν όλ’ αυτά. Kι εκείνος του είπε: «Eπέστρεψε ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου έσφαξε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, επειδή ξανάρθε πίσω σ’ αυτόν υγιής». Oργίστηκε τότε εκείνος και δεν ήθελε να μπει μέσα. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του και τον παρακαλούσε, μα εκείνος αποκρίθηκε στον πατέρα του και του είπε: «Tόσα χρόνια τώρα εργάζομαι για σένα και ποτέ δεν παραμέλησα κάποια εντολή σου. Kι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ούτε ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Mα σαν ήρθε ο γιος σου αυτός, που κατέφαγε όλο το βιος σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το καλοθρεμμένο μοσχάρι». Tότε εκείνος του είπε: «Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι όλα όσα έχω εγώ δικά σου είναι. Mα να γιορτάσουμε έπρεπε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός νεκρός ήταν κι αναστήθηκε, κι ήταν χαμένος και βρέθηκε».
Σχολιασμός
Αδιαμφισβήτητα είναι φοβερές οι συνέπειες στις οποίες οδηγείται ο άνθρωπος μέσα από την αμαρτία που σημαίνει και την αποστασία του από τον Θεό. Η μετάνοια αποτελεί το κύριο συστατικό της λυτρωτική πορείας του ανθρώπου. Φτάνει ο αμαρτωλός να απευθυνθεί στον Θεό και με πλήρη επίγνωση της αμαρτωλότητας του να του πει μέσα από τα βάθη της καρδιάς του: «Πάτερ,ήμαρτον είς τον ουρανόν και ενώπιον σου».
Ας δούμε τον άσωτο υιό της παρούσας παραβολής. Ποιος ήταν και πως κατάντησε; Ήταν ο λατρεμένος υιός του στοργικότατου και πλούσιου πατέρα. Είχε τα πάντα χωρίς να του λείψει τίποτα και προπαντός την υπέρμετρη αγάπη του πατέρα του. Υίος, που μπορούσε να τον ζηλέψει ο καθένας. Αν πάρουμε το άλλο άκρο θα θέσουμε και το εξής ερώτημα: Πως έχει νικηθεί από την αμαρτια; Επιθυμούσε να ζήσει μακριά από τα πλούσια βιοποριστικά αγαθά αλλά και ψυχικά αγαθά που του παρείχε το σπίτι του. Προτίμησε τον ξεπεσμό, την αμαρτωλή ζωή και την χαρά της ελευθερίας του. Νικημένος από τις σκέψεις αυτές το πατρικό του σπίτι του φαινόταν πλέον σαν φυλακή που μόνο στεναχώρια και θλίψη του προκαλούσε αφού δεν τον συγκινούσαν όλα τα καλά που ήταν στην άμεση διάθεση του. Αυθόρμητα λοιπόν και άμεσα επηρεασμένος από την ψυχική επανάσταση του εσωτερικού του κόσμου με τρόπο ασεβή παρουσιάζεται μπροστά στον πατέρα του και με απότομο τρόπο ζητά το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκει. Το σκοτάδι της αμαρτίας θολώνει τον νου και τον οδηγεί σε πράξεις παράλογες.
Ο στοργικός πατέρας βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κρατήσει με το ζόρι τον υιό του, του παραχώρησε αυτό που του ανήκε από την περιουσία. Αυτός «συναγαγών άπαντα,απεδήμησεν εις χώραν μακράν». Χωρίς να χάσει χρόνο είχε ανταλλάξει τα ακίνητα που είχε στην διάθεση του με μετρητά και έφυγε μακριά χωρίς να αποχαιρετίσει ούτε καν τον πατέρα του. Τώρα χωρίζει μια μεγάλη απόσταση τόσο ψυχική όσο και τοπική τον πατέρα από τον υιό. Αναζητούσε την χαρά σε μια χώρα μακρινή, χώρα αμαρτωλή και αποστερημένη από τον Θεό. Χάρη στα λεφτά του πατέρα ξόδευε ασύστολα και χωρίς εγκράτεια σε αμαρτωλές τέρψεις , σε εικονικούς φίλους που μόνο και μόνο συναναστρέφονταν μαζί του για να είναι μέτοχοι ή καλύτερα να εκμεταλλευτούν τον πεπλανημένο αυτό νεαρό διασκεδάζοντας και προβαίνοντας σε διάφορες ασωτίες και ακολασίες.
Και ξαφνικά ήλθε η στιγμή που ο συγκεκριμένος νεαρός έμεινε χωρίς χρήματα αφού εξαντλήθηκαν όλα, η πατρική περιουσία σπαταλήθηκε ασώτως και αυτός κατέληξε πάμπτωχος και στερημένος. Προδομένος από τους φίλους του αφού αυτοί χάθηκαν μετά την δυσμενή οικονομική κατάσταση την οποία περιήλθε ο υιός βρίσκεται σε απόγνωση. Άφραγκος και πεινασμένος μέσα σε μια άθλια κατάσταση και με μόνη συντροφιά την πικρία και την αποκαρδίωση και παλεύοντας εσωτερικά με τις ενοχές και τις τύψεις του κατάντησε να βόσκει χοίρους για να μην πεθάνει τελείως από την πείνα. Επιθυμούσε να διασκεδάσει λίγο την πείνα του τρώγοντας από την τροφή των χοίρων. Δυστυχώς η αμαρτία τον είχε γυμνώσει από κάθε τι καλό διέθετε και τον είχε γεμίσει από κάθε τι κακό που δεν διέθετε.
Αυτός ο εξευτελισμός και η συνειδητοποίηση της καταπτώσεως ήταν αρκετό για να συνταραχθεί ο εσωτερικός του κόσμος και να συνέλθει από την πτώση της αμαρτίας .Η κατάσταση στην οποία επήλθε τον έκανε να συναισθανθεί την αμαρτωλότητα του και να δει το βάραθρο το οποίο έχει κατακρημνισθεί.Τον οδήγησαν στην μετάνοια, και στην επιστροφή του στον στοργικό πατέρα. Με την επιστροφή του δεν ευελπιστούσε σε κάτι καλό αλλά τουλάχιστον θα ήταν αρκετό να γίνει υπηρέτης στο σπίτι του πατέρα του. Με συντριβή και ταπείνωση όταν είδε τον πατέρα του περιτριγυρισμένο από υπηρέτες και δούλους, να τρέχει προς αυτό με ανοικτές αγκάλες λύγισε και με δάκρυα στα μάτια αναγνώρισε την ενοχή και την αναξιότητα του. «Πάτερ είπε, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενωπιόν σου ουκέτι είμι άξιος κληθήναι υιός σου».
Μεγάλη ανακούφιση περιήλθε στον νεαρό μετά την τολμηρή του αυτή εξομολόγηση. Η ανακούφιση αυτή έγινε απέραντη χαρά και απέραντη αγαλλίαση όταν ο πατέρας αναγνωρίζει και αποκαλεί τον υιό του αγαπητό και διατάζει να στρωθούν μεγάλα φαγοπότια για τον υιό του αλλά και να τον ενδύσουν με τα πιο πλούσια ενδύματα που υπάρχουν. Όλη η ηθική ρυπαρότητα με την οποία ο διάβολος κυρίευσε την ψυχή του ασώτου διαλύθηκε και εξαφανίστηκε η ηθική λαμπρότητα έκανε το πρόσωπο του να λάμπει από χαρά. Τα πάθη και κυριαρχία του πονηρού έσβησαν και ο άσωτος απελευθερώθηκε και εξασφάλισε την ηθική του ελευθερία. Φοβερή η αθλιότητα, που προκαλεί η αμαρτία. Τραγική και ανυπόφορη η οδύνη και η πικρία της αποστασίας. Απερίγραπτη η χαρά και η άνεση της επιστροφής στον πατέρα.
Ο Πατέρας, που υπομένει και περιμένει, με την επιστροφή του ασώτου, τον υποδέχεται στην πόρτα του σπιτιού και τον αποκαθιστά στην πρώτη κατάσταση. Τον βλέπει ως πεθαμένο που αναστήθηκε και για χαμένο που βρέθηκε. Κι αν ακόμη φτάσει στο σημείο ο άνθρωπος να χάσει τον εαυτό του και να μην ξέρει πια τι είναι, ο Θεός γνωρίζει την αξία του ανθρώπου. Εκείνος τον έπλασε και τον προίκισε με χαρίσματα μοναδικά ανάμεσα στα άλλα δημιουργήματα του. Για το λόγο αυτό λυπάται πολύ ο Θεός, όταν χάνεται ο άνθρωπος και αντίθετα χαίρει πολύ μαζί με τους αγγέλους όταν μετανοεί και επιστρέφει στην πατρική αγκαλιά. Όταν ο άσωτος ξαναβρίσκει τον εαυτό του και ξαναγυρίζει στο πατρικό σπίτι, τότε πραγματικά ανασταίνεται. Ανάσταση είναι η επιστροφή του ανθρώπου, που κάποια στιγμή αδυναμίας έφυγε από το δρόμο του Θεού. Για την ανάσταση αυτή, ο Θεός όχι μόνο περιμένει, αλλά γίνεται άνθρωπος, παίρνει πάνω του τον άνθρωπο, πεθαίνει ως άνθρωπος και ανασταίνεται ως Θεός, για να αναστήσει μαζί του τον άνθρωπο.