Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καὶ ἡ Παιδεία
Μητροπολίτης Κωνσταντίας – Ἀμμοχώστου Βασίλειος
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς πρότυπα ἁγιότητας καὶ ὡς ἀληθινοὺς ἐργάτες τῆς ἀλήθειας. Αὐτοὶ μὲ τὴ βαθειά τους πίστη, τὴν ὑψηλὴ θεολογικὴ γνώση, τὴ φιλοσοφική τους κατάρτιση, ὅπως βέβαια καὶ τὸ σύνολο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, πέτυχαν νὰ συνδέσουν τὴν ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀνθρώπινη Ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη καὶ νὰ ὁρίσουν, ἔτσι, τὴ σωστικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ πέραν τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.
Τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος, μὲ ἀπόφαση τῆς Συγκλήτου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1842) ὅρισε τὴν 30ην Ἰανουαρίου ὡς ἡμέρα τῶν Γραμμάτων καὶ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, Βασίλειο τὸν Μέγα, Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὡς «προστάτες τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας», δὲν ξέρουμε ὅμως μέχρι πότε καὶ κατὰ πόσο συνειδητοποιοῦμε τὸ μέγεθος τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς. Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται σήμερα, ὄχι τότε, τὸν 11ο αἰῶνα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὴν ἀπὸ κοινοῦ τιμή τους καὶ τὸ σκοπό της, ὄχι τότε ποὺ ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία ὅρισε τοῦ Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς «προστάτες» της, εἶναι κατὰ πόσο γίνεται ἀντιληπτὸ εἴτε τὸ θεολογικὸ, ἐκκλησιαστικὸ καὶ παιδευτικὸ ἔργο τους, εἴτε ἡ ἔννοια καὶ ἡ διάσταση τῆς ἀλήθειας τὴν ὁποία προβάλλουν.
Ἐπειδὴ ἀνοίξαμε τὸ κεφάλαιο «ἀλήθεια», θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ διευκρινίσουμε τὸν ὅρο ἀλήθεια. Γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὸ ἐγχείρημα καὶ νὰ μὴ καταντήσουμε ὅπως ὁ Πιλάτος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὅτι ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια, ὑπέβαλε μηχανικά το ἐρώτημα: «τί ἐστιν ἀλήθεια;» χωρὶς νὰ ἀναμένει ἀπάντηση, γιατί γιὰ ἐκεῖνον ἡ ἀλήθεια ἡ δική του, ἢ καὶ τῆς Ρώμης, ἦταν ἡ ἐξουσία, ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ κάνουμε μία θεολογικὴ ἀναδρομή. Ἡ ἀναδρομὴ αὐτὴ ἀφορᾶ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὴν ὁποία ἐπεξεργάστηκαν, ὡς σοφοὶ ἀρχιτέκτονες, οἱ Τρεῖς μεγάλοι Ἱεράρχες, χωρὶς ἀμφιβολία δὲ καὶ τὸ σύνολο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἀποτελεῖ τὴν ἀλήθεια, τόσο γιὰ τὸν κόσμο, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἀναφερόμαστε βεβαίως στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἐκ τοῦ μηδενὸς (ex nihilo). Ἐξειδικευμένα, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ΄ εἰκόνα καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Οἱ θεολογικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς προεκτάσεις αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀνεξάντλητες. Θὰ περιορίσουμε τὸ σχολιασμό μας στὸ γεγονὸς ποὺ προβάλλει ὡς ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν κόσμο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ προκειμένη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ βεβαιότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου στὸ σύνολό του στηρίζεται στὴν ἀλήθεια καὶ στὴ βεβαιότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ Δυτικὴ σκέψη στηρίζεται στὴ βεβαιότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη θεολογία στηρίζεται στὴ βεβαιότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Θεός, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεως ὅλων τῶν κτιστῶν ὄντων. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀνέπτυξε τὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ἁγιογραφικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν Ἱεραρχῶν, τονίζοντας τὴν ὕπαρξη τῶν λόγων τῶν ὄντων σὲ κάθε δημιούργημα, τῶν λόγων τῶν ὄντων ποὺ ὑπάρχουν στὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὸ λόγο τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ὑπάρξεώς τους, ἀλλὰ καὶ τὴ συνεχῆ ὀντολογικὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό (Βλέπε ἀνάλυση τῆς θεολογίας αὐτῆς τοῦ Ὁμολογητῆ Μαξίμου στὴ δική μας Διδακτορικὴ Διατριβή: Maxime le Confesseur. Essence et energies de Dieu. THEOLOGIE HISTORIQUE 93. Editions BEAUCHESNE, PARIS 1993, σελ. 201 κ.ἑξ.). Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, σχολιάζοντας τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεοῦ, εἰδικότερα τὸ γεγονὸς τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου «κατ΄ εἰκόνα καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν» Θεοῦ, καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς σχολαστικὲς μεθόδους ἀποδείξεως ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου «κατ΄ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μόνη δυνατὴ καὶ ἡ μόνη ἀληθινὴ ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ (John D. Zizioulas. Communion and Otherness, 2006). Τὸ πραγματικὸ εἶναι, αὐτὸ ποὺ ὄντως ὑπάρχει, εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ ἄλλα ὄντα ὑπάρχουν γιατί ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ, τότε ὁδηγεῖται στὸ μηδέν, ἀπ’ ὅπου τὸν δημιούργησε ὁ Θεός, κατὰ συνέπεια, ὁδηγεῖται στὸ θάνατο.
Ὁ «ἀνθρωπισμὸς» (humanismus), ὑπὸ τὴν πρωτόγονη ἀρνητική του ἔννοια καὶ ἐφαρμογή, ἐμφανίσθηκε ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς «πτώσεως» στὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ πτώση ἦταν ἡ ἐγωιστικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ διαβολικὸς πειρασμός, στὸν ὁποῖο πείσθηκε ὁ ἄνθρωπος ὅτι μπορεῖ νὰ χειραφετήσει τὸ εἶναι του ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνει ὁ ἴδιος Θεός, δηλαδὴ ὄν χωρὶς κανένα ὑπαρξιακὸ δεσμὸ μὲ τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀρνήθηκε τὴν «κατ΄ εἰκόνα καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν» Θεοῦ ταυτότητά του καὶ τὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς του ποὺ τὸν συνδέει μὲ τὸν Θεό. Ἐνῶ, ἑπομένως, ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἀλήθεια, ἡ χειραφέτηση ἀπὸ αὐτὴ τὴ σχέση καὶ ἡ προσπάθεια νὰ ὑπάρξει καθ’ ἑαυτὸν ὁ ἄνθρωπος συνιστᾶ τὸ μεγαλύτερο διαβολικὸ ψεῦδος καὶ παραφροσύνη, γιατί ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν «ἀθεΐα» καὶ στὸ μηδενισμό, ὁδηγεῖ στὴν ἀνυπαρξία τοῦ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ἐνδοκοσμικοῦ, διὰ τοῦ θανάτου, εἴτε ἐσχατολογικά, διὰ τοῦ αἰωνίου χωρισμοῦ του ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ὁ Ψαλμωδὸς λέγει γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἀρνεῖται αὐτὴ τὴ σχέση: «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐκ ἔστι Θεός».
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἀλλὰ καὶ τὸ σύνολο τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, διέγνωσαν ὅτι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ αἰώνιου καὶ ἀΐδιου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ σταύρωση καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἡ ἀνάστασή του εἶχαν ὡς σκοπὸ τὴν «καταλλαγή», δηλαδὴ τὴν ἀποκατάσταση τῆς διακοπείσας σχέσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἕνεκα τῆς πτώσεως. Ἡ ἕνωση, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως μᾶς ἐπιτρέπει πλέον νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸν Θεάνθρωπο, ἡ δὲ ἀνάσταση καὶ ἡ ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ὁδήγησε τὴν ἀνθρώπινη φύση νὰ εὑρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ὁ Ψαλμωδὸς καὶ πάλιν εἶπε: «Τὸ ἔλεός σου, Κύριε, καταδιώξει μὲ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «καταδιώκει», δὲν ἀφήνει δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο ἀπροστάτευτο, ὅπου καὶ σὲ ὅποια κατάσταση καὶ ἂν εὑρίσκεται. Ἡ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ὅπως τὴν περιγράφουμε, εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια ποὺ ὑφίσταται γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ πειρασμός, ἐν τούτοις, γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ χειραφετήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ὀντολογική του σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ δημιουργήσει ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο, ὅπως πιστεύει, ἐλεύθερο, νὰ ἀπωθήσει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς ὑπάρξεώς του, δὲν σταμάτησε ποτέ. Στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφανίσθηκαν πολλοὶ μεσσίες, οἱ ὁποῖοι πρότειναν τὴ δημιουργία ἑνὸς νέου κόσμου, ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, μιᾶς νέας τάξεως πραγμάτων, ἑνὸς νέου πολιτισμοῦ, καταστρέφοντας ὅ, τι ὑπῆρχε προηγουμένως μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή. Ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος παραπλάνησε τοὺς πρωτόπλαστους, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ πρωτόπλαστοι, γνώριζαν καὶ δέχονταν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Τὰ μεταγενέστερα κινήματα ὁδηγήθηκαν σὲ μεγαλύτερη πτώση γιατί κήρυξαν εἴτε τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, εἴτε τὸ θάνατο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε ὁ Νίτσε. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἡ ἔσχατη πλάνη ἔγινε χείρων τῆς πρώτης. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ παρακολουθήσουμε ὅλα αὐτὰ τὰ κινήματα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορὰ στὰ νεότερα κινήματα ποὺ ἐμφανίσθηκαν στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ συνεχίζουν νὰ ἐπηρεάζουν, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας σήμερα.
Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ (Εὐγένιος) Ρόουζ (Μηδενισμός: ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας στὴ σύγχρονη ἐποχή. Μυριόβιβλος, Ἀθήνα 2007), ἀναφέρει τὰ διαδοχικὰ αὐτὰ κινήματα: τὸ Φιλελευθερισμό, ποὺ περιλαμβάνει τὸν ἀνθρωπισμὸ μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια (Humanism), τὸ Ρεαλισμὸ καὶ τὸ Βιταλισμό, κινήματα ποὺ ὁδηγοῦν στὸ Μηδενισμό. Αὐτὰ τὰ κινήματα ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν φιλοσόφους, ὅπως ὁ Χέγκελ, ὁ Μάρξ, ὁ Νίτσε καὶ πολιτικοὺς δικτάτορες, ὅπως ὁ Λένιν, ὁ Στάλιν, ὁ Μουσολίνι, ὁ Χίτλερ κ.ἄ. Μὲ τὴν ἰδεολογία τους, τὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἰδεολογίας, κατέστρεψαν ὅ, τι ὑπῆρχε ἀνθρώπινο πρίν, δηλαδὴ τὴν ἀλήθεια τῆς σχέσεώς του μὲ τὸν Θεὸ, καὶ δημιούργησαν ἕνα νέο ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προτείνεται δὲν ἔχει καμμία προοπτικὴ πέρα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ πρόσφερε τὸ εἶναι ἀπὸ τὸ μηδέν, ἐνῶ, ἀντιθέτως, ὁ σύγχρονος ἀνθρωπισμὸς καὶ ὅλες οἱ συγγενεῖς μὲ αὐτὸν ἰδεολογίες ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ εἶναι στὸ μηδέν.
Μετὰ τὴν πτώση τῆς κομμουνιστικῆς ἰδεολογίας καὶ τὴν, κατὰ συνέπεια, παύση τῆς συγκρούσεως τοῦ καπιταλισμοῦ καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ, οἱ κοινωνίες ὅλες, ὅσες εἶναι ὅμοιες εἴτε μὲ τὴ δυτικὴ Εὐρώπη καὶ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, ἀντιμετώπισαν καὶ συνεχίζουν νὰ ἀντιμετωπίζουν σοβαρὴ πνευματικὴ κρίση. Ἡ θρησκεία μπῆκε στὸ περιθώριο. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν παραδεδομένη μορφὴ τῆς σχέσεώς του μὲ τὸν Θεὸ δὲν ὑφίσταται, οἱ Ἐκκλησίες ἄδειασαν ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὁ δὲ Πάπας πληρώνει τὸ ἀντίτιμο αὐτῆς τῆς καταστάσεως ὅταν οἱ φοιτητὲς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ρώμης δὲν τὸν δέχθηκαν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ Πανεπιστήμιό τους, ὡς ἀνεπιθύμητο καὶ γιατί θέλουν, ὅπως δήλωσαν, παιδεία ἀνεπηρέαστη ἀπὸ τὴ θρησκεία. Οἱ νέο-ἀνθρωπιστές, μέσα σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον, προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλουν στὴν παιδεία, στὴν κοινωνία, στὴν τέχνη, στὴν καθημερινότητα, τὸ εἶδος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ οἱ ἴδιοι καὶ οἱ προκάτοχοί τους δημιούργησαν. Οἱ φιλελεύθεροι, «σὲ ἐπίσημες ἐκδηλώσεις τους», μιλοῦν γιὰ «αἰώνιες ἀλήθειες», γιὰ «πίστη», γιὰ «ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια», γιὰ «ὑψηλὴ κλήση», γιὰ τὸ «ἄσβεστο πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου», ἀκόμα καὶ γιὰ «Χριστιανικὸ πολιτισμό». Εἶναι ὅμως φανερὸ ὅτι αὐτὲς οἱ λέξεις δὲν σημαίνουν πλέον ὅ, τι παλαιότερα. Δὲν ὑπάρχει Φιλελεύθερος ποὺ νὰ τὶς ἀντιλαμβάνεται μὲ σοβαρότητα. Πρόκειται, στὴν πραγματικότητα, γιὰ μεταφορές, στολίδια τῆς γλώσσας, ποὺ στοχεύουν στὴν πρόκληση συναισθηματικῆς καὶ ὄχι διανοητικῆς ἀπάντησης, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ εὐρεία χρήση, ποὺ φέρει τὴ μνήμη τῶν χρόνων κατὰ τοὺς ὁποίους αὐτὲς οἱ λέξεις εἶχαν θετικὴ καὶ σοβαρὴ σημασία» (Ε. Ρόουζ, ὅπ. ἀν. σέλ. 37).
Θὰ διερωτηθεῖτε, ἴσως, γιατί ἀναφέρουμε ὅλα αὐτά; Ὁ λόγος εἶναι προφανὴς καὶ ἁπλός. Ὁ κεντρικὸς ἄξονας τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ τὶς προτάσεις τῆς λεγόμενης «Ἐπιτροπῆς τῶν Σοφῶν», ποὺ ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας τῆς Κύπρου, στηρίζεται στὴν «ἀνθρωπιστικὴ παιδεία», τὸ κέντρο εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Δεδομένου ὅτι στὸ ὀγκῶδες ἔργο τῶν «Σοφῶν» δὲν γίνεται ἀναφορὰ στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, καὶ δεδομένης τῆς ἀνωτέρω προϊστορίας τοῦ Οὐμανισμοῦ, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ σοβαρὸ σκεπτικισμό, ἀλλὰ καὶ φόβο ὅτι, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ἡ παιδεία τοῦ τόπου μας ἔρχεται νὰ εὐθυγραμμισθεῖ μὲ τὶς διακηρύξεις τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τοῦ φιλελευθερισμοῦ, τοῦ Ρεαλισμοῦ, τοῦ Βιταλισμοῦ, ποὺ κήρυξαν τὸ «θάνατο τοῦ Θεοῦ». Ἤδη, ὁ ἀνθρωπισμὸς μπῆκε ὡς ἔννοια καὶ στόχος τῆς παιδείας. Πιστεύουμε πὼς δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι καταβάλλεται προσπάθεια σταδιακοῦ ἐξοστρακισμοῦ τῆς διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν ἀπὸ τὴν παιδεία καθὼς καὶ οἱ παρατηρούμενες καὶ ὁλοένα αὐξανόμενες ἀντιδράσεις ἐναντίον τοῦ Ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν ἢ καὶ τῆς παρουσίας κληρικῶν στὰ Σχολεῖα γιὰ ἐξομολόγηση τῶν νέων.
Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἀνθρωπισμός. Μεγαλύτερη ἀξία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρασχεθεῖ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀΐδιος Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ προσέλαβε στὴ θεϊκή του ὑπόσταση τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὴ εἶναι μία ἀλήθεια, ἢ καλύτερα ἡ μοναδικὴ ἀνθρωπιστικὴ ἀλήθεια, ἡ ὁποία θὰ συνιστᾶ συνεχῆ κρίση καὶ ἔλεγχο γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ κόψουν τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ρίξουν τοὺς μαργαρίτες στοὺς χοίρους. Κατὰ συνέπεια, ὁ ὅρος «ἀνθρωπισμός», ποὺ προγραμματίζεται νὰ ἐφαρμοσθεῖ ὡς στόχος, ὡς πρόγραμμα, ὡς βάση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ, πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ καὶ νὰ τύχει ἐξυγίανσης. Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία στείρα καὶ ὀπισθοδρομικὴ χριστιανικὴ παραδοσιοπληξία, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει προεκτάσεις καὶ στὶς ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ ἔθνους μας.
Τὸ πρότυπο ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καταστρέφει ὅ, τι ὑπάρχει καὶ ὁδηγεῖται στὸ μηδέν, ἀλλὰ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς προστάτες τῆς παιδείας, ἐργάσθηκαν θεολογικά, ἀνθρωπιστικὰ καὶ κοινωνικὰ γιὰ νὰ ἀναδείξουν τὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, οὕτως ὥστε, μὲ τὴ χάρη τῆς σωτηρίας ποὺ προσφέρει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει συνεργὸς Θεοῦ καὶ ὄχι ἀντίπαλος μὲ τὸν Θεό. Ἐάν, ὅμως, ἀκολουθήσουμε τὰ πρότυπα τοῦ σύγχρονου ἀνθρωπισμοῦ, δὲν θὰ εἴμαστε συνεπεῖς διακηρύσσοντας ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι προστάτες τῆς παιδείας μας. Εἰρωνικά, θὰ ἔλεγα ὅτι θὰ κηρύξουμε ὡς προστάτες τῆς παιδείας τὸν Νίτσε, τὸν Χέγκελ, τὸν Μάρξ, ἢ τὸν Στάλιν καὶ τὸν Χίτλερ. Ἢ ἀκόμα, ἕνα ἐξοφλημένο ἀνθρωπισμὸ τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, τὸν ὁποῖο ἡ Εὐρώπη ἐγκαταλείπει σταδιακὰ καὶ ἀναζητεῖ τὴν ταυτότητά της στὶς ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐνῶ ἐρχόμαστε ἐμεῖς καθυστερημένα νὰ ἐφαρμόσουμε, ἀντὶ νὰ ἐργασθοῦμε γιὰ τὶς ἀξίες τῆς ταυτότητάς μας, πολιτιστικῆς, ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς, προσαρμοζόμενοι στὰ σύγχρονα δεδομένα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας.