Βαρνάβας ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως
Στὴν Καινὴ Διαθήκη (Πράξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων) πληροφορούμαστε γιὰ τὸ ἐργό καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἱδρυτοῦ καὶ πολιούχου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ὅτι ἦταν Κύπριος τὸ γένος, ἀπὸ οἰκογένεια Ἰουδαϊκὴ καὶ ἱερατικὴ ὡς ἀναφέρεται «Βαρνάβας ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως» (Πρ. 11,24). Ἐπονομάσθηκε «Βαρνάβας» ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀντὶ Ἰωσὴφ ποὺ ἦταν τὸ ὄνομά του, ποὺ ἐπεξηγεῖται στὴν ἑλληνικὴ διάλεκτο «Υἱὸς τῆς παρακλήσεως, τῆς παρηγορῖας», γιὰ τὴν ἐνίσχυση του στὸ ἀποστολικὸ ἔργο μὲ τὴν ἠθικὴ καὶ ὑλικὴ συνεισφορά του. Ὑπάρχοντος, λέγει, κτήματος τὸ ἐπώλησε καὶ τὰ χρήματα τὰ παρέδωσε στοὺς Ἀποστόλους, νὰ βοηθήσουν στὸ ἔργο τους (Πρ. 4,37) καὶ παράλληλα εἶχε τὸ χάρισμα τῆς προσέγγισης πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ τὸν πείθει πρὸς τὴν ὀρθὴ πίστη, ὡς τοῦτο ἀναφέρεται. «Παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τὸ Κύριῳ» (Πρ. 11,23). Ἦταν Κύπριος τὴν καταγωγή, γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλεως Σαλαμῖνος, ποὺ ξεχωριστὰ γι’ αὐτὴν ἐνδιαφέρθηκε νὰ μεταφέρει τὸ Χριστιανισμὸ μετὰ τοῦ φίλου του Ἀποστόλου Παύλου καὶ τοῦ ἀνεψιοῦ του Ἀποστόλου Μάρκου, μετὰ τὴν Ἀντιόχεια, ποὺ δέχθηκε πρώτη τὴ χριστιανικὴ πίστη. «Κατῆλθον εἰς Κύπρον ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν Ἰουδαίων» (Πρ. 13,4-5). Πλούσιος σὲ χάρη καὶ ἀγάπη ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας θέλησε νὰ ἐγχριστιανίσει τὴν πατρίδα του τὴν Κύπρο καὶ τὴν πόλη του τὴν Σαλαμίνα, τὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του, γνωρίζοντας τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῆς θείας διδασκαλίας, ἀφοῦ ἔζησε τὶς μέρες ποὺ ζώντας ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δίδασκε καὶ συνομίλησε μ’ αυτὸν στὸ σπίτι τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας, ὅπου καὶ ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος συνετελέσθηκε καὶ ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἕνας μετὰ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους καὶ ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα πρῶτος ὡς καὶ ὁ ὑμνογράφος ἀναφέρει στὸ τροπάριό του. Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, ἡ χαριτόβρυτη αὐτὴ μορφὴ τοῦ ἀποστολικοῦ χοροῦ, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, τίμησε τὴν πατρίδα του Κύπρο καὶ τὴν Ἐκκλησία της μὲ τὸ ἱστορικό της εὑρέσεως τοῦ λειψάνου του μετὰ ἀπὸ τετρακόσια καὶ πλέον χρόνια τῆς τελευτῆς του. Σὲ δύσκολες μέρες ποὺ κλονιζόταν ἡ Ἐκκλησία τῆς πατρίδος του, ἐμφανισθεὶς στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας (Σαλαμῖνος) Ἀνθέμιο, ὑπέδειξε τὸν τόπο τῆς ταφῆς του ποὺ ἤτανε ὡς τότε ἄγνωστος καὶ ὅτι θὰ εὕρει τὸ κατὰ Ματαθαῖον Εὐαγγέλιο ἰδιόγραφό του στὴν ἑλληνικὴ διάλεκτο καὶ κατ’ ἐντολήν του νὰ μετεφερθεῖ στὸν Αὐτοκράτορα Ζήνωνα στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ ὁποῖος ἀπένειμε στὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου τὰ γνωστὰ αὐτοκρατορικὰ προνόμια ἐνισχύοντας ἔτσι τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς ὁ τόπος, ὅπου κάτω ἀπὸ μία χαρουπιά γίνονταν θεραπεῖες ἀρρώστων καὶ ὀνομαζόταν τόπος τῆς ἰάσεως, πήγασε τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ χαριτόβρυτη αὐτὴ μορφὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα ζωντάνεψε καὶ μέσα στὴ δική μου ἀνάξια ψυχὴ τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν τάφο του καὶ μὲ γέννησε μέσα μου τον πόθο νὰ μονάσω στὴ ἱστορικὴ αὐτὴ Μονὴ τὴν 27η Μαΐου 1964.
…Ὕστερα ἦρθε ἡ Τουρκικὴ εἰσβολὴ τὸ 1974 καὶ ὁ Τουρκικὸς Ἀττίλας ἐξεδίωξε τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὰ κατεχόμενα καὶ τὰ πάντα ἐρήμωσαν καὶ οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς ἐκδιώχθηκαν καὶ ἡ Μόνη του Ἀποστόλου Βαρνάβα βουβὴ μένει τριάντα χρόνια[1]ἐγκαταλελειμμένη στὰ χέρια τοῦ Τούρκου κατακτητῆ, ὡς μουσεῖο. Τώρα ἀπὸ ἔτους μετὰ τὰ ἀνοίγματα πρὸς τὰ κατεχόμενα μία νοσταλγία καὶ πόθος μας ἔγινε, νὰ λειτουργηθεῖ ὁ τάφος του, ὅποῦ ἡ χάρις του μᾶς ἀξίωσε τρὶς νὰ τὸν λειτουργήσουμε καὶ νὰ δεχθοῦμε στὸ χῶρο αὐτὸ τὸ ἀόρατο ἄπλετο φῶς. Ἔκτοτε ζοῦμε ἔντονες ἐμπειρίες τῶν ἐπικαλουμένων αὐτοῦ, ζωντανὴ τὴν παρουσία του, ἐκπληροῦντα τὰ αἰτήματα τῶν προσευχῶν αὐτῶν».
Ἀρχιμ. Γαβριήλ, Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἀποστόλου Βαρνάβα*
«Πρῶτος τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ἰσοστάσιος τῶν δώδεκα». «Κλέος τῆς Κύπρου καὶ Κῆρυξ τῆς Οἰκουμένης». «Ἀνήρ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ χάριτος». Αὐτοὶ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ τοῦ τίτλους τιμῆς, τοὺς ὁποίους τόσον ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅσον καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπονέμουν στὸν ἱδρυτὴ καὶ προστάτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου τὸν Μέγα Ἀπόστολο Βαρνάβα.
Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, ὡς ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου κατέχει μία ἰδιαίτερη θέση στὶς καρδιὲς τῶν Κυπρίων, γιατὶ ἀγάπησε καὶ δόξασε τὴν πατρίδα του τὴν Κύπρο. Ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τάχθηκε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του στὴ διακονία του. Τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα ἐξάλλου ποὺ ἀπέδωσαν σ’ αὐτὸν οἱ ἀπόστολοι ἐκφράζει αὐτὸ τὸ χάρισμα, ἀφοῦ «Βαρνάβας» σημαίνει υἱὸς παρακλήσεως, δηλαδή παρηγορητής. Μὲ τὸ κήρυγμα καὶ κυρίως μὲ τὸ μαρτύριό του διέδωσε τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ θεμελίωσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Στερεωμένη πάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα ἡ Ἐκκλησία μας πορεύεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἐν μέσῳ διωγμῶν ἐπιτελώντας ἀδιάκοπα τὸ ἀγιαστικό της ἔργο.
Ὁ τάφος καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα ἀνακαλύφθηκε κοντὰ στὴν Κωνσταντία (Σαλαμίνα) τὸν 5ο αἰώνα ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Ἀνθεμίου, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε ναὸ πάνω στὸν τάφο. Ἀργότερα σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν τάφο κτίστηκε ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Ἀπὸ τότε ἡ Μονὴ καὶ ὁ τάφος ὑπῆρξαν ἡ μαρτυρία τῆς ἀποστολικότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.
Τὸ μοναστήρι, ὅπως καὶ ἡ γειτονικὴ πόλη Κωνσταντία λεηλατήθηκαν καὶ ἐρημώθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν. Ἡ Μονὴ ἀνηγέρθη ξανὰ ἐκ βάθρων ἐπὶ Αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ τὸν 9ο-10ο αἰώνα. Γιὰ τὴν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὴν τύχη τῆς Μονῆς. Τὸ 1674 ἡ Μονὴ ἀνακαινίζεται ἀπὸ τὸν Ἁρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα Κιγάλα, ἐνῶ νέα ἀνακαίνιση καὶ ἐπάνδρωση τῆς Μονῆς γίνεται ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Φιλοθέου, τὸ 1756. Τὸ μοναστήρι διατηρήθηκε ἐπανδρωμένο μέχρι τὸ 1821 ποὺ ὁ τελευταῖος ἡγούμενος του Ἰωακεὶμ ἐνθρονίστηκε ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ ἐθνομάρτυρος Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ καὶ παρέμεινε ἐρημωμένο καὶ ἐγκαταλελειμμένο μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Τὸ 1917 τρεῖς ἀδελφοὶ ἱερομόναχοι ὁ Χαρίτων, ὁ Στέφανος καὶ ὁ Βαρνάβας παιδιὰ τοῦ ἱερέως Γαβριὴλ ἀπὸ τὴν Ἀφάνεια ζήτησαν ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ’ νὰ ἐπανδρώσουν τὴ Μονὴ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύριλλος τοὺς παρέδωσε τὴν Μονὴ στὴν ἑορτὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα 11 Ἰουνίου τὸ 1917. Τὸ 1964 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, μετὰ καὶ τὴν προσέλευση πέντε δόκιμων μοναχῶν, σὲ συνοδικὸ συλλείτουργο γιὰ τὴ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα ἐγκαθίδρυσε καὶ ἐνθρόνισε ἡγούμενο τῆς Μονῆς τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτάδελφους μοναχοὺς, τὸν ἱερομόναχο Στέφανο. Τὸ ἔργο γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ κτηριακὴ ἀναβάθμιση τῆς Μονῆς ἀνέκοψε δυστυχῶς ἡ τουρκικὴ εἰσβολὴ τοῦ 1974, ὁπόταν οἱ πατέρες ἐκδιώχθηκαν βίαια καὶ ἡ Μονὴ ὑπέστη ὅπως ὅλες οἱ κατεχόμενες Μονὲς καὶ ναοὶ τὴ βαρβαρότητα καὶ τὶς λεηλασίες τῶν εἰσβολέων.
Οἱ τρεῖς πατέρες ποὺ κράτησαν περίπου μισὸ αἰώνα τὴν Μονὴ τοῦ ἱδρυτῆ καὶ προστάτη τῆς ἐκκλησίας τῆς Κύπρου δὲν ἐτάφησαν ἐκεῖ ὅπου ἀφιέρωσαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τὴ ζωή τους, ἀλλὰ κοιμήθηκαν στὴν προσφυγιά, ἐνῶ οἱ τάφοι τους βρίσκονται στὴν Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἀλαμάνου στὴ Λεμεσό. Κατὰ τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ στὴ Μονὴ τοῦ Ἀποστόλου ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο Στέφανο καὶ τοὺς ἀδελφοὺς του ἐγκαταβίωναν στὴ Μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα ὁ ἱερομόναχὸς Γαβριὴλ ἀπὸ τὴ Λύση, νῦν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἐνθρονισθεὶς τὴν 10η Ἰουνίου 2007, ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετεῖ ὡς ἐφημέριος στὴν Ἱ. Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Ἀλαμάνου καὶ ὁ διάκονος Βασίλειος ἀπὸ τὶς Μάνδρες Ἀμμοχώστου, μετέπειτα Χωρεπίσκοπος Τριμυθοῦντος καὶ νῦν Μητροπολίτης Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου.
Τὸ μοναστήρι ἐδῶ καὶ τριάντα πέντε χρόνια βρίσκεται ἐγκαταλελειμμένο στὰ χέρια τοῦ Τούρκου κατακτητῆ. Τὰ καντήλια τοῦ ἔσβησαν καὶ οἱ ἱερὲς ὑμνωδίες τῶν μοναχῶν δὲν ἀκούγονται πλέον. Ὁ ἱερὸς τάφος τοῦ Ἀποστόλου καὶ «γενναίου μάρτυρος» Βαρνάβα σκοτείνιασε καὶ ὁ ναὸς τῆς Μονῆς ἔγινε μουσεῖο.
Ξένια Παντελῆ
[1] Τὸ κείμενο γράφτηκε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2004.
* Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μάριου Στυλιανοῦ, Ἀπόστολος Βαρνάβας. Ὁ ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Λευκωσία 2005, σ. 19-22