Δρ. Γεωργίου Κάκκουρα, Διδάκτωρ Θεολογίας, ΕΜΕ Θρησκευτικών
«Ἐπιφάνιος ὁ Μέγας, ὁ περικλεής Ἀρχιεπίσκοπος Σαλαμῖνος ἤ Κωνστάντιας, δικαίως θεωρεῖται ὡς ἔν τῶν περιφανεστάτων ἀγλαϊσμάτων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας» (Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Χάκκετ – Παπαϊωάννου).
Παρόλα αὐτά δέν εἶναι Κύπριος στήν καταγωγή. Γεννήθηκε στήν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἀπό γονεῖς χριστιανούς(;) ἑβραϊκῆς ἤ ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Ἐπιδόθηκε μέ ἀσυνήθιστο ζῆλο στά γράμματα καί ἀπέκτησε πλούσια θεολογική καί φιλολογική μόρφωση. Γνώριζε πέντε γλῶσσες, τήν ἑλληνική, ἑβραϊκή, λατινική, συριακή καί κοπτική, φαινόμενο πού ἐκπλήσσει γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, κατά τήν ὁποία δέν ὑπῆρχαν εἰδικές μέθοδοι διδασκαλίας γλωσσῶν.
Ὁ βίος του γράφτηκε ἀπό τρεῖς βιογράφους, οἱ δύο κατονομάζονται ὡς μαθητές του, καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν πολλές πηγές τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου του. Σέ νεαρή ἡλικία μπῆκε στό μοναχικό βίο καί μαθήτευσε κοντά στό μεγάλο ἀσκητή Ἅγιο Ἰλαρίωνα. Τό ἀσκητικό μοναχικό στοιχεῖο χαρακτηρίζει ἔτσι ὅλη τή μετέπειτα ζωή του.
Πῆγε καί σέ ἄλλα μοναστήρια κυρίως στήν Αἴγυπτο καί ἦλθε σέ ἐπαφή μέ διάφορες θρησκευτικές ὁμάδες, γιά νά γνωρίσει, ὅπως ὁ ἴδιος λέγει, τίς μορφές χριστιανικῆς ζωῆς καί σκέψης. Στήν Αἴγυπτο, ὅπως φαίνεται ἀπό τά συγγράμματά του, γνώρισε προσωπικά τόν πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιο. Ὁ ἴδιος μετέπειτα ἵδρυσε στήν πατρίδα του μοναστήρι τό ὁποῖο καί διηύθυνε γιά 30 χρόνια. Ἔτσι, ὅπως καί ὁ δάσκαλος καί πνευματικός του πατέρας, ἀπέκτησε καί αὐτός φήμη ἁγίου ἀνδρός.
Ὅμως, ὄχι μόνο ζοῦσε αὐστηρή ἀσκητική ζωή, ἀλλά καί δέν «ἐγκλωβίστηκε» σέ καμιά σύγχρονή του Θεολογική Σχολή καί τάση. Καί αὐτό τό δείχνουν τά συγγράμματά του. Ὡς αὐστηρός καί ἀκριβής, προσπάθησε νά μείνει πιστός στήν ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Στή διδασκαλία του παρουσιάζεται σύστοιχος μέ τό Μ. Ἀθανάσιο καί τούς Καππαδόκες Πατέρες, ἰδιαίτερα μέ τό Μ. Βασίλειο. Γι’ αὐτό καί ἀναδεικνύεται ἰσότιμός τους καί ἕνας ἀπό τούς σπουδαιότερους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μέ εὐρύτατη θεολογική γνώση. «Τοιοῦτον ἐμόρφωσεν ἑαυτόν ὁ ἄγιος Ἐπιφάνιος αὐτοδιδάκτως, συντηρητικός καί ἀνυποχώρητος ζηλωτής τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος, μή γνωρίζων οὐδεμίαν ἀπολύτως συγκατάβασιν καί οἰκονομίαν ἐν τοῖς ζητήμασι τῆς πίστεως».
Ὁ ζῆλος του ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τόν ἔκανε νά στραφεῖ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καί νά μᾶς παραδώσει τό περισπούδαστο ἔργο του «Πανάριον». Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ ζήλου του, μεταβαίνει σέ πολλές πόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὅπως στή Ρώμη τό 382 προσκεκλημένος τοῦ πάπα Δαμάσου ἀκόμη καί στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά συμμετάσχει στή Σύνοδο πού συγκλήθηκε, γιά νά ἐξετάσει τή συμπεριφορά τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκατηγοροῦντο ὡς ὠριγενιστές. Μέ τήν ἄφιξή του καί τήν ἐπίσκεψη τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν, ἀμέσως διέγνωσε τήν ἀλήθεια καί ἔφυγε γιά τήν Κύπρο, χωρίς νά συμμετάσχει στή Σύνοδο, ἀντιληφθείς τό δίκαιο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Κατά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀπέθανε καθοδόν (12 Μαΐου, 403).
Ἐπίσκοπος Κωνστάντιας (Σαλαμίνας) τῆς Κύπρου ἐξελέγηκε τό 367 καί ποίμανε τό λαό της γιά 36 ὁλόκληρα χρόνια. Ὁ ἐπίσκοπος Σαλαμίνας τότε ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅλης της Κύπρου. Πῶς ὅμως ἦρθε ὁ Ἅγιος στό νησί μας;
Σύμφωνα μέ τό βιογράφο του, ὅταν ὁ ἅγιος βρισκόταν στήν Αἴγυπτο, πιεζόταν νά γίνει ἐπίσκοπος. Ὅμως ὁ Ἐπιφάνιος ἤθελε νά γυρίσει κοντά στόν ἀσκητή Ἰλαρίωνα. Ὁ Ἰλαρίων ὅμως ἀναχώρησε γιά τήν Κύπρο, γιατί πολλοί ἦταν οἱ θαυμαστές του καί οἱ ἐπισκέπτες, σέ σημεῖο πού τοῦ διετάρασσαν τήν πνευματική ἡσυχία. Ἔτσι ἦρθε «ἐπί τῆς Κυπρίων, ἐν τοῖς τόποις τοῖς περί τήν Πάφον». Ὅταν λοιπόν ὁ Ἐπιφάνιος δέν βρῆκε αὐτόν στήν Παλαιστίνη, φεύγει μέ δύο ὑποτακτικούς του καί φθάνει ἐδῶ στήν Κύπρο, στήν Πάφο, γιά νά συναντήσει τόν πνευματικό του πατέρα. Κάθησε κοντά του δύο μῆνες. Μετά ἀποφάσισε νά φύγει. «Εἶπε δέ Ἰλαρίων πρός Ἐπιφάνιον. Πορεύου ἐπί τήν Σαλαμίνην, τέκνον, καί εὑρήσεις τόπον τοῦ οἰκῆσαι ἐκεῖ. Ὁ δέ Ἐπιφάνιος οὐκ ἐβούλετο τοῦ ἀκοῦσαι τῶν λόγων Ἰλαρίωνος». Ἔτσι, ὅταν ἀνέβηκαν στό πλοῖο γιά τό γυρισμό, ἔγινε θαλασσοταραχή. «Καί τῇ Τετάρτῃ ἡμέρᾳ ἐδίωξαν τό πλοῖον τά ἐπιφερόμενα κύματα, καέ προσεπέλασαν (αὐτούς) ἐπί τήν Σαλαμινέων πόλιν».
Σύμφωνα πάντα μέ τό βιογράφο του, τότε ἦταν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τοῦ νησιοῦ μαζεμένοι γιά νά ἐκλέξουν Ἐπίσκοπο, «δυνάμενον ποιμαίνειν τήν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ». Καί προσεύχονταν νά τούς ἀποκαλύψει ὁ Κύριος τόν πιό ἱκανό. «Ἦν δέ τις τῶν ἐπισκόπων ὅσιος ἀνήρ… ὁ ἐπίσκοπος Κυθρέας ὁ Πάππος… Τοῦτον εἶχον ἅπαντες οἱ ἐπίσκοποι ὡς πατέρα διά τε τήν ἐν Χριστῷ ὁμολογίαν (μαρτύρησε) καί διά τά ἔτη τῆς ἐπισκοπῆς (58 χρόνια μέχρι τότε). Ἦν δέ καί πρόγνωσιν Θεοῦ ἔχων. Τούτῳ (στόν Πάππο) ἀπεκαλύφθη περί Ἐπιφανίου, ὅπως χειροτονηθῇ ἐπί τῆς Σαλαμινέων Ἐκκλησίας ἐπίσκοπος».
«…Ἔτσι ἔψαξαν στή Σαλαμίνα, βρῆκαν τόν Ἐπιφάνιο καί σχεδόν μέ τή βία τόν χειροτόνησαν ἐπίσκοπο…».
Ὡς Ἐπίσκοπος Κύπρου λάμπρυνε τήν Ἐκκλησία. «Ἦν δέ ἔθος Ἐπιφανίῳ ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ κρατεῖν τά ἅγια Εὐαγγέλια νυκτός καί ἡμέρας διδάσκειν τόν θεῖον λόγον». Μέ τή διδασκαλία του συνέβαλε προσωπικά στόν ἐκχριστιανισμό ὁλόκληρης τῆς Κύπρου. Καταπολέμησε τίς αἱρέσεις καί τήν εἰδωλολατρία ὅσο κανένας ἄλλος. Ἐπιβλήθηκε σ’ ὅλη τήν Ὀρθοδοξία μέχρι σημείου πού ὁ αὐτοκράτορας Μ. Θεοδόσιος ἐξέδωσε τό ἑξῆς διάταγμα: «Εἴ τις τῷ πατρί Ἐπιφανίῳ τῷ ἐπισκόπῳ τῆς Κυπρίων χώρας οὐχ ὑπακούει διά τῶν θείων λόγων, ἐξερχέσθω τῆς νήσου, καί ὅπου θέλει κατοικείτω».
Ἀλλά καί γιά τήν καλλιέργεια τῶν πιστῶν ἐνδιαφέρθηκε καί «πρός μείζονα ἐμπέδωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς εὐσέβειας εἰσήγαγε τόν μοναχικόν βίον εἰς τήν Κύπρον, αὐτός, ἐξακολουθῶν καί ὡς ἐπίσκοπος νά ζῇ αὐστηρόν ἀσκητικόν βίον καί προκαλῶν τόν γενικόν θαυμασμόν καί σεβασμόν». Βοηθοῦσε ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, τούς ἀρρώστους, τούς πτωχούς, μέχρι σημείου πού «πολλοί κατεχρῶντο τῆς γενναιοδωρίας αὐτοῦ, ἀλλ’ ὑπῆρξεν ἀνεξάντλητος». Ὅταν λειτουργοῦσε, πλῆθος πιστῶν συναζόταν, γιά νά τόν δοῦν καί νά τόν ἀκούσουν καί μετά τή θεία Λειτουργία παρέμενε μέχρις ἑσπέρας γιά νά διδάσκει καί νά θαυματουργεῖ.
Ὡς Ἐπίσκοπος Κύπρου παίρνει μέρος στήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο, μαζί μέ ἄλλους Ἐπισκόπους της Κύπρου. Μάλιστα τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου φέρει καί τή δική του θεολογική ταυτότητα. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος θεωρεῖται ὡς ὁ πατέρας καί ὁ πρόδρομος τῆς κατοχύρωσης τοῦ αὐτοκέφαλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.
Ἐδῶ, στήν Κύπρο, εἶναι πού ἀνάπτυξε ὅλο τό θεολογικό καί ἀντιαιρετικό του ἔργο. Δύο εἶναι τά πιό σπουδαῖα του συγγράμματα. Ἕνα δογματικό καί ἕνα ἀντιαιρετικό.
Ὁ «Ἀγκυρωτός», πού γράφτηκε, ὕστερα ἀπό αἴτηση τῶν Χριστιανῶν τῆς Παμφυλίας, προβάλλει κατά τρόπο συστηματικό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας «ὡς ἄγκυραν» μέσα στίς ταραχές πού προκαλοῦσαν οἱ ἀρειανικές καί ἄλλες αἱρετικές ἐπιθέσεις. Στό ἔργο του αὐτό, μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἑρμηνεύει τό Τριαδικό δόγμα, ἀποδεικνύει τή θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσχολεῖται μέ τήν ἐνανθρώπηση, τῆς ὁποίας καρπός εἶναι ἡ ἐπίτευξη τῆς αἰώνιας ζωῆς καί κάμνει λόγο περί Ἐκκλησίας. Στό τέλος προστίθενται δύο Σύμβολα. Τό ἕνα εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντίας, τό ὁποῖο καί ἀποτέλεσε, ὅπως φαίνεται, τή βάση γιά τή σύνταξη τοῦ Συμβόλου τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Πιό σπουδαῖο ἔργο εἶναι τά συγγράμματα ἐναντίον τῶν αἱρέσεων μέ τίτλο «Πανάριον», δηλ. ὅπως ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ «φαρμακοθήκη· κιβώτιον, ὅπερ περιέχει σωτηριώδη φάρμακα πρός θεραπείαν ἀπό τῶν δηγμάτων (δαγκώματα) τῶν θηρίων καί ἑρπετῶν (αἱρέσεων)». Δύο Ἀρχιμανδρίτες ἀπό τή Συρία ἤθελαν νά τόν συμβουλευτοῦν προσωπικά «ὡς ἀποστολικόν καί ἅγιον ἄνδρα» ἀλλά δέν κατάφεραν νά τόν ἐπισκεφτοῦν. Τότε τοῦ ἔστειλαν ἐπιστολή καί ὁ Ἐπιφάνιος ἀπαντώντας, γιά νά τούς ἱκανοποιήσει, ἔγραψε τό ἔργο αὐτό. Εἶναι τό πιό μεγάλο σέ ἔκταση ἀπό τά παλιά ἀντιαιρετικά συγγράμματα πού σώζονται μέχρι σήμερα καί διαλαμβάνει ἀνάλυση καί ἀντίρρηση γιά 80 αἱρέσεις. Συμπέρασμά του εἶναι ὅτι μόνο ἡ Ἐκκλησία κατέχει τή γνήσια Παράδοση καί μόνο οἱ κανονικοί κληρικοί τῆς τήν ἐκφράζουν ὀρθά.
Ἄλλα ἔργα του εἶναι: «Περί μέτρων καί σταθμῶν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ», «Περί τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρών» καί ἄλλα ἑρμηνευτικά.
Σημαντική εἶναι ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος συνέταξε θεία Λειτουργία , τῆς ὁποίας διασώζεται σέ ἀρμενική μετάφραση, ἡ εὐχή τῆς ἀναφορᾶς. Ἄξιο λόγου, ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι ἡ ἐπιστημονική τεκμηρίωση τῆς εἴδησης αὐτῆς ἀπό τό μακαριστό Καθηγητή Ἰωάννη Φουντούλη.
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος κοιμήθηκε «ἐν Κυρίῳ» στίς 12 Μαΐου τό 403 σέ βαθιά γεράματα (93 ἐτῶν). Κατά τήν ἡμέρα τῆς κοίμησής του, ὅπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος του, «Τότε δή σκότος ἐπέπεσεν ἐπί πᾶσαν τήν πόλιν, καί ἀδελφοί ἑαυτούς χειραγωγοῦντες, κατήρχοντο ἐπί τῆς θαλάσσης, κοπετόν μέγαν ποιούμενοι. Ἀλλά καί πᾶσα ἡ ἀγροικία κατεσύρετο ἐν τῇ πόλει τά δάκρυα καθ’ ὁδόν ἐπιχέοντες…». Ὁ μαθητής του, διάκονος Σαβῖνος, ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος, πῆρε τό ἅγιο λείψανο καί τό ἐνταφίασε. Κατόπιν πάνω ἀπό τόν τάφο του κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, ἡ γνωστή Βασιλική τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ἕνα ἀπό τά πιό ὀνομαστά κτίσματα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς τότε ἐποχῆς. Σήμερα σώζονται μόνο τά ἐρείπια της στήν τουρκοκρατούμενη Σαλαμίνα.
Τό λείψανο τοῦ Ἁγίου παρέμεινε στήν Κύπρο «ἀδιατάρακτον» μέχρι τοῦ Λέοντος Στ’ (886-912), ὁπότε μέ διαταγή του μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου, πάντως, φυλάσσεται σήμερα στήν Ἱερά Μονή Κύκκου.
Τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου καί ὁ βίος του θά παραμένουν πάντοτε φάρος μάθησης τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καί τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς ζωῆς.