Ο Προφήτης Ζαχαρίας και η σύζυγος του Ελισάβετ (5 Σεπτεμβρίου)
Ο προφήτης Ζαχαρίας καταγόταν από τον οίκο του αρχιερέως Αβιά, απογόνου του Ααρών, και ζούσε στα Ιεροσόλυμα με την γυναίκα του Ελισάβετ, απόγονος και αυτή του Ααρών. Και οι δύο πολιτευόντουσαν σύμφωνα με τις θείες εντολές, ήταν δε δίκαιοι και άμεμπτοι ενώπιον του Θεού. Είχαν μείνει όμως άτεκνοι και η ηλικία τους είχε περάσει. Την ημέρα της μεγάλης εορτής του Εξιλασμού, όταν ο Ζαχαρίας εισήλθε μόνος ως εφημερεύων αρχιερεύς στον ναό για να προσφέρει θυμίαμα, παρουσιάστηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου του ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Εξαστράπτοντας από θείο φως, τού ευαγγελίσθηκε ότι ο Θεός εισήκουσε τις προσευχές του και θα του δώσει στα γηρατειά υιό, ο οποίος θα ονομασθή Ιωάννης· πρόσθεσε δέ· «Και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, και αυτός προελεύσεται ενώπιον του Κυρίου ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον».
Ο Ζαχαρίας έκθαμβος από την οπτασία δυσπίστησε στο χαρμόσυνο μήνυμα και ο άγγελος τον ετιμώρησε με αφωνία ως την γέννηση και τα ονομαστήρια του Προδρόμου, για να τον διδάξει να μην αμφιβάλλει στις θείες επαγγελίες.
Την ογδόη ημέρα από την γέννηση του παιδιού, κατά την περιτομή του, οι συγγενείς ρώτησαν τον πατέρα του πώς θα το ονομάσει. Ο Ζαχαρίας ζήτησε πλάκα και έγραψα: «Ιωάννης εστί το όνομα αυτού». Αμέσως λύθηκε η γλώσσα του και πλήρης Πνεύματος Αγίου έψαλε την προφητική ωδή: «Ευλογητός Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ Αυτού, και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν οίκω Δαυίδ του παιδός αυτού, καθώς ελάλησε διά στόματος των αγίων, των απ’ αιώνος προφητών Αυτού… Και σύ, παιδίον, προφήτης Υψίστου κληθήση· προπορεύση γάρ πρό προσώπου Κυρίου ετοιμάσαι οδούς Αυτού, του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ Αυτού, εν αφέσει αμαρτιών αυτών διά σπλάγχνα ελέους Θεού ημών, εν οίς επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους, επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθύναι τους πόδας ημών εις οδόν ειρήνης » (Λουκ. 1,5-20· 53-79).
Μετά την γέννηση του Χριστού, ο Ζαχαρίας, σύμφωνα με την παράδοση, κήρυττε με παρρησία ότι η Μαριάμ όντως εγέννησε τον Θεό και ότι μετά τον θείο τοκετό έμεινε και πάλι Παρθένος. Επειδή δέ στον ναό της όρισε να στέκεται όπου εστέκοντο αι παρθένοι, διήγειρε εναντίον του το μίσος των Εβραίων. Έτσι, όταν κατά την βρεφοκτονία της Βηθλεέμ έκρυψε την Ελισάβετ μαζί με τον Ιωάννη, νήπιο τότε δυόμισι ετών, σε σπήλαιο πέραν του Ιορδάνου, τον κατήγγειλαν στον θηριώδη Ηρώδη και τον κατεδίωξαν ώς το εσωτερικό του ναού. Εκεί τον φόνευσαν μεταξύ ναού και θυσιαστηρίου, στον τόπο όπου είχε ορίσει να στέκεται η Παρθένος μετά την θεοτοκία της. Το αίμα του κύλησε έως το εσωτερικό του θυσιαστηρίου, μαρτυρώντας ενώπιον του Θεού την μιαιφονία των Εβραίων. Οι ιερείς ενταφίασαν το σώμα του στον τάφο των πατέρων του, στα Ιεροσόλυμα.
Από το γεγονός αυτό και εξής στον ναό των Ιεροσολύμων έλαβαν χώρα σημεία και τέρατα, που προμήνυαν την προσεχή κατάργηση της λατρείας και του Νόμου. Οι ιερείς έπαυσαν να έχουν οπτασίες θεοπέμπτων αγγέλων· τους αφαιρέθηκε το χάρισμα της προφητείας και δεν μπορούσαν πλέον να δώσουν χρησμό από το Δαβήρ (άδυτο του ναού), ούτε να ρωτήσουν στο εφούδ (άμφιο του Ααρών) και να διασαφηνίσουν στον λαό τα δυσνόητα σημεία της Αγίας Γραφής.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος, σ. 57-59)