Κυριακή των Αγίων Πατέρων, Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Μτ. 5,13-19 (17-7-2016)
του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Κωνσταντίας-Αμμοχώστου κ. Βασιλείου
Πρωτότυπο κείμενο
Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού μαθηταίς· Υμείς εστέ το φως του κόσμου. Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη∙ ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία. Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς. Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας∙ ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. Αμήν γαρ λέγω υμίν, εώς αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν η μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται. Ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών∙ ος δ΄ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών.
Νεοελληνική απόδοση
Είπε ο Κύριος στους μαθητές του: «Εσείς είστε το φως για τον κόσμο· μια πόλη κτισμένη ψηλά στο βουνό, δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι άνθρωποι, όταν ανάψουν το λυχνάρι, δεν το βάζουν κάτω από το δοχείο με το οποίο μετρούν το σιτάρι, αλλά το τοποθετούν στον λυχνοστάτη, για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας. Μη νομίσετε πως ήρθα για να καταργήσω τον νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα για να τα καταργήσω, αλλά για να πραγματοποιήσω. Σας βεβαιώνω πως όσο υπάρχει ο κόσμος, έως τη συντέλειά του, δεν θα πάψει να ισχύει ούτε ένα γιώτα ή μια οξεία από τον νόμο. Όποιος, λοιπόν, καταργήσει ακόμα και μία από τις πιο μικρές εντολές αυτού του νόμου και διδάξει έτσι τους άλλους, θα θεωρηθεί ελάχιστος στη βασιλεία του Θεού, ενώ όποιος τις τηρήσει όλες και διδάξει έτσι και τους άλλους, αυτός θα θεωρηθεί μεγάλος στη βασιλεία του Θεού».
Σύγχρονο Μπλακ άουτ του Χριστιανισμού η των Χριστιανών;
Η επιλογή της ευαγγελικής περικοπής για τη σημερινή Κυριακή αποσκοπεί στο να υπογραμμίσει το φωτιστικό έργο των αγίων Πατέρων, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει την Δ’ Οικουμενική σύνοδο και τους οποίους τιμούμε σήμερα. Μέσα στην ευαγγελική περικοπή υπογραμμίζονται βασικές χριστιανικές αρχές. Δύο σημαντικά θέματα, τα οποία θα μας απασχολήσουν είναι, πρώτον, η απαίτηση του Χριστού από τους Χριστιανούς να γίνουν το φως και το άλας του κόσμου και, δεύτερον, η σχέση του Χριστού με το Μωσαϊκό Νόμο.
1. Το άλας και το φως του κόσμου.
Στην επί του Όρους Ομιλία του, απ’ όπου είναι παρμένη η ευαγγελική περικοπή, ο Χριστός απευθύνθηκε προς τους Μαθητές του για να τους καθορίσει τη θέση τους μέσα στον κόσμο ως Μαθητών του Χριστού και κατά συνέπεια και της Εκκλησίας. Χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό δύο παραβολικές εικόνες, μία του άλατος και μία του φωτός. Τους είπε ότι αυτοί είναι και θα πρέπει να είναι το άλας του κόσμου. Είναι γνωστό από την ιστορία πόση σημασία είχε το άλας σε μία εποχή που δεν υπήρχαν άλλα μέσα συντηρήσεως των τροφίμων. Το άλας έδιδε τη γεύση στις τροφές και ήταν συντηρητικό των τροφών. Στην Κύπρο οι αλυκές, ένεκα της χρησιμότητας του άλατος, αποτελούσαν σημαντική πηγή εισοδήματος. Εάν λοιπόν αυτό το άλας χάσει τις ιδιότητές του, τότε δεν έχει καμμία απολύτως αξία και πετάγεται ως άχρηστο, γιατί δεν έχει άλλη χρησιμότητα. Οι Μαθητές, λοιπόν, έχουν αυτό το ρόλο, αυτή την αποστολή μέσα στον κόσμο, να προσδίδουν το νόημα στον κόσμο, είτε στο κάθε άτομο είτε στο κοινωνικό σύνολο. Με τον τρόπο αυτό, ο Χριστός, παρομοιάζοντας είτε τους Αποστόλους είτε όλους τους μαθητές του, δηλαδή την Εκκλησία του, με το άλας, έχει μεγάλες προσδοκίες από αυτούς, ότι θα καταστούν καταλύτες όλων εκείνων των δυνάμεων οι οποίες είναι σηπτικές των κοινωνιών και θα διατηρήσουν τη φρεσκάδα της θείας παρουσίας μέσα στον κόσμο. Τους καθιστά, εν τούτοις, προσεκτικούς, γιατί, αν δεν εκπληρώσουν αυτή την αποστολή τους, τότε η αξία τους είναι ανύπαρκτη και θα απορριφθούν, τόσο από τους ανθρώπους, όσο και από τον ίδιο τον Θεό.
Η κλήση αυτή του Χριστού για την αποστολή των Μαθητών μέσα στον κόσμο συνιστά συνεχή κλήση και προς την αποστολή της Εκκλησίας διαχρονικά. Μπορεί να είναι σκληρός ο λόγος και η προειδοποίηση του Χριστού. Όμως, πρέπει να αποβεί λόγος αφυπνίσεως της Εκκλησίας, διαφορετικά, θα ισχύσει ο, τι είπε ο Χριστός παραβολικά για το άλας, ότι θα πεταχτεί έξω και θα καταπατείται από τους ανθρώπους ως άχρηστο.
Η δεύτερη παραβολική εικόνα που χρησιμοποιεί ο Χριστός είναι αυτή του φωτός. Οι Μαθητές, εκτός από άλας είναι και το φως του κόσμου. Ως άλας δίδουν νόημα και συντηρούν τον κόσμο. Ως φως φωτίζουν την πορεία του κόσμου. Είναι σχεδόν παροιμιώδης ο λόγος του Χριστού, ότι η πόλη η οποία είναι κτισμένη πάνω σε βουνό δεν μπορεί να κρυφτεί, ή ακόμα ότι, όταν ανάπτεται λύχνος δεν κρύβεται, αλλά τοποθετείται πάνω σε λυχνοστάτη για να φωτίζει ολόκληρο το σπίτι και όσους βρίσκονται μέσα.
Ήδη στην Π. Διαθήκη είχε χρησιμοποιηθεί περίπου η ίδια παραβολική εικόνα από τον προφήτη Ησαΐα, όπου ο Θεός λέγει στο Ισραήλ: “ιδού τέθεικά σε εις διαθήκην γένους εις φως εθνών του είναι σε εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γης”. (Ησ. 49,6. Βλ. 46,6). Το Ισραήλ είχε αποστολή να αποτελέσει το “φως των εθνών”, γιατί έλαβε το νόμο στο Σινά και συνήψε τη Διαθήκη με τον Θεό με σκοπό η αλήθεια του μοναδικού και πραγματικού Θεού να λάμψει σε όλα τα έθνη. Αυτό θα λάμβανε την τελική πραγματοποίησή του όταν θα ερχόταν ο Μεσσίας.
Πράγματι, η έλευση του Χριστού στον κόσμο σημαδεύτηκε με σημεία φωτεινά όπως το άστρο της Γεννήσεως, που οδήγησε τους εθνικούς Μάγους από την Ανατολή να έλθουν να τον προσκυνήσουν. Αυτό αποτελεί μία εκδήλωση με φυσικά φαινόμενα που συνδέουν το φως με τον Χριστό. Επιπρόσθετα, ο ίδιος ο Χριστός σε πολλές περιπτώσεις παρομοίασε τον εαυτό του με το φως: Έτσι, λέγει,: “Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη” (Iω. 12, 46). Η ακόμα ο Χριστός διακήρυξε: “Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής” (Iω. 8, 12). Με τον τρόπο αυτό ο Χριστός αφ’ ενός μεν βεβαιώνει ότι οι προφητείες της Π. Διαθήκης περί του φωτός εκπληρώνονται στο πρόσωπο του, αφ’ ετέρου δε διευκρινίζει ότι η παραβολική έννοια του φωτός σημαίνει την αποδοχή της διδασκαλίας αλλά και του ίδιου του προσώπου του Ιησού Χριστού. Οι λόγοι αυτοί του Χριστού είναι διαφωτιστικοί και εκείνων που λέγει στη συνέχεια, ότι ήλθε για να εκπληρώσει το νόμο.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμα ότι στην Αγία Γραφή το φως συνδέεται άμεσα με την παρουσία του Θεού. Παραδείγματα έχουμε πολλά. Στην Π. Διαθήκη ο Θεός εμφανίσθηκε στο Μωϋσή κατ’ αρχήν με φωτιά μέσα στην άφλεκτη Βάτο και αργότερα είτε μέσα στη νεφέλη, είτε μέσα στο φως, είτε με αστραπές και βροντές στην κορυφή του Όρους Σινά, όπου του παρέδωσε το Νόμο. Στην Κ. Διαθήκη υπενθυμίζουμε το φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού, τη λάμψη του οποίου δεν μπόρεσαν να υποφέρουν με τα σωματικά τους μάτια οι Απόστολοι που ήσαν παρόντες, ή ακόμα την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής εν είδη πυρίνων γλωσσών.
Όπως αντιλαμβανόμεθα, η έννοια του φωτός είναι και πολυσήμαντη και βαθιά ριζωμένη στη θρησκευτικότητα της εποχής, κατά την οποία ο Χριστός χρησιμοποιεί αυτές τις παραβολικές εικόνες. Επιπρόσθετα, ο Χριστός περιλαμβάνει στις παραβολικές του εικόνες δύο στοιχεία απαραίτητα για τη ζωή, το άλας και το φως. Τότε που δεν υπήρχε άλλος τρόπος συντηρήσεως των τροφίμων το άλας ήταν το μοναδικό μέσο συντηρήσεως. Εξ άλλου, σήμερα πιθανό να μη μας προκαλεί αίσθηση η εικόνα του φωτός, γιατί έχουμε τη δυνατότητα, χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία, να μετατρέπουμε και το σκοτάδι της νύκτας σε φως. Τότε, η μόνη δυνατότητα να διαλύσουν οι άνθρωποι το σκοτάδι της νύκτας, είτε στα σπίτια είτε στους δρόμους, ήταν οι λύχνοι. Για το λόγο αυτό ο Χριστός λέγει ότι, “ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία”.
Διαπιστώσαμε μέχρι τώρα, ότι η εικόνα του φωτός χρησιμοποιείται για το Νόμο της Π. Διαθήκης, για τον ίδιο τον Χριστό, ή είναι συνδεδεμένο με την παρουσία του Θεού, εκτός βέβαια από την πρακτική χρήση και ανάγκη του φωτός στη ζωή μας. Ο Χριστός, όπως διαπιστώνουμε, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή χρησιμοποιεί την παραβολική εικόνα του φωτός και για τους μαθητές του.
Είναι δύο οι λόγοι για τους οποίους οι Μαθητές του Χριστού παρομοιάζονται με το φως. Ο πρώτος οφείλεται στη σχέση των μαθητών με τον Χριστό και ο δεύτερος είναι σχετικός με την αποστολή και παρουσία τους στον κόσμο.
α) Οι Ισραηλίτες, επειδή είχαν λάβει το Νόμο στο Σινά από τον Θεό, ένεκα της σχέσεώς τους με το Νόμο, όπως διαπιστώθηκε, είχαν ονομασθεί “φως εθνών”. Η ευαγγελική περικοπή είναι απόσπασμα της επί του Όρους Ομιλίας του Χριστού, ο οποίος, ως ο Νέος Μωϋσής, συμπληρώνει και παραδίδει το νέο νόμο της χάριτος του Ευαγγελίου στους Αποστόλους και σε όλους τους ανθρώπους που τον αποδέχονται. Επομένως, αυτοί που δέχονται τον Χριστό και το νόμο του Ευαγγελίου του είναι το φως του κόσμου.
β) Ο Θεός, ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή του φωτός που φωτίζει τις ψυχές, το νου, τη διάνοια και τις καρδιές των ανθρώπων και τους απαλλάσσει από το σκοτάδι της άγνοιας και της αμαρτίας και τους παρέχει το φως της γνώσεως της αλήθειας. «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Μτ. 4:16). Η αποκάλυψη του φωτός αυτού σημαίνει α) τον τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτεται ο Θεός και, β) το ότι ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια περί του Θεού και περί του ανθρώπου. θα λέγαμε ότι αυτή είναι η ουσία του Χριστιανισμού, να προσφέρει το φως της αλήθειας. Η αλήθεια δεν είναι απρόσωπη και αφηρημένη φιλοσοφική έννοια, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Ο Νόμος του Σινά και το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού είναι λυχνίες που φωτίζουν την πορεία του ανθρώπου. Ο Ψαλμωδός λέγει ότι, “λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου” (Ψαλ. 118:105). Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής παρομοιάζει τις δύο Διαθήκες, την Παλαιά και την Καινή με δύο ελιές από τις οποίες παίρνουμε το λάδι για να γεμίσουμε τη λυχνία της Εκκλησίας, γιατί η Εκκλησία με τη διδασκαλία της φωτίζει τον κόσμο. (βλ. Ερωτήσεις προς Θαλλάσσιον, 63. Cοrpus Christianοrum, 22, σελ.161 εξ.).
Οι μαθητές του Χριστού είναι το φως του κόσμου ένεκα των καλών έργων τους. “Ούτω λαμψάτω το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς”. Οι άνθρωποι, εμείς δηλαδή, λαμβάνουμε το φως από τον Θεό, από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστό και από τις Άγιες Γραφές. Ο Θεός είναι “αυτοφώς” και αποκαλύπτει το φως με την αποκάλυψη μέσω της Αγίας Γραφής. Εμείς είμαστε ετερόφωτοι, γιατί λαμβάνουμε το φως με τη χάρη του Θεού. Πρέπει, όμως, να φανερώνουμε το φως του Θεού στον κόσμο με την πίστη μας και με τα έργα μας. Αν έχουμε αυτά τα διακριτικά της πίστεως και των έργων τότε είμαστε όπως ο λύχνος που τοποθετείται πάνω στο λυχνοστάτη και φωτίζει. Διαφορετικά μεταβαλλόμεθα σε φωτοσβέστες που προτιμούν τα έργα του σκότους και όχι του φωτός.
Οι λόγοι αυτοί του Χριστού έχουν και διαχρονικότητα και συγχρονικότητα. Αναφέρονται και σε όλους εμάς που πρέπει, ως Χριστιανοί, δηλαδή ως ακόλουθοι και μαθητές του Χριστού και μέλη της Εκκλησίας του να αποβούμε το φως του κόσμου με την πίστη και με τα έργα μας που φανερώνουν την ανόθευτη και καθαρή χριστιανική μας ταυτότητα. Και μη νομίσουμε ότι όταν ο Χριστός μιλά περί “κόσμου” εννοεί μία απομακρυσμένη πραγματικότητα και κατάσταση. Ο κόσμος μπορεί να είναι τα άτομα γύρω μας, η οικογένειά μας, ο χώρος της εργασίας μας, η κοινότητά μας, αλλά και όλος ο κόσμος, άνθρωποι και κοινωνίες. Σε όλους αυτούς πρέπει να δώσουμε το φως της αλήθειας, αφού φυσικά, το αποκτήσουμε πρώτοι εμείς.
Είναι, κατά συνέπεια και αυτή η κλήση του Χριστού προς τους Μαθητές του να μεταβληθούν σε φως του κόσμου εξ ίσου σημαντική, γιατί πρέπει να γίνουν μάρτυρες της παρουσίας του Θεού μέσα στον κόσμο, να γίνουν δηλαδή οι ίδιοι “θεοφόροι” και «φωτοφόροι» και να ακτινοβολήσουν την αγάπη, την αγιότητα και τη φιλανθρωπία του Θεού στους ανθρώπους. Σκοπός όλων αυτών είναι να δουν οι άνθρωποι τα καλά έργα των μαθητών, των ακολούθων του Χριστού και να δοξάσουν τον Θεό Πατέρα. Εάν οι άνθρωποι, διακρίνοντας τα καλά έργα των πιστών ακολούθων του Χριστού, δοξάσουν τον Θεό Πατέρα, σημαίνει ότι αποδέχονται και ομολογούν τον αληθινό Θεό, τον Θεό Πατέρα και πιστεύουν στη θεότητα του Υιού του, Ιησού Χριστού, ο οποίος ήλθε στον κόσμο για να καλέσει όλους για τη σωτηρία. Έτσι, επιτυγχάνεται, λοιπόν, ο σκοπός της επί γης παρουσίας του Χριστού.
Θα μπορούσαμε να προβληματισθούμε σήμερα, λαμβάνοντας αφορμή από τους λόγους αυτούς του Χριστού και να διερωτηθούμε: Επήλθε Μπλακ άουτ, συσκότιση δηλαδή του Χριστιανισμού; Μήπως έπαψε ο Χριστιανισμός σήμερα να είναι το φως του κόσμου, ή υπάρχει Μπλακ άουτ, συσκότιση εκ μέρους των Χριστιανών, οι οποίοι είναι κατ’ όνομα Χριστιανοί και δεν είναι κατ’ ουδένα τρόπο το φως του κόσμου, σύμφωνα με την κλήση και την αποστολή τους;
Ο Ρώσος φιλόσοφος Νικόλαος Μπερτιάγιεφ, σε σύντομο δοκίμιό του με τίτλο «Η αξία του Χριστιανισμού και η απαξία των Χριστιανών», αναφέρει το παράδειγμα ενός Εβραίου, ο οποίος, μετά από συζητήσεις με φίλο του Χριστιανό, αποφάσισε να μεταστραφεί στο Χριστιανισμό. Έθεσε, εν τούτοις ένα όρο. Πριν βαπτισθεί να πάει στη Ρώμη για να δει την πραγματική κατάσταση του Χριστιανισμού, ως Εκκλησίας, ως Χριστιανών, εκεί που ευρίσκεται ο πλέον κατά κόσμο διακεκριμένος εκπρόσωπος του Χριστιανισμού, ο Πάπας. Όταν επέστρεψε από τη Ρώμη, ο φίλος του ανησυχούσε, πιστεύοντας ότι θα άλλαζε γνώμη και δεν θα μεταστρεφόταν στο Χριστιανισμό. Εκείνος, αντιθέτως, έκανε το σχόλιο: αν μετά από δύο χιλιάδες χρόνια ιστορίας του Χριστιανισμού, μετά από τόσα σκάνδαλα εκ μέρους των εκπροσώπων του Χριστιανισμού, τη σκανδαλώδη ζωή τους και τόσα άλλα αντίθετα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, ο Χριστιανισμός συνεχίζει να υπάρχει, είναι απόδειξη ότι είναι αληθινός. Και έτσι, μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό.
Ο Χριστιανισμός δεν θα πάψει ποτέ να είναι το φως του κόσμου, γιατί το φως του Θεού δεν οδηγείται ποτέ σε Μπλακ άουτ, σε συσκότιση. Έχουμε τη βεβαιότητα της παροχής του φωτός στη διάρκεια της ιστορίας των δύο χιλιάδων χρόνων του Χριστιανισμού, όχι μόνο με το παράδειγμα των εορταζομένων Αγίων Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και με το νέφος των Αγίων που φωτίσθηκαν. Η οποιαδήποτε συσκότιση είναι καθαρά ευθύνη των Χριστιανών, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στην αποστολή που τους αναθέτει ο Θεός. Ο απόστολος Παύλος λέγει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο: «Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω. ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία» (Ρωμ. 7:19-20). Αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία είναι βαθιά ριζωμένη στον άνθρωπο και δημιουργεί συσκότιση. Η αμαρτία δεν είναι μία απλή ηθικολογία, αλλά είναι η συνεχής απόρριψη της χάριτος του Θεού που φωτίζει τον άνθρωπο.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι πρέπει να φωτισθούμε πρώτα εμείς οι ίδιοι και μετά να φωτίσουμε τους άλλους, να καθαρθούμε εμείς πρώτα από την αμαρτία και έπειτα να επιχειρήσουμε να καθάρουμε τους άλλους.
Να απευθύνουμε την προσευχή: «Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτό οψόμεθα φως το απρόσιτον. Και κατεύθυνον τας διανοίας ημών προς εργασίαν των εντολών σου, πρεσβείαις της αγίας Θεοτόκου και πάντων σου των Αγίων. Αμήν».
2. Χριστός και Νόμος.
Η συνέχεια της περικοπής αποτελεί κατ’ αρχήν τοποθέτηση του ίδιου του Χριστού έναντι του Μωσαϊκού Νόμου. Υπήρχε ήδη, φαίνεται, παρεξήγηση για το έργο του Χριστού, ότι δηλαδή “κατέλυσε”, κατέστρεψε και καταστρατήγησε ή και κατήργησε το Μωσαϊκό Νόμο, γιατί θεράπευε ασθενείς κατά το Σαββάτου, πράξη που απαγορευόταν από το νόμο, συναναστρεφόταν με τελώνες και αμαρτωλούς και συνέτρωγε μαζί τους κ.ά. Ο Χριστός, όμως, βεβαιώνει κατηγορηματικά, ότι δεν ήλθε για να καταργήσει το νόμο ή τους προφήτες, αλλά να τους “εκπληρώσει”. Εδώ είναι που βρίσκεται η καρδία και το νόημα των λόγων και της αποστολής του Χριστού στον κόσμο. Τι σημαίνει, λοιπόν, “ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι”;
Στην Π. Διαθήκη και στην Ιουδαϊκή αντίληψη υπήρχε διάχυτη η πεποίθηση, ότι, όταν ο νόμος λάβει την τελεία εκπλήρωση και εφαρμογή του, ακόμα και στην πιο μικρή του λεπτομέρεια, τότε θα έλθει το τέλος του κόσμου. Αυτή είναι η εσχατολογική ερμηνεία της πληρώσεως του Νόμου και των Προφητών. Πράγματι, ο Χριστός, κηρύσσοντας τη βασιλεία του Θεού έδιδε αυτή τη διάσταση της εσχατολογικής εκπληρώσεως του Νόμου.
Εξ άλλου, το έργο του Χριστού, αλλά και η επί γης παρουσία και αποστολή του ως Μεσσία και Λυτρωτή αποτελούν εκπλήρωση των Προφητειών. Για το λόγο αυτό δεν υπάρχει τίποτα, ούτε ένα γιώτα ούτε μία μικρή κεραία που δεν θα εκπληρωθούν στο πρόσωπο του Χριστού. Εκείνο, όμως, το οποίο προκαλούσε την αντίδραση των ερμηνευτών του Νόμου, Γραμματέων και Φαρισαίων, έναντι της στάσεως του Χριστού, ήταν η ερμηνεία που έκανε ο Χριστός, κατά πολύ διαφορετική από τη δική τους ερμηνεία. Διακρίνει τα ουσιώδη από τα επουσιώδη του νόμου. Διακρίνει τις ανθρώπινες παραδόσεις από τις εντολές του Θεού. Πράγματι, όταν ο Χριστός αναφέρεται στην “πλήρωση” του Νόμου, εννοεί το νόμο του Θεού και όχι τις ανθρώπινες παραδόσεις και συμβατικότητες. Απορρίπτει, δηλαδή, τις ερμηνείες του Νόμου που έκαναν οι νομοδιδάσκαλοι του Ισραήλ και δημιουργούσαν κύκλο απαγορευτικών διατάξεων και υποχρεώσεων που δεν περιείχε ο Μωσαϊκός Νόμος, καθιστώντας το νόμο δυσβάστακτο φορτίο για όσους ήθελαν να τον εφαρμόσουν.
Σε συσχετισμό με όσα ο Χριστός λέγει για τον εαυτό του για το φως και για την εκπλήρωση του νόμου, μπορούμε να πούμε ότι η εκπλήρωση αυτή λαμβάνει τρεις βασικές έννοιες: α) μέχρι την έλευση του Χριστού ο Νόμος του Μωϋσέως αποτελούσε το “φως των εθνών”. Με την έλευση του Χριστού, καθίσταται ο ίδιος το φως του κόσμου και παύει αυτή η αποστολή του Μωσαϊκού Νόμου. β) Ο Χριστός δεν καταργεί το Νόμο, αλλά, με την παρουσία του ως φως του κόσμου, εκπληρώνει τις προφητείες του Νόμου. Επομένως, το επί γης έργο του Χριστού στην ολότητά του αποτελεί την εκπλήρωση του Νόμου. γ) Η εκπλήρωση του Νόμου στην εσχατολογική της διάσταση σημαίνει για τον Χριστό την ήδη από τώρα εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού επί της γης. Ο ίδιος ο Χριστός είναι η πλήρωση του νόμου.
Η πλήρωση του Νόμου είναι το έργο και η αποστολή του Χριστού. Οι Μαθητές, εξ άλλου, έχουν υποχρέωση και καθήκον τηρήσεως του θείου νόμου, καθώς και της διδασκαλίας του προς τους άλλους. Η εφαρμογή και η διδασκαλία του Νόμου εκ μέρους των Μαθητών καθορίζεται επίσης με το λόγιο του Χριστού: “ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών”. Είναι η διδασκαλία και τα έργα. Είναι ο τρόπος ζωής, ο οποίος πρέπει να συνάδει με το περιεχόμενο των λόγων μας.
Τελούμε σήμερα, λοιπόν, τη μνήμη των 630 Πατέρων της εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Η Εκκλησία όρισε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή για να μας μεταφέρει το μήνυμα, ότι οι Άγιοι Πατέρες έγιναν πράγματι το άλας και το φως του κόσμου και ότι η διδασκαλία, το έργο και η παραδειγματική τους ζωή ήσαν σύμφωνα με το νόμο του ιερού Ευαγγελίου, γι’ αυτό και ανακηρύχθηκαν μεγάλοι από τον Θεό στη Βασιλεία του. Αυτούς καλούμεθα να μιμηθούμε για να φανούμε πιστά και άξια τέκνα τους.