Σύντομη αναφορά στις επτά Οικουμενικές Συνόδους
Εισαγωγικά
Το Συνοδικό σύστημα αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας γενικότερα. Αποτελεί συνάμα τρόπο οργάνωσης του εκκλησιαστικού βίου σε όλες τις εκφάνσεις του, λήψης αποφάσεων, μέσο αλλά και σημείο της εκκλησιαστικής ενότητας ήδη από τα πρώτα βήματα της Μιας, Αγίας Εκκλησίας. Αποτελεί συνάμα έκφραση της δημοκρατικότητας της Εκκλησίας μέσα από τη συλλογική λήψη αποφάσεων. Συχνά το Συνοδικό σύστημα απαντά σε έργα Ορθοδόξων θεολόγων και ως δημοκρατικό σύστημα.
Οι απαρχές του Συνοδικού συστήματος εντοπίζονται στην Αποστολική Σύνοδο (Ιεροσόλυμα, 49 μ.Χ.), όπου ακριβώς ανευρίσκεται ο ορισμός, τα χαρακτηριστικά και η σημασία του. Η Αποστολική Σύνοδος αποτέλεσε και αποτελεί Σύνοδο – πρότυπο.
Κατά το πρότυπο λοιπόν της Αποστολικής Συνόδου συγκλήθηκαν στη συνέχεια οι οικουμενικές, τοπικές και άλλες Σύνοδοι, για την επιλύση ζητημάτων πιστής, εκκλησιαστικής τάξης και ζωής, συνεχίζοντας την πρωτοχριστιανική παράδοση, εμπεδώνοντας το νόημα και το σκοπό της, αποκρυσταλλώνοντας τα Ορθόδοξα ήθη και εκφράζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μία Σύνοδος αναγνωρίζεται ως Οικουμενική από μία επομένη Σύνοδο. Οι δε αποφάσεις των Συνόδων χωρίζονται σε: α) δόγματα και β) κανόνες. Τα δόγματα αφορούν θέματα πίστεως και οι κανόνες ρυθμίζουν θέματα ζωής και άλλα πρακτικά ζητήματα.
Οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι
Ακολουθεί σύντομη αναφορά στις επτά Οικουμενικές Συνόδους:
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας και συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου του 325. Έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Ασχολήθηκε κυρίως με την διδασκαλία του Αρείου ενάντια στην θεότητα του Ιησού Χριστού, λέγοντας ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα και όχι ομοούσιος του Πατρός. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου και διεκήρυξε την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα. Εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του πρώτου μέρους του Συμβόλου της Νίκαιας και κανόνισε την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα. Επίσης αποκρούστηκε η αγαμία των κληρικών. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο συνοδικός θεσμός έγινε θεμελιώδους σημασίας για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι εξελίξεις αυτές είχαν μακροχρόνιες επιρροές θεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα στην Ανατολή κατά τη διάρκεια όλου του Μεσαίωνα. Επίσης, αποτέλεσε το πρότυπο για τις μελλοντικές Οικουμενικές Συνόδους. Στη Σύνοδο αυτή συμμετείχε και ο Μέγας Αθανάσιος, του οποίου ο λόγος ήταν καταλυτικός, καθώς επίσης και ο Άγιος Σπυρίδωνας.
Η Β΄Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 381 στην Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον Μέγα Θεοδόσιο και έλαβαν μέρος 150 Ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί (πνευματομάχοι). Προήδρευσε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε και πάλι τον Άρειο, τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι, οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος με την ιδεολογία ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα του Θεού, γι’ αυτό και ονομάστηκαν “πνευματομάχοι”. Με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο συμπληρώθηκε το Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο άρχισε να συντάσσεται στην Α΄ Οικ. Σύνοδο.
Η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 431 στην Έφεσο. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β΄. Δογμάτισε κατά του Νεστοριανισμού, στο Ναό της βασιλικής της Παναγίας με 200 επισκόπους ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας . Καταδίκασε τον Νεστόριο επίσκοπο Κωνσταντινούπολης, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Παναγία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό (ονόμαζε μάλιστα την Παναγία «Χριστοτόκο» και όχι «Θεοτόκο»). Παρόλο αυτά η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 451 στην Χαλκηδόνα της Μ. Ασίας. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και την αυτοκράτειρα Πουλχερία, η οποία ήταν αδελφή του Θεοδόσιου Β΄, και προήδρευσαν οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας της Ρώμης και ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος. Συμμετείχαν συνολικά 650 επίσκοποι. Η Σύνοδος αυτή καταπολέμησε τη διδασκαλία του Μονοφυσιτισμού, η οποία, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, δίδασκε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε πλήρως την ανθρώπινη. Το μεγαλύτερο μέρος των πιστών υιοθέτησε τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αποδοκίμασε τις απόψεις του Μονοφυσιτισμού. Ένα άλλο μέρος πιστών, οι οπαδοί του Μονοφυσιτισμού, δεν αναγνώρισαν αυτές τις αποφάσεις και αποκόπηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία (ονομάστηκαν αυτοί «Προχαλκηδόνιοι» ή «Αντιχαλκηδόνιοι».
Η Ε΄Οικουμενική Σύνοδος έγινε από τις 5 Μαΐου ως 21 Ιουνίου του 553 και σε αυτήν συμμετείχαν 165 Πατέρες. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και την αυτοκράτειρα και σύζυγο του Θεοδώρα. Η Σύνοδος ήταν υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς όπως Ευάγριο, Δίδυμο και Ωριγένη. Καταδίκασε και πάλι τον Νεστοριανισμό, Μονοφυσιτισμό και άλλες αιρέσεις.
Η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 680 στην Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο. Έλαβαν μέρος γύρω στους 200 επισκόπους. Καταδίκασε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Επιβεβαίωσε την πλήρη και αληθινή ενανθρώπηση του Ιησού έναντι της αντίθετης διδασκαλίας των Μονοθελητών. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει και Θεία και ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 691 στην Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον Ιουστινιανό τον Β΄ και έγινε «εν Τρούλλω του Παλατίου», οπότε ονομάσθηκε: «Η εν Τρούλλω Σύνοδος». Δεν ήταν ανεξάρτητη Σύνοδος, αλλά συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων, της Ε΄ και της Στ΄, γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε «πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων των Συνόδων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος. Εξέδωσε κανόνες και δόγματα, συμπληρώνοντας όπως σημειώσαμε το έργο των Ε΄και Στ΄Οικ. Συνόδων.
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 787 στην Νίκαια της Βιθυνίας, στο ναό της Αγίας Σοφίας. Συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και τη μητέρα του, Αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία. Παρευρέθηκαν 367 Πατέρες. Συνήλθε με αφορμή τη μεγάλη αίρεση και κακοδοξία της εικονομαχίας. Στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες και διευκρινίστηκε ότι η τιμή προς τις εικόνες αναφέρεται στο πρόσωπο που αυτή απεικονίζει και όχι στο υλικό από το οποίο είναι αυτή φτιαγμένη, αναθεματίζοντας την εικονομαχία και καταδικάζοντας την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδος. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι που είδαμε. Στηρίχθηκε η θεολογία της Συνόδου αυτής στον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.
Επίλογος
Κατά το πρότυπο των ανωτέρω Συνόδων, συγκλήθηκε και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδοςτης Ορθοδοξίας τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη. Σχετικά με τις αποφάσεις την Συνόδου αυτή μπορεί κανείς να ανατρέξει στη σχετική ιστοσελίδα. Η Σύνοδος αυτή αποτέλεσε σταθμό και ορόσημο στην πορεία της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας.