Mήνυμα της Ιεράς Συνόδου προς άπαν το πλήρωμα της Εκκλησίας της Κύπρου (31 Ιουλίου 2016)
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Ελεηθέντες από τον Θεό να ζήσουμε στις μέρες της σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να συμμετάσχουμε στις εργασίες της, θεωρούμε επιτακτικό ποιμαντικό καθήκον μας να ενημερώσουμε και εσάς, τον πιστό λαό του Θεού, τόσο για τις αποφάσεις που λήφθηκαν, όσο και για τη σημασία τους στη ζωή όλων μας.
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί συνέχεια των επτά Οικουμενικών Συνόδων, καθώς και άλλων μεγάλων τοπικών Συνόδων που ακολούθησαν, μερικές από τις οποίες έχουν το κύρος των Οικουμενικών.
Τέτοιες είναι η επί Μεγάλου Φωτίου συνελθούσα, η οποία καταδίκασε την αιρετική προσθήκη του «Filioque» στο Σύμβολο της Πίστεως, και οι επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, οι οποίες διευκρίνισαν τη διάκριση μεταξύ θείας ουσίας και ακτίστων θείων ενεργειών στη Θεότητα.
Η προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου διάρκεσε πολλά χρόνια, εντατικοποιήθηκε δε, κατά τα τελευταία πενήντα πέντε χρόνια, από το 1961, που έγινε η πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου.
Η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ήταν επιτακτική ανάγκη για την Ορθόδοξη Εκκλησία για πολλούς λόγους: θα έπρεπε, πρώτα, να διακηρυχθεί με σαφήνεια ότι, παρά τις αντιξοότητες που προέκυψαν κατά τη δεύτερη χιλιετία του Χριστιανισμού, η Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένει η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η οποία κατέχει και διαφυλάσσει το πλήρωμα της Αληθείας, όπως το παρέλαβε από τον Χριστό και τους Αποστόλους.
Θα έπρεπε, ύστερα, να διευκρινιστεί σε όλους ότι η ενότητα της Εκκλησίας δεν διαταράσσεται από τη διοικητική διάρθρωσή της σε δεκατέσσερις τοπικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά δηλώνεται με την κοινή ομολογία της Πίστεως και την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και των άλλων μυστηρίων. Και τέλος, θα έπρεπε να καταστεί σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να συλλαμβάνει τα μηνύματα και τα προβλήματα των καιρών και να υποδεικνύει λύσεις σε αυτά.
Τα κείμενα, οι διακηρύξεις και οι αποφάσεις που αφορούσαν στα θέματα που απασχόλησαν την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο συζητήθηκαν διεξοδικά την τελευταία πεντηκονταπενταετία, συμφωνήθηκαν και υπογράφηκαν από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ως εκ τούτου, η μη προσέλευση, την τελευταία στιγμή, τεσσάρων τοπικών Εκκλησιών, που οφειλόταν σε πολιτικούς, αλλά και εσωτερικούς των Εκκλησιών αυτών λόγους, δεν μειώνει καθόλου τη σημασία και το κύρος των αποφάσεων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Εξ άλλου, και στις Οικουμενικές Συνόδους κάποιες τοπικές Εκκλησίες δεν προσήλθαν, χωρίς αυτό να έχει μειώσει το κύρος τους. Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπως είναι γνωστό, απουσίαζε η Εκκλησία της Ρώμης, η οποία τότε ήταν Ορθόδοξη και μάλιστα πρωτόθρονη και στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο απουσίασε η Εκκλησία της Αντιοχείας.
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ασχολήθηκε:
1. Με επίλυση πρακτικών προβλημάτων εσωτερικής διοργάνωσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας και επανεξέταση διατάξεων, που κρίθηκε αναγκαία, λόγω αλλαγών που επήλθαν από τότε που θεσπίστηκαν οι διατάξεις αυτές.
Έτσι, εξετάστηκε πρώτα το θέμα της νηστείας. Όταν, πέραν από τον πνευματικό χαρακτήρα της νηστείας, καθορίστηκαν οι τροφές που θα χρησιμοποιούνταν στις περιόδους της, ο Χριστιανισμός εκτεινόταν γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Γι’ αυτό και ως τέτοιες τροφές επελέγησαν εκείνες που παράγονταν από προϊόντα της περιοχής αυτής.
Σήμερα η Ορθοδοξία εκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Γι’ αυτό και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, αφού επαναβεβαίωσε τον πνευματικό χαρακτήρα της νηστείας και την αναγκαιότητα τήρησής της, ως μέσου στον πνευματικό αγώνα των πιστών, έδωσε το δικαίωμα σε κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία να ρυθμίζει τις επί μέρους διατάξεις της, ανάλογα με τις κλιματολογικές και άλλες συνθήκες της περιοχής.
Εξετάστηκε, ύστερα, το μυστήριο του γάμου και τα κωλύματά του. Σήμερα οι Ορθόδοξοι δεν ζουν μόνο σε συμπαγείς ορθόδοξες κοινωνίες, αλλά ζουν και ανάμεσα σε ετεροδόξους και ετεροθρήσκους.
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, αφού επαναβεβαίωσε τη διαχρονική θέση της Εκκλησίας ότι ο γάμος είναι «μυστήριο μέγα», που προσιδιάζει στη σχέση Χριστού και Εκκλησίας, ενέκρινε, παρέχουσα και πάλι σε κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία το δικαίωμα να κρίνει κατά τις τοπικές συνθήκες, διατάξεις, για τέλεση γάμου μεταξύ ορθοδόξων και ετεροδόξων.
Αντιμετωπίστηκε, επίσης, η αντικανονική ύπαρξη περισσοτέρων του ενός Ορθοδόξων Επισκόπων, σε μία πόλη, όπως συμβαίνει στη Διασπορά, θέμα που προέκυψε με τη μετανάστευση ορθοδόξων πιστών τους τελευταίους αιώνες.
2. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ασχολήθηκε, επίσης, με την αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, τονίζοντας την αξία και τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου, ως δημιουργήματος του Θεού «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» αυτού και τον ρόλο που καλείται ο καθένας, ως μέλος της Εκκλησίας, να διαδραματίσει.
Τόνισε, επίσης, την ανάγκη του ευαγγελισμού των ανθρώπων που δεν άκουσαν ακόμη το μήνυμα του Ευαγγελίου και του συνεχούς επανευαγγελισμού των ήδη πιστευόντων. Ασχολήθηκε, επίσης, και εξέθεσε τις Ευαγγελικές αρχές απέναντι στην επιστήμη και στην τεχνολογία του καιρού μας, ενέκυψε στα θέματα της χριστιανικής παιδείας, της παγκοσμιοποίησης, των καταστροφικών πολέμων, καθώς και στο προσφυγικό πρόβλημα, το οποίο – δυστυχώς- ογκούται στις μέρες μας.
Ως προς το τελευταίο, κάλεσε τους δυναμένους, να άρουν τις αιτίες που οδηγούν στην προσφυγοποίηση των ανθρώπων και να εργαστούν για την επιστροφή όλων, σε συνθήκες δικαιοσύνης, στους τόπους τους.
Ήγειρε, επίσης, φωνή διαμαρτυρίας για τον εκτοπισμό των Χριστιανών από τις αρχαίες κοιτίδες τους στη Μέση Ανατολή, ζήτησε την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας για κάθε άνθρωπο και καταδίκασε τον θρησκευτικό φανατισμό.
Ασχολήθηκε και με το οικολογικό πρόβλημα και κάλεσε όλους σε διαφύλαξη του περιβάλλοντος, όπως είναι και η εντολή του Θεού. Απευθύνθηκε ιδιαίτερα προς τους νέους, που είναι φορείς της παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τους κάλεσε να γίνουν φύλακες της παράδοσης αυτής.
3. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ασχολήθηκε και με τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο. Στο κείμενο που ενέκρινε δηλώνεται από την αρχή η αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι δηλαδή αυτή αποτελεί τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Τονίζεται, επίσης, ξεκάθαρα ότι οι διάλογοι τους οποίους διεξάγει η Ορθόδοξος Εκκλησία με τις άλλες Ομολογίες δεν αποσκοπούν σε κάποιο συμβιβασμό, στα θέματα της πίστεως, αλλά σε επαναφορά όσων απεσχίσθησαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία στην πίστη, την οποία αυτή κατέχει και διαφυλάττει.
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αναγνωρίζει την ιστορική ονομασία «Εκκλησία» και για ομάδες που απεσχίσθησαν από Αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει αναγνώριση της ορθότητας της πίστης τους. Τούτο έπραττε και ο Μέγας Βασίλειος για τους Αρειανούς, ο Άγιος Νεκτάριος για τους Ρωμαιοκαθολικούς, πολλοί άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας, καθώς και η πράξη της Εκκλησίας στους αιώνες που πέρασαν.
Ο Μέγας Βασίλειος απευθύνεται στον Θεό, στη Θεία Λειτουργία του, και τον παρακαλεί: «Παῦσον τὰ σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν». Η υμνολογία μας σε ένα τροπάριο της Μεγάλης Δευτέρας παρακαλεί τον Θεό: «ἵνα τῆς Βασιλείας κρατύνῃ τὰ σκῆπτρα καὶ τὰς Ἐκκλησίας συνάψῃ εἰς ἕν».
Ανακοινώνοντας τα ως άνω, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, προτρεπόμαστε όλοι, όπως αναλογιστούμε τις ευθύνες μας μέσα στην όλη δημιουργία του Θεού και ιδιαίτερα μέσα στην Εκκλησία. Αποδεχόμενοι τις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ως οδοδείκτες για τη ζωή μας, καλούμαστε να γίνουμε υπηρέτες του θελήματος του Θεού και συνεργοί του στην οικοδομή της Εκκλησίας.
Όλα τα κείμενα, καθώς και η Εγκύκλιος και το διάγγελμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς τον Κόσμο θα δημοσιευτούν στο προσεχές τεύχος του Περιοδικού «Απόστολος Βαρνάβας», που θα διανεμηθεί στους πιστούς.
Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν.
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ