Λόγος Κατηχητήριος επί τη ενάρξει της Μεγάλης Τεσσαρακοστής
Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου κ. Βασιλείου
«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται,
οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε,
ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς νηστείας ἀγῶνα»
Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,
Μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἰσερχόμαστε καὶ πάλιν στὴν περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴν ὁποία θὰ κληθοῦμε νὰ ἀναλάβουμε μὲ ἐντατικότερο τρόπο τὴν εὐθύνη τῆς πνευματικῆς μας πορείας μέσα στὸν κόσμο.
Ὁ Θεός, μὲ πολλὲς πράξεις καὶ ἐνέργειές του, θέλει νὰ μᾶς βοηθήσει σωτήρια στὸν πνευματικὸ αὐτὸ ἀγώνα μας. Ὁ σκοπὸς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο εἶναι νὰ καταστήσει καὶ πάλιν τὸν ἄνθρωπο αὐθεντικὸ καὶ γνήσιο ὡς πρὸς τὸ εἶναι του καὶ ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς του, ὅπως δηλαδὴ ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του. Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα καὶ γνησιότητα τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἁγία Γραφὴ περιγράφεται μὲ τοὺς ὅρους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσή Του» (Γεν. 1:26). Στὴ θεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀντίστοιχα, περιγράφεται ὡς μίμηση τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 5:1-2), θεολογία ποὺ ἀνέπτυξαν περισσότερο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἀποστολὴ καὶ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως τῆς τὴν ἀνέθεσε ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ὄντως, γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ στόχου αὐτοῦ ὁ Θεὸς προέβη σὲ πολλὲς ἐνέργειες ἐντὸς τῆς ἱστορίας. Ἡ πρώτη, βεβαίως, εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὁ Θεὸς θέλει νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο, τὸ δημιούργημά του, μέτοχο τῆς ἀγάπης Του. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀρνήθηκε τὸν ὑψηλὸ στόχο ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε καὶ τοῦ ἔταξε, ὁ Θεὸς δὲν ἔπαψε νὰ ἐργάζεται γιὰ νὰ ἐπαναπροσδιορίσει τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου, τόσο ἐντὸς τοῦ χρόνου, ὅσο καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς τὸ βεβαίωσε, λέγοντας: «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰω. 5:17). Ἔτσι, ἔδωσε τὸ Νόμο στὸ Ὄρος Σινᾶ· ἀποκάλυψε τὸ θέλημά του μέσω τῶν Προφητῶν· ὕψιστο δὲ πάντων, ὁ αἰώνιος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε «δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν». Ἔσχατος στόχος εἶναι νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν αἰώνια Βασιλεία Του.
Αὐτὸ τὸ σχέδιο τῆς «οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ τὸ στόχο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ποὺ θὰ βιώσουμε κατὰ ἐντονώτερο τρόπο διαρκούσης τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο κάνουμε λειτουργική, ἐκκλησιολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ «ἀνάμνηση» τῶν γεγονότων, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τῆς Παλαιᾶς «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας· τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἐξώσεώς του ἀπὸ τὸν Παράδεισο· τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό· τῆς ἐκλογῆς τοῦ περιούσιου λαοῦ τοῦ Θεοῦ· τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου καὶ ὅλες τὶς ἄλλες θεῖες ἐνέργειες. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, στὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γίνεται συνεχὴς ἀνάγνωση κειμένων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τῆς Νέας Οἰκονομίας, μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου· τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου του· τὸ Σταυρό· τὰ σωτήρια Πάθη· τὸ Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεγονότα ποὺ θὰ τὰ βιώσουμε ἐντονώτερα κατὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Ἡ ἀνάμνηση τῶν γεγονότων αὐτῶν δὲν εἶναι μία ἱστορικὴ ἀναφορά, ἀλλά, κάθε χρόνο ποὺ κάνουμε τὴν ἀνάμνηση τῶν γεγονότων αὐτῶν εἶναι ὡς νὰ συμβαίνουν γιὰ πρώτη φορά, καὶ ἐμεῖς γινόμαστε μέτοχοι αὐτῶν τῶν θείων γεγονότων γιὰ νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς σωτηρίας.
Ἡ ἀναγκαία αὐτὴ συμμετοχή μας στὰ γεγονότα τῆς «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ, μὲ προοπτικὴ νὰ ἐπιτύχουμε τὸν ἀρχικό μας στόχο, νὰ γίνουμε δηλαδὴ αὐθεντικοὶ καὶ γνήσιοι ἄνθρωποι ὡς πρὸς τὸ εἶναι μας καὶ ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς μας, δὲν εἶναι αὐτόματη οὔτε αὐτονόητη. Προϋποθέτει τὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ τὴν ἐλεύθερη συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό, ὅμως, ἀπαιτεῖ τὴν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποκαλούμενη καὶ προτεινόμενη «ἄσκηση». Ἡ ἄσκηση συγκεκριμενοποιεῖται μὲ τὴ μετάνοια ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας· τὴν προσευχή· τὴ νηστεία· τὴν ἐλεημοσύνη καί, κυρίως μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον μας, ἡ ὁποία ἀγάπη νοηματοδοτεῖ ὅλα τὰ ἄλλα μέσα τῆς ἀσκήσεως.
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ὁ ἰδανικότερος ἐκκλησιαστικὸς χωρόχρονος γιὰ νὰ ἀσκήσουμε τὴν πορεία μας πρὸς τὸν Θεό, ἕνεκα τῆς ἐντατικῆς τελέσεως τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς τεσσαρακονθήμερης περιόδου, ποὺ μᾶς καλεῖ σὲ ἄσκηση τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας καὶ τῶν ἄλλων πνευματικῶν ἀγωνισμάτων. Πολλὲς ἀπὸ τὶς Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τελοῦνται μόνο διαρκούσης τῆς περιόδου αὐτῆς, ὅπως: ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου κατὰ τὶς Κυριακές, ἕνεκα τοῦ εὔσημου τῶν ἡμερῶν αὐτῶν· οἱ Προηγιασμένες Λειτουργίες κατὰ τὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευές, μὲ στόχο τὴν πιὸ συχνὴ συμμετοχή μας στὴ θεία Κοινωνία· οἱ Κατανυκτικοὶ Ἑσπερινοὶ κατὰ τὶς Κυριακές, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν καταλλαγὴ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας· τὸ Μεγάλο Ἀπόδειπνο, γιὰ νὰ κατοχυρώσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ἀκόμα καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας· οἱ Ἀκολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ὡς εὐχαριστία πρὸς τὴ Θεοτόκο, ἡ ὁποία ἔγινε Μητέρα τοῦ Λυτρωτή μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης· καὶ ὅλες οἱ ἄλλες Ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἔχει διπλὴ ἔννοια καὶ πορεία· εἶναι, ἀφ’ ἑνὸς μέν, ἐπαναβίωση ἢ καὶ συνειδητοποίηση τῆς πτωτικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφ’ ἑτέρου δέ, πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Τὰ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λαμβάνουν συμβολικὸ τυπολογικὸ χαρακτήρα καὶ περιεχόμενο. Ὄντως, ἡ πορεία ἐπανόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, συμβολίζει τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἐπάνοδό του ἀπὸ ταὴν πτώση στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ὁδὸς ἐπικοινωνίας μας μὲ τὸν Θεό, γιατί ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ εἶναι πάντοτε προσευχή. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ὑπάρχει, καὶ εἴμαστε βέβαιοι γι’ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν προσευχή του θέλει νὰ βεβαιώσει τὴ δική του ὕπαρξη, τόσο ἐντὸς τοῦ χρόνου, ὅσο καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἔτσι, μὲ τὴν προσευχὴ ἐμπιστευόμαστε τὸ εἶναι μας στὸν Θεὸ καὶ θέτουμε ἐνώπιόν Του τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ αἰτήματά μας, ἔχοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός, ὡς εὔσπλαχνος Πατέρας, θὰ δεχθεῖ τὴν ἱκεσία μας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, καλούμαστε νὰ συμμετέχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιὰ νὰ ἐντατικοποιήσουμε τὴν προσευχή μας καὶ νὰ ἐπικοινωνήσουμε, ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο, μὲ τὸν Θεό.
Οἱ πρωτόπλαστοι πρόγονοί μας Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα παρέβησαν τὴν πρώτη ἐντολὴ τῆς νηστείας στὸν Παράδεισο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀντίθετα, μὲ τὴν τεσσακονθήμερη νηστεία Του στὴν ἔρημο, μᾶς ὑπέδειξε τὸν τρόπο νὰ ἀσκήσουμε τὸν ἑαυτό μας, γιατί «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Μτ. 4:4). Ἡ νηστεία εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν πνευματική μας ἐγρήγορση. Εἶναι τρόπος νὰ ἀνανήψει ὁ ἄνθρωπος, ὁδηγούμενος στὴ μετάνοια ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά του.
Ἡ μετάνοια, ἐξ ἄλλου, σημαίνει τὴν ἀλλαγὴ νοοτροπίας καὶ πλεύσεως, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἄσωτου Υἱοῦ καὶ τοῦ Τελώνη, τῶν ἀντίστοιχων παραβολῶν τοῦ Κυρίου. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καθυποτάξει τὸν ἐγωισμό του καὶ τὴν ἀνυπακοή του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ μετάνοια καὶ συντετριμμένη καρδία νὰ δεχθεῖ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε ἕτοιμος νὰ προσφέρει τὴ χάρη του στὸν ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε ἀναλαμβάνει τὴν πρωτοβουλία νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση του, νὰ τὸν σηκώσει καὶ νὰ τὸν ὀδοηγήσει στὴ σωτηρία καὶ στὸν ἁγιασμό του. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν πρωτοβουλία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ἕνεκα τῆς μεγάλης του ἀγάπης πρὸς ἐμᾶς, ἀλλά, συγχρόνως, μᾶς καλεῖ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ κάλεσμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνουμε θετικοὶ δέκτες τῶν μηνυμάτων του καὶ τῆς προσφορᾶς του. Ἄς ἀκούσουμε αὐτὴ τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἄς ἀδράξουμε τὴν εὐκαιρία ποὺ μᾶς προσφέρεται μὲ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. 6:2), λέγει μὲ ἔμφαση ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Μὲ τὶς ταπεινὲς αὐτὲς σκέψεις γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εὐχομεθα σὲ ὅλους «καλὸ στάδιο» τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα καὶ ἐνίσχυση ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ εὐάρεστα ἔργα τῆς ζωῆς σας. Νὰ εὐχηθοῦμε καὶ για τὴν Πατρίδα νὰ φθάσει μέσα ἀπὸ τὴ συνεχιζόμενη δοκιμασία στὴ χαρὰ τῆς λύτρωσης καὶ τῆς ἀνάστασης. Ἀμήν, γένοιτο.