Κυριακή Ε΄ Νηστειών, Ευαγγ. ανάγνωσμα: Μαρκ. 10, 32-45 (17-4-2016)
Πρεσβυτέρου Χρίστου Κούλενδρου
Πρωτότυπο Κείμενο
32 Ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. 41 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42 ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
Μετάφραση
32 Ανέβαιναν δε τον δρόμον που ωδηγούσε προς τα Ιεροσόλυμα, και ο Ιησούς επροπορεύετο από αυτούς. Και οι μαθηταί καθώς έβλεπαν τον διδάσκαλον να προχωρή προς το μαρτύριον κατελήφθησαν από θάμβος (εμπρός στο μεγαλείο της θυσίας που ακτινοβολούσε η μορφή του”. Και καθώς με σεβασμόν τον ακολουθούσαν, εφοβούντο δι’ όσα έμελλον να γίνουν εις Ιεροσόλυμα. Επήρε πάλιν τους δώδεκα ο Κυριος και ήρχισε να λέγη εις αυτούς όσα έμελλον να του συμβούν. 33 Ελεγε δηλαδή ότι “ιδού αναβαίνομεν εις τα Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και στους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν εις θάνατον, και θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρας στρατιώτας της Ρωμης. 34 Και θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν, και την τρίτην ημέραν θα αναστηθή”. 35 Και έρχονται προς αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, και λέγουν• “διδάσκαλε, θέλομεν να μας κάμης αυτό που θα ζητήσωμεν”. 36 Αυτός δε τους είπε• “τι θέλετε να σας κάμω;” 37 Εκείνοι απήντησαν• “όταν ως ένδοξος βασιλεύς καθίσης στον βασιλικόν θρόνον της Ιερουσαλήμ, δος μας να καθίσωμεν ένας εκ δεξιών σου και ένας εξ αριστερών σου”. 38 Ο δε Ιησούς τους είπεν• “δεν ξέρετε τι ζητείτε. Ημπορείτε να πίετε το ποτήριον του πόνου και του μαρτυρίου, το οποίον εγώ πίνω, και να βαπτισθήτε το βάπτισμα του αίματος, το οποίον εγώ βαπτίζομαι;” 39 Εκείνοι δε χωρίς καλά-καλά να σκεφθούν, του είπαν• “ημπορούμεν”. Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς• “το μεν ποτήριον του μαρτυρίου, το οποίον εγώ έντος ολίγου πίνω, θα το πίετε και το βάπτισμα της οδύνης και του αίματος και της θυσίας, το οποίον εγώ έντος ολίγου θα βαπτισθώ, θα το βαπτισθήτε. (Διότι και σεις θα δοκιμάσετε οδύνας και διωγμούς εξ αιτίας της πίστεώς σας εις εμέ). 40 Το να καθίσετε όμως εκ δεξιών μου και εξ αριστερών μου δεν είναι εις την εξουσίαν μου να το δώσω εις όποιον απλώς μου το ζητήσει, αλλά θα δοθή στους αξίους, εις αυτούς δηλαδή που θα ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιον και θα αγωνισθούν, δια τους οποίους άλωστε και έχει ετοιμασθή”. 41 Οι άλλοι δέκα, όταν ήκουσαν αυτά, ήρχισαν να αγανακτούν δια την φιλόδοξον αυτήν συμπεριφοράν του Ιακώβου και του Ιωάννου. 42 Ο δε Ιησούς τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε• “ξέρετε, ότι αυτοί που προβάλλονται σαν άρχοντες των εθνών, συμπεριφέρονται προς τους λαούς σαν να ήσαν απόλυτοι κύριοι αυτών. Και εκείνοι που κατέχουν ανάμεσα στους ανθρώπους μεγάλα αξιώματα, κάνουν κακήν χρήσιν της εξουσίας των και καταδυναστεύουν αυτούς, σαν να τους έχουν δούλους των. 43 Δεν πρέπει όμως τέτοια εγωϊστική τάσις και συμπεριφορά να παρατηρήται ματαξύ σας. Αλλ’ όποιος θέλει να αναδειχθή μέγας μεταξύ σας, πρέπει να γίνη υπηρέτης σας, που να σας εξυπηρετή με αγάπην. 44 Και όποιος από σας θέλει να γίνη πρώτος, πρέπει να γίνη δούλος όλων και να συμπεριφέρεται με την ταπεινοφροσύνην και την υπομονήν και υπακοήν του δούλου. 45 Διότι και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να εξυπηρετηθή από τους ανθρώπους, αλλά να τους εξυπηρετήση και να δώση την ψυχήν αυτού λύτρον και αντάλλαγμα, δια να ελευθερωθούν πολλοί από την ενόχην της αμαρτίας και τον αιώνιον θάνατον”.
Σχολιασμός
Στο σημερινό ευαγγέλιο ο Κύριος βρίσκεται στον δρόμο για τα Ιεροσόλυμα μαζί με τους Δώδεκα Μαθητές Του. Ο Χριστός προπορευόταν και ακολουθούσαν φοβισμένοι οι μαθητές. Η πορεία αυτή είχε προορισμό το πάθος και τον σταυρικό θάνατο. Ο Κύριος, όσο πλησιάζει το πάθος Του, τόσο πιο συχνά ομιλεί στους μαθητές γι’ αυτό και για το θάνατο Του. Πρέπει να μάθουν ότι «εκών πάσχει». Το θέλει ο ίδιος, δεν Του το επιβάλλουν. Είναι δική Του επιλογή και προτίμηση. Έτσι όταν οι μαθητές τον δουν να πάσχει και να οδυνάται ως άνθρωπος, να μη σκανδαλισθούν και να μη κλονισθεί η πίστη τους στη Θεότητα Του. Τους μιλά για το ποτήριο του θανάτου και τους κάνει σαφές ότι η πορεία τους θα έχει πολλές ομοιότητες με τη δική του κατάληξη στη ζωή. Η οδός του Χριστού είναι οδός ταπείνωσης, αδοξίας, εσχάτης κένωσης, σταυρού, θανάτου και ταφής, αλλά απαλλαγμένης από κάθε αμαρτία. Γι’ αυτό είναι και οδός νίκης και δόξας και χαράς, θριάμβου πάνω στον θάνατο και αναστάσεως του ανθρώπου. Ο Χριστός θα εγκαινιάσει πρώτος την οδό αυτή και θα γίνει «πρωτότοκος των νεκρών» που θα ανέλθει στον ουρανό, τον οποίο έκλεισε η αμαρτία της παραβάσεως μας. Και η θέση αυτή θα είναι για όλους, που θα ακολουθήσουν την «οδόν Κυρίου» και θα αναδειχθούν νικητές της αμαρτίας.
«Ούκ οίδατε τι αιτείσθε»
Οι μαθητές εντελώς άπειροι και άγευστοι όλων αυτών που ο Κύριος περιγράφει, παραμένουν προσκολλημένοι στα επίγεια. Μέχρι τώρα δεν είχαν περάσει κανένα μαρτύριο και γι’ αυτό όχι απλά φοβούνται και δεν θέλουν να πάθουν για τους άλλους, αλλά ούτε και για τη δική τους σωτηρία δεν θέλουν να υποφέρουν. Χρειάζονται τη βοήθεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος για να «διανοιχθούν οι οφθαλμοί» της διανοίας τους. Γι’ αυτό και μετά τις φοβερές αποκαλύψεις του Κυρίου, ότι θα παραδοθεί, θα εμπαιχθεί, θα μαστιγωθεί, θα σταυρωθεί και θα πεθάνει, δύο μαθητές, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, που κινούνται από το πάθος της περηφάνιας και υπεροψίας έναντι των άλλων Μαθητών, ζητούν πρωτοκαθεδρίες, «Δος ημίν ίνα εις εκ δεξιόν σου και είς εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου». Ο Χριστός απορρίπτει το αίτημα τους «ουκ οίδατε τι αιτείσθε», είστε σε λάθος δρόμο. Το αίτημα των μαθητών οδηγεί στο χωρισμό από το Θεό, δηλαδή στο θάνατο. Ειδωλοποιεί την εξουσία και μεταθέτει τον σκοπό της ζωής από τον Θεό σε αυτήν. Ο Χριστός όμως ήλθε να σώσει τον άνθρωπο, να τον ενώσει και όχι να τον χωρίσει από Αυτόν. Η υπεροψία όμως εμποδίζει τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, είναι κατάσταση πλάνης και ενέργεια δαιμονική. Ο διάβολος ως «άρχων» του «φρονήματος του κόσμου», παρασύρει τον άνθρωπο κάθε εποχής πως αν ικανοποιήσει τα πάθη του θα βρει τη χαρά. Έτσι χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό και δημιουργεί μίση και καταστροφικούς πολέμους, σχίσματα στις εκκλησίες και διάλυση οικογενειών. Η δίψα των Μαθητών για την εξουσία φανερώνει ακόμη το κενό που υπάρχει στις ψυχές τους από την απουσία της Χάριτος του Θεού. Φαντάζονται τη Βασιλεία του Χριστού και τη δόξα Του να εγκαθίστανται στα Ιεροσόλυμα με τρόπο αισθητό, όπως οι βασιλείς των εθνών. Γι’ αυτό ζητούν συμμετοχή στην εξουσία και μάλιστα τις δυο πρώτες θέσεις δεξιά και αριστερά. Ήθελαν να απολαύσουν τις τιμές και τις δόξες του κόσμου και να υπηρετούνται από όλους. Αυτό που απασχολεί τους υιούς του Ζεβεδαίου, αλλά και τους υπόλοιπους μαθητές, περιλαμβάνονται σ’ αυτά που λένε οι Πατέρες ότι χρειάζονται «σταυρόν και ταφήν», δηλαδή νέκρωση. Αυτή τη νέκρωση εννοεί ο Χριστός, όταν αναφέρει στους Μαθητές Του το «ποτήριον και το βάπτισμα». Είναι η υπέρβαση του βιολογικού εαυτού μας, των επιδιώξεων και επιθυμιών, για να πάρουμε τη Χάρη του Θεού.
«Ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος».
Η οδός λοιπόν που πρέπει να ακολουθήσουν οι Μαθητές και όσοι επιθυμούν τη σωτηρία τους, είναι η νέκρωση της επιθυμίας του πρωτείου και του μεγαλείου, και αντί αυτού να επιδιώξουν να γίνουν δούλοι και διάκονοι πάντων. Όσο πιο πολύ κατεβαίνει κανείς, τόσο ανυψώνεται. Ο άνθρωπος όσο πιο ψηλά ανεβαίνει, τόσο πιο πολύ οφείλει να ταπεινώνει τον εαυτό του και να μην επαίρεται. Η εξουσία του δόθηκε όχι για να καταδυναστεύει, αλλά για να υπηρετεί τους άλλους. Μόνο με την ταπείνωση ο ηγέτης αποκτά φυσιολογική συμπεριφορά έναντι των άλλων. Όσοι υιοθετούν αυτού του είδους την εξουσία, θα άρχουν αληθινά και όχι όπως οι άρχοντες του κόσμου, που νομίζουν πως εξουσιάζουν τον κόσμο, ενώ οι ίδιοι είναι δούλοι των παθών.
Ο Χριστός λοιπόν, που για εμάς είναι «τύπος και υπογραμμός», όχι μόνο δεν θέλησε να τον διακονήσουν οι Μαθητές, όπως πεθύμησαν οι υιοί του Ζεβεδαίου, αλλά γίνεται «πάντων έσχατος και πάντων δούλος» και έτσι κατακρίνει και καταργεί την ασθένεια της υπερηφάνειας και τον θάνατο που αυτή προκαλεί στην ψυχή. Με αίσθηση λοιπόν της δικής μας αδυναμίας, ας ακολουθήσουμε τη δική Του ζωή, ας ζητήσουμε το έλεος Του, για να μπορέσουμε ταπεινά να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας και να του ζητήσουμε συγχώρεση, γιατί τον σταυρώσαμε με την υπερηφάνεια και την αλαζονεία μας.
Αμήν.