Το δόγμα της μοναρχίας του Πατρός στη Θεότητα κατά τον άγιο Επιφάνιο Κύπρου
Διακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου
Εισαγωγή
Τον Δ΄ αιώνα μετά το τέλος των διωγμών εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη δογματική απειλή για την επίσημη χριστιανική θρησκεία. Ήταν η διδασκαλία του Αρείου[1]. Το πρόβλημα που βασάνιζε τον Άρειο ήταν η αΐδια – αιώνια γέννηση του Θείου Λόγου. Δίδασκε ότι, ο Υιός δεν είναι κατά φύση και κατ’ ουσίαν αληθινός Θεός[2]. Δημιουργήθηκε από το Θεό – Πατέρα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή «εν χρόνω»[3]. Για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί αγέννητος, ούτε μέρος αγεννήτου. Ήταν επομένως, ένα απλό κτίσμα του Θεού[4]. Ως κτίσμα λοιπόν, ο Υιός και ο Λόγος του Θεού δεν είναι συνάναρχος και συναΐδιος προς τον Πατέρα, αλλά δημιουργήθηκε αμέσως «θελήσει» του Πατρός, ενώ τα άλλα κτίσματα δημιουργήθηκαν από το Θεό δια μέσου του Υιού. Χαρακτηριστική φράση που συνόψιζε την αρειανική διδασκαλία για τον Υιό ήταν «ην ποτέ ότε ουκ ην».
Ο Άρειος υποστήριζε την απόλυτη μοναρχία της θεότητας και δεχόταν ένα Θεό αγέννητο και άναρχο. Επομένως, πριν από τη δημιουργία του Υιού ήταν απόλυτη η «μοναρχία» του μόνου αγέννητου και άναρχου Θεού, γι αυτό και ο μεν Θεός δεν ήταν Πατήρ, πριν να δημιουργήσει τον Υιό, και ο δε Υιός δεν υπήρχε πριν δημιουργηθεί από τον Πατέρα, «σύνες ότι η μονάς ην, η δυάς δε ουκ ην, πριν υπάρξη. Αυτίκα γουν Υιού μη όντος ο Πατήρ Θεός εστι»[5].
Για να αντιμετωπίσουν τις τριαδολογικές αιρέσεις και την προβληματική Τριαδολογία των τριών πρώτων αιώνων οι Πατέρες της Εκκλησίας, με πρώτο το Μ. Αθανάσιο, θα οδηγηθούν στη διάκριση μεταξύ Θεολογίας και Οικονομίας, της αΐδιας δηλ. ύπαρξης της Αγίας Τριάδος και των σχέσεών της καθ’ εαυτή, από την προς τον κόσμο και την ιστορία φανέρωσή της[6] .Εδώ, χρειάζεται να γίνει μια επισήμανση: όταν γίνεται λόγος για διάκριση μεταξύ «Θεολογικής» και «Οικονομικής» Τριάδας δεν πρόκειται για δύο «θεούς». Υπάρχει σαφή οριοθέτηση, αλλά και συνάφεια[7]. Επίσης, για να μπορέσει η χριστιανική πίστη να συγκεκριμενοποιηθεί και να ερμηνευθεί χρησιμοποιήθηκαν φιλοσοφικοί όροι, οι οποίοι έπρεπε να αποκτήσουν θεολογικό περιεχόμενο, ενίοτε δε και να εξαλειφθούν οι αιρετικές τους αποχρώσεις. Γι’ αυτό πολλές φορές, διαπιστώνουμε τη λελογισμένη χρήση των όρων αυτών και την επιφυλακτική στάση από την πλευρά των Πατέρων[8]. Η ορθή διατύπωση του Τριαδικού δόγματος υπηρετεί και μια άλλη ανάγκη: τη διαφύλαξη από τον κίνδυνο της νόθευσης και παραχάραξης και εν τέλει της φαλκίδευσης του σωτηριώδους μηνύματος της χριστιανικής πίστης, από τους αιρετικούς.
Με τη θεολογία του Μ. Αθανασίου και την καθοριστική συμβολή των Καππαδοκών Πατέρων[9], θα επιτευχθεί η διασάφηση και καθιέρωση από πλευράς ορθόδοξης θεολογίας, των όρων «ουσία» και «φύση», «πρόσωπο» και «υπόσταση». Κατά το Μ. Βασίλειο «ουσία» ή «φύση» σημαίνει αυτό που υπονοεί ο αριστοτελικός όρος «ουσία δευτέρα», δηλ. το «κοινόν είναι» το «γένος», ενώ «υπόσταση» αυτό που πλησιάζει περισσότερο εννοιολογικά στην αριστοτελική «πρώτη ουσία», δηλ. το ατομικό, το ιδιαίτερο. Ο Γρηγόριος Νύσσης θα οδηγηθεί σε μια απόλυτη και ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ της μίας Ουσίας και των τριών υποστάσεων του Θεού, και τελικά, με την καίρια συμβολή του Γρηγορίου του Θεολόγου, θα γίνει η ταύτιση της «υπόστασης» με την έννοια του «προσώπου»[10]. Οι σχέσεις των τριών θείων προσώπων καθορίζονται από τις υποστατικές ή προσωπικές, τις ιδιάζουσες για καθεμία υπόσταση ιδιότητες, που είναι, σύμφωνα με την ορολογία του Γρηγορίου Θεολόγου, οι εξής: η αγεννησία του Πατρός, η γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Οι υποστατικές ιδιότητες είναι ακοινώνητες, μη-μετεχόμενες, διακεκριμένοι τρόποι ύπαρξης των τριών θείων Υποστάσεων, σε αντίθεση με την κοινή θεία Ουσία και τις ιδιότητές της, η οποία μετέχεται και κοινωνείται και στα τρία θεία πρόσωπα.
Ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου διακρατεί σταθερά την πίστη της Εκκλησίας και αναδεικνύεται όχι μόνο κραταιός υπέρμαχος αλλά και ακριβής ερμηνευτής της. Σε όλη την περί Τριάδας διδαχή του, προσπαθεί να κρατήσει ισορροπία, ώστε να αποφύγει τόσο την έξαρση της ενότητας της ουσίας σε βάρος της ιδιαιτερότητας των θείων υποστάσεων της Τριάδας, όσο και τον υπερτονισμό της ιδιαιτερότητας των συναποτελούντων την Τριάδα θείων προσώπων « επί ζημία» της ενότητας της θείας ουσίας. Το απόσταγμα αυτό της διδασκαλίας του, διατυπώνεται μέσα από την επιστολή του Κατά Σαβελλιανών[11]
Σε αρκετά σημεία ο άγιος, προσεγγίζει αλλά και συμφωνεί με τους καππαδόκες Πατέρες, ενώ όντας θαυμαστής του Μ. Αθανασίου, εντρυφά στη θεολογική σκέψη του πατρός αυτού αναφορικά με την ενότητα της ουσίας της Τριάδας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μ. Αθανασίου, το οποίο παρακολουθεί και επεκτείνει ο άγιος Επιφάνιος. Παρομοιάζει ο Μ. Αθανάσιος τον Πατέρα με πηγή, τον Υιό με τον ποταμό και το Άγιο Πνεύμα με το νερό.
Το πρόσωπο του Θεού Πατρός, είναι η μοναδική πηγή και αιτία στη Θεότητα. Είναι η ρίζα από την οποία προέρχονται και εκπηγάζουν οι υποστάσεις του Υιού και Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Ο Υιός είναι «γεννητός εκ Πατρός» και το Άγιο Πνεύμα είναι το «προελθόν εκ του Πατρός»[12] Ο αγέννητος Πατήρ, ως πηγή αΐδια, γεννά αχρόνως και ανάρχως το Μονογενή Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα «ανομβρητικώς», με τρόπο τέτοιο, ώστε να συνυπάρχουν και αυτός ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ως πηγή εκ πηγής συναΐδια με τον Πατέρα και κατά ασύγκριτη έννοια δεν υπολείπονται από τον τέλειο Πατέρα.
Επιχειρώντας να προσψαύσει το άρρητο αυτό μυστήριο, ο άγιος καταφεύγει σ’ ένα ανανίχνευτο θεολογικό τρόπο. Ο Πατήρ λέει, είναι η προσωπική αρχή στην Τριάδα, γιατί αυτός ο Πατήρ είναι «η αυτή θεότης», γι’ αυτό και «εκ της αυτής θεότητος ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα»[13]. Αν ο Υιός και το Πνεύμα οφείλουν την ύπαρξη τους σε άλλη αρχή εκτός από τον Πατέρα, τότε εισάγουμε δύο αρχές στη Θεότητα[14] και επομένως αναπόφευκτα οδηγούμαστε στην παραδοχή ότι υπάρχει «πολυθεΐα εν Θεώ»[15]. Την έννοια της μοναρχίας θέλει ο Άγιος να οικοδομεί στο χωρίο του Προφήτου Ωσηέ 2,2 «Συνελεύσεται ο οίκος Ιούδα και ο οίκος Ισραήλ, και θήσονται εαυτοίς αρχήν μίαν». Η έννοια της μοναρχίας του Πατρός, ως αιτίας των δύο άλλων θείων προσώπων, λειτουργεί συγχρόνως και ως εγγύηση της ενότητας της ουσίας του Θεού. Κατά τον Άγιο Επιφάνιο λοιπόν ο Πατήρ «ούτε θέλων… ούτε μη θέλων», εγέννησε τον Υιό, αλλά τον γεννά <εν υπερβολή φύσεως>, επειδή «υπερβαίνει η θεία φύσις βουλήν και ούχ υποπίπτει χρόνω, ούτε ανάγκη άγεται»[16]. Κατ’ ανάλογη κίνηση από τη φύση του Πατρός προήλθε ή εξήλθε και το Πνεύμα το Άγιο, «ει και ου γεγέννηται». Ο Υιός και το Πνεύμα λοιπόν, δεν υπολείπονται της μόνης αρχής (της υπόστασης δηλ. του Πατρός) από την οποία προέρχονται, αλλά υπάρχουν ως ισότιμα πρόσωπα με τον Πατέρα «εν τη θεότητι»[17]. Η ουσία της Θεότητας είναι μία, γιατί μία είναι η αιτία και η ρίζα, ο Πατήρ, ο οποίος δεν έχει το είναι «ετέρωθεν», αλλά είναι ο ίδιος «αυτοθεότης»[18]. Τα πρόσωπα της Τριάδας λοιπόν, ως ομόθεα είναι συγχρόνως και τέλεια’ όπως τέλειος είναι ο Πατήρ, από τον οποίο γεννάται ο Υιός και προέρχεται το Πνεύμα, κατά τον ίδιο τρόπο, τέλειος είναι και ο Υιός, όπως τέλειο είναι και το Άγιο Πνεύμα.
Στερεά προσηλωμένος στη μοναρχία του Πατρός, όπως και οι Έλληνες Πατέρες, ο Άγιος Επιφάνιος διδάσκει ότι ο Πατήρ είναι η αρχή και η πηγή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Το πρόσωπο του Πατρός είναι συγχρόνως και η κεφαλή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος[19], όχι υπό την έννοια της εξουσίας αλλά της αΐδιας «εν ομοτιμία άρρητης προαγωγής, εξάρτησης, αναφοράς αλλά και συγκεφαλαίωσης της Τριάδας. Αυτή η θεοπρεπής τάξη, η οποία συμπρέπει στην Αγία Τριάδα, είναι κατά τον Άγιο Πατέρα, το κορύφωμα της πίστης μας, ώστε να μας προτρέπει να ομολογούμε ότι υπάρχει «η μία Τριάς εν μονάδι και (εννοεί η) μία θεότης εν Τριάδι».
Οι T.F. Torrance και G.L Prestige, μελετώντας από λανθασμένη σκοπιά τη διδασκαλία του Αγίου και επηρεασμένοι από τις περί μοναρχίας αντιλήψεις των δυτικών τις οποίες προσπαθούν να αποδώσουν σε ανατολικούς πατέρες, καταλήγουν έτσι να υποστηρίξουν πως ο Άγιος θεωρεί ολόκληρη την Τριάδα και όχι μόνο τον Πατέρα ως αρχή της μοναρχίας στη Θεότητα.[20] Η συνεξάρτηση όμως των κειμένων του Αγίου και η διδαχή του για τη μοναρχία του Πατρός, σε συνάρτηση ιδιαίτερα με τα αΐδια υπαρκτικά ιδιώματα των άλλων δύο θείων προσώπων της Τριάδας, δεν αφήνουν περιθώρια και καμιά αμφιβολία ή ασάφεια ως προς την έννοια με την οποία αντιλαμβάνεται ο άγιος Επιφάνιος την τριαδική μοναρχία.
Ο Άγιος Επιφάνιος λοιπόν, όχι μόνο αποκλείει τη διαίρεση στην Τριάδα ή την υποβίβαση οποιουδήποτε προσώπου, αλλ’ αποτρέπει και τη συναλοιφή ή σύγχυση των προσώπων. Διακηρύττει ευδιάκριτα από τη μια το ενυπόστατο και αΐδιο και γνήσιο των προσώπων και από την άλλη υπογραμμίζει το απλό και ενιαίο της θείας ουσίας. «το Θεός (υπάρχει εννοεί) εν Πατρί, το Θεός εν Υιώ (το Θεός) εν αγίω Πνεύματι». Όλη η θεία ουσία υπάρχει ξεχωριστά σε κάθε πρόσωπο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουμε τρεις θεούς, γιατί όπως συνεχίζει ο άγιος «δια των τριών ονομάτων η μία θεότης Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος [σημαίνεται].
Η στερεή αντίληψη του Αγίου Επιφανίου περί της μοναρχίας του Πατρός και της άρρητης προβολής εκ του προσώπου του, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διασκεδάζει και αναιρεί, οποιαδήποτε υπόνοια διαρχίας στη θεότητα, γεγονός το οποίο συνεπιφέρει και την πρόκληση αντιπαλότητας μεταξύ των θείων προσώπων και διασπά την ενότητα της κοινής ουσίας τους. Ταυτόχρονα, το δόγμα της μοναρχίας του Πατρός διασφαλίζει την ισοτιμία των προσώπων, ακυρώνοντας κάθε κακόνοια διαβάθμισης ή αξιολογικής αρίθμησης τους και διακρατεί την κοινωνικότητα μέσα στη ζωή της Αγίας Τριάδας.
[1] «Ο Άρειος επηρεάστηκε σταθερά από τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, τη φιλοσοφική αντίληψη περί απόλυτης υπερβατικότητας και περί ακινήτου του Θεού, από τις κοσμολογικές δυαλιστικές αντιλήψεις και προπαντός από τη διδασκαλία του Φιλωνα περί του κτιστού Λογου, δια του οποίου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο», Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β´, Αθήνα, 1990, σ. 114.
[2] Αθανασίου Αλεξανδρείας, Κατά Αρειανών, PG 26, 21ΑB: ««Ην γαρ», φησί, «μόνος ο Θεός, και ούπω ην ο Λογος και η σοφία. Είτα θελήσας ημάς δημιουργήσαι, τότε δη πεποίηκεν ένα τινά, και ωνόμασεν αυτόν Λογον, και Σοφίαν και Υιόν, ίνα ημάς δι̉ αυτού δημιουργήση»».
[3] Αυτόθι, PG 26, 21B, 24Α.
[4] του ιδίου, Περί τής εν Νικαία Συνόδου, PG 25, 461D-464A, 468AB): «Ὅτι δὲ οὐ ποίημα οὐδὲ κτίσμα ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, ἀλλὰ ἴδιον τῆς τοῦ πατρὸς οὐσίας γέννημα ἀδιαίρετόν ἐστιν».
[5] του ιδίου, Περί τών γενομένων εν τη Αριμινίω τής Ιταλίας καί εν Σελευκεία τήςΙσαυρίας Συνόδων, PG 26, 688B
[6] Βλ., Φλωρόφσκυ Γ., Θέματα ορθοδόξου θεολογίας2 , μτφ. Στ. Παπαλεξανδρόπουλος (εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989) σ.σ.18-22
[7] Βλ., Ματσούκας Ν., Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β2 ,(εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσ/νίκη 2007) σ.89
[8] Βλ., στο ίδιο, σ.σ. 83-87 μαζί με τις υποσημειώσεις
[9] Βλ.,στο ίδιο, σ.σ. 89-90
[10] Βλ., π. Λουδοβίκος Ν., “Περί Θεού”, Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας. Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας,, τ. Α΄, επιμέλεια έκδοσης Γουνελάς Σ., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σελ. 47-49
[11] Βλ. Πανάριον, PG 1053BCD
[12] Βλ. Πανάριον PG42, 497C
[13] Βλ. Πανάριον PG42, 496D
[14] Βλ. Πανάριον PG42, 25BC
[15] Βλ. Αγκυρωτός 6, PG43, 25BC
[16] Βλ. Αγκυρωτός 52, PG42, 316AB
[17] Βλ. Πανάριον 70, 8, PG42, 352D
[18] Βλ. Πανάριον 74, 11, PG42, 496D
[19] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών 4,1 PG 26, 688B. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 20,7, PG35. 1073Α
[20] Βλ. T.F Torrance, The Trinitarian Faith, Edinburgh 1988 σ. 329 «He held the whole Trinity, and not just the Father, to be the principle of the oneness of the Godhead».