skip to Main Content

Περί Θείας Ευχαριστίας

Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί το κατεξοχήν Μυστήριο της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Εκκλησία από τις απαρχές της ονόμασε ολόκληρη τη Θεία Λειτουργία με μια λέξη: Ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία είναι το «Μυστήριο της Σύναξης» και συνεπώς είναι το «Μυστήριο της Εκκλησίας». Και τούτο διότι η Εκκλησία σημαίνει τη Σύναξη των πιστών. Η Θεία Ευχαριστία είναι λοιπόν το κεντρικό και κατεξοχήν Μυστήριο τις Εκκλησίας. Είναι ταυτόχρονα ένα Μυστήριο με εσχατολογική χροιά.

Στη συνείδηση της αποστολικής και πατερικής διδασκαλίας και εμπειρίας, Εκκλησία σημαίνει θεία Ευχαριστία. Η Ευχαριστία είναι η «ανακεφαλαίωση του όλου μυστηρίου του Χριστού». Δεν είναι ένα από τα επτά λεγόμενα Μυστήρια. Αυτό είναι αντίληψη, που προέρχεται από τον σχολαστικισμό της Δύσης, ο οποίος αγνοούσε την παράδοση της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, μέχρι την εποχή του σχολαστικισμού δεν έχουμε στην πατερική γραμματεία ορισμό της Εκκλησίας. Τούτο δε, σημαίνει ότι η Εκκλησία ήταν μια φανερή καθημερινή Σύναξη των πιστών στην θεία Ευχαριστία και δεν χρειαζόταν μία θεωρητική περιγραφή. Για παράδειγμα, όταν γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους «συνερχομένων υμών εν εκκλησία…», εννοεί την Ευχαριστιακή Σύναξη. Η αντίληψη αυτή είναι ή ρίζα άπ’ όπου αντλούσαν αργότερα οι Πατέρες, για να αποδώσουν στον όρο «Σύναξις» την έννοια της Ευχαριστίας.

Σύμφωνα με μαρτυρίες Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, στην αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια τελούνταν κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας[1], όπως συμβαίνει σήμερα με το μυστήριο της ιεροσύνης. Σταδιακά όμως και για εξυπηρέτηση των πιστών, διαχωρίστηκαν από αυτήν. Όμως όλα τα Μυστήρια έχουν ως κέντρο και αναφορά τους το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αποτελούν προπαρασκευή και προέκταση της Θείας Ευχαριστίας[2]. Συνδέονται λοιπόν άμεσα και οργανικά με την Ευχαριστία και δια της Ευχαριστίας εξεικόνιζουν τα Έσχατα

Η αγάπη του Θεού ταυτίζεται με την Εκκλησία και η Εκκλησία ταυτίζεται με την θεία Ευχαριστία. Άρα η Εκκλησία ως Ευχαριστία και ως τόπος όπου εκχέετε η αγάπη του Θεού στον κόσμο, είναι ο μόνος χαρισματικός χώρος μέσα στον όποιο οι άνθρωποι βρίσκουν τον αληθινό τους προορισμό, την καταξίωσή τους, την ελπίδα ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει αιώνια. Επομένως η Εκκλησία ως αγάπη και ευχαριστία επιβιώνει εσχατολογικά, και «ουδέποτε εκπίπτει».

Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα, σύμφωνα με τον όποιο η «Εκκλησία σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις». Δεν εννοεί εδώ ο Καβάσιλας τα επτά Μυστήρια, άλλα την θεία Ευχαριστία, έτσι όπως ονομάζεται στην αρχαία λειτουργική γλώσσα: «τα φρικτά και ζωοποιά Μυστήρια». Δεν υπάρχει, αναφέρει, μεταξύ Ευχαριστίας και Εκκλησίας κάποια «αναλογία ομοιότητας», αλλά «πράγματος ταυτότης», απόλυτη δηλαδή ταύτιση. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ερμηνεύοντας τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, αναφέρει ότι η Εκκλησία ως ευχαριστία είναι η εικόνα της Βασιλείας του Θεού είναι ο μελλοντικός σκοπός του κάθε όντος, για την οποία πλάστηκε όλος ο κόσμος.

Η Εκκλησία του Χριστού ως ευχαριστία, δηλαδή ως η δωρεά της αγάπης του Χριστού, δεν είναι γέννημα του κόσμου τούτου, ούτε στοχεύει να εγκαθιδρύσει την κατοικία της στον κόσμο τούτο. Γεννιέται από τα έσχατα και στοχεύει στα έσχατα. Παροικεί στον κόσμο, χωρίς να κατοικεί. Μεταλαμπαδεύει την θεϊκή της δύναμη στους ανθρώπους ελκύοντας αυτούς στην Βασιλεία του Θεού.

Εμείς, κοινωνώντας με τον Χριστό στην θεία Ευχαριστία, απαλλασσόμαστε από τα δεινά του ανθρωπίνου δράματος. Μέσα στην ένωση μας με τις άχτιστες ενέργειες του Κυριάκου Σώματος αντλούμε τα ιδιώματα της άκτιστου θείας ζωής, χωρίς να χάσουμε την προσωπική μας υπόσταση, η οποία αφθαρτίζεται και αιωνίζεται στην ατέρμονη Βασιλεία του Θεού.

Ρένος Κωνσταντίνου,

θεολόγος

 


[1] Στ. Γιαγκάζογλου, «Περί Εκκλησίας». Στο Κ. Αγόρας και άλλοι, Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας, Τόμος Α΄, (Πάτρα: ΕΑΠ  2002), σελ. 187.

[2] Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, (Θεσσαλονίκη 2000), σελ. 174.

Back To Top