Μετάστασις Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, Αποστ. Ανάγνωσμα: Α’ Ιω. 4:12-19 (26-09-2021)
Διακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου
Πρωτότυπο Κείμενο
Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν. Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν. Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ὅς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ. Καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν.῾Ο Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ. ᾿Εν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ᾿ ἡμῶν, ἵνα παρρησίαν ἔχωμεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ὅτι καθὼς ἐκεῖνός ἐστι, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. ῾Ημεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, κανένας δεν αξιώθηκε ποτέ ως τώρα να δει το Θεό· αν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, είμαστε σε κοινωνία με το Θεό, και η αγάπη του μέσα μας έχει ολοκληρωθεί. Μας έδωσε το Πνεύμα του· έτσι είμαστε βέβαιοι πως είμαστε σε κοινωνία με το Θεό και ο Θεός μ’ εμάς. Εμείς οι ίδιοι με τα μάτια μας είδαμε και καταθέτουμε τη μαρτυρία μας, ότι ο Πατέρας έστειλε τον Υιό του για να σώσει τον κόσμο. Όποιος παραδέχεται πως ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο απεσταλμένος Υιός του Θεού, ο Θεός κατοικεί μέσα σ’ αυτόν και αυτός ζει ενωμένος με το Θεό. Κι εμείς γνωρίζουμε πια την αγάπη που μας έχει ο Θεός κι εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας σ’ αυτήν. Ο Θεός είναι αγάπη· κι όποιος ζει μέσα στην αγάπη ζει μέσα στο Θεό, κι ο Θεός μέσα σ’ αυτόν. Έτσι καταλαβαίνουμε πως η αγάπη έχει ολοκληρωθεί μέσα μας: Όταν αντιμετωπίζουμε την ημέρα της κρίσεως με θάρρος. Γιατί κι εμείς ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο, όπως έζησε εκείνος. Όποιος αγαπάει δεν φοβάται. Η τέλεια αγάπη διώχνει το φόβο. Γιατί ο φόβος σχετίζεται με την τιμωρία κι όποιος φοβάται την τιμωρία, δείχνει πως δεν έχει φτάσει στην τέλεια αγάπη. Εμείς αγαπάμε το Θεό, γιατί εκείνος πρώτος μάς αγάπησε.
Εισαγωγικά
Η Εκκλησία εορτάζει σήμερα, 26 Σεπτεμβρίου 2021, την Μετάσταση του Αγίου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, «φίλου , επιστηθίου , παρθένου και ηγαπημένου μαθητού του Ιησού Χριστού», όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο ιερός συναξαριστής. Εκτός από το κατά Ιωάννην ιερό Ευαγγέλιο, που η Εκκλησία το διαβάζει από το βράδυ της Αναστάσεως και καθ’ όλη τη διάρκεια του Πεντηκοσταρίου, έχουν διασωθεί ενταγμένες στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, οι τρεις “Καθολικές” Επιστολές και η Αποκάλυψη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης.
Η έννοια του τίτλου “Καθολικές” (αρχ. καθόλου < καθ’ όλου), τον οποίο συναντάμε αρκετά νωρίς (Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ., 5,18,5), θεωρείται πως αναφέρεται στο γεγονός ότι οι επιστολές αυτές δεν απευθύνονται σε κάποια συγκεκριμένη εκκλησία, αλλά στην συνολική, στην “καθολική” εκκλησία [Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Β΄, Αθήνα 2005, σελ. 757.] Σύμφωνα με άλλες απόψεις, ο τίτλος “Καθολικές” είναι ταυτόσημος με το “Κανονικές”, δηλ. αποδεκτές από το σύνολο της Εκκλησίας [ΘΗΕ, τόμ. 7 (1965), στ. 168.].
Η αποστολική περικοπή που διαβάζεται κατά τη μνήμη της Μεταστάσεως του Ευαγγελιστή Ιωάννη, αποτελεί τμήμα της Α΄ Καθολικής του επιστολής. Κατά πάσα πιθανότητα η επιστολή γράφτηκε στην Έφεσο (95 με 100 μ.Χ. ) εξ’ αφορμής του κινδύνου τον οποίο δημιουργούσαν στην Εκκλησία οι ψευδοδιδάσκαλοι, οι οποίοι και χαρακτηρίζονται ως πρόδρομοι και όργανα του αντιχρίστου και αποκαλούνται από τον ίδιον τον Ιωάννη και αυτοί αντίχριστοι (Α’ Ιω. 2:18).
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, προβάλλει μεταξύ των άλλων την μοναδική και ανυπέρβλητη αγάπη του Θεού προς εμάς λέγοντας προηγουμένως στον στίχο 11: «αφού με τέτοια και τόση μεγάλη αγάπη μας αγάπησε ο Θεός, οφείλουμε κι εμείς να έχουμε αγάπη μεταξύ μας». Για να προσθέσει πως «κανένας δεν αξιώθηκε ποτέ να δει τον Θεό». Την αγάπη που χρωστάμε στον αόρατο Θεό, θα τη δείξουμε με την αγάπη στον συνάνθρωπό μας, την κάθε εικόνα Θεού, τον αδελφό μας που είναι ορατός. «Εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστίν εν ημίν» (στ. 12). Ποιος είναι στη φύση του και στην ουσία του ο Θεός, κανείς δεν τον έχει δει ποτέ. Στο διάλογο του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα ο ευαγγελιστής σημειώνει «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιω. δ:21-24). Ο αόρατος και ανώτερος πάσης κατανοήσεως Θεός, εάν είμαστε αγαπημένοι μεταξύ μας, μένει μέσα μας και την αγάπη του προς εμάς, την αισθανόμαστε τέλεια και πλήρη εντός μας.
Η σχέση αυτή μαρτυρείται μέσα από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος καθώς η αγάπη αποτελεί «καρπό του αγίου Πνεύματος» (Γαλ. 5:22). Το Άγιο Πνεύμα ενήργησε στη φανέρωση του Θεού της αγάπης στον κόσμο, συνεργεί στη φανέρωση του Θεού στην καρδιά του πιστού και οδηγεί στην διά της αγάπης θέα και κοινωνία του Θεού. Οι πλέον αμερόληπτοι και αδιάψευστοι μάρτυρες της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο είναι οι Απόστολοι. Αυτοί τον είδαν, τον άκουσαν, έζησαν μαζί του και ο Ιησούς Χριστός φανέρωσε τη δύναμή του στη ζωή τους ώστε να βεβαιώνουν ότι, είναι ο Σωτήρας του κόσμου.
Σ’ ένα κόσμο σήμερα που επικρατεί το μίσος και η έχθρα, όπου υψώνει τις γροθιές της εκδίκησης, αλληλοσπαράσσεται και αλληλοεξοντώνεται, ας αντιτάξουμε και ας κηρύξουμε την κοινωνία της αγάπης. Μέσω αυτής έχουμε κοινωνία με το Θεό και με τους ανθρώπους. Άλλωστε αυτή είναι και η συνεχώς κλήση που μας απευθύνει ο Χριστός «Εντολή καινή δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς, ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους» (Ιωαν. 13: 34)
«Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη, έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (στ. 18).
Η αγάπη μας δίνει το έσχατο κριτήριο για να την καταστήσουμε γνήσια: δεν φοβόμαστε την ημέρα της κρίσεως, αλλά και τίποτε στη ζωή μας επικίνδυνο και δυσάρεστο, διότι «η τέλεια αγάπη του Χριστού που κατοικεί μέσα μας έξω βάλλει τον φόβον».
Οι άνθρωποι έχουμε πολλούς και ποικίλους φόβους στη ζωή μας. Φοβόμαστε πρωτίστως το θάνατο, το βιολογικό τέρμα της ζωής, διότι δεν γνωρίζουμε, δεν έχουμε εμπειρία του τι πρόκειται να μας συμβεί όταν κλείσουμε τα μάτια μας. Φοβόμαστε τον πόνο, την αρρώστια, την δοκιμασία, γιατί δεν νιώθουμε ότι είμαστε πλασμένοι για κάτι άλλο παρά για τη χαρά. Φοβόμαστε την σχέση με τους άλλους ανθρώπους, γιατί δεν είμαστε πάντοτε έτοιμοι να τους δούμε όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως εμείς θα θέλαμε να είναι.
Για τον ευαγγελιστή ο μεγαλύτερος φόβος είναι αυτός της κολάσεως. Της αιώνιας δηλαδή απομάκρυνσης από το Θεό και την αγάπη του, της αιώνιας απομάκρυνσης από τον συνάνθρωπό μας, της αιώνιας ακοινωνησίας. Η σχέση του ανθρώπου με το Χριστό θεραπεύει αυτόν τον φόβο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που πιστεύει, κοινωνά, ζει, αγαπά το Χριστό ανοίγεται στο συνάνθρωπο. Πρώτα γιατί τον συγχώρεσε ο Χριστός που δεν είναι ότι και όπως ο Θεός θέλει, λόγω της αμαρτίας. Δεύτερον, γιατί μαθαίνει να συγχωρεί και τους άλλους που δεν είναι αυτό που εκείνος θα ήθελε και έτσι χαίρεται με τα όσα μπορεί να τους δώσει και με τα όσα μπορούν να του δώσουν. Και τρίτον, διότι έχοντας εμπιστοσύνη στο Χριστό μαθαίνει να νικά το φόβο του χρόνου και του θανάτου, που κρύβεται σε κάθε αποτυχία, σε κάθε απόρριψη, σε κάθε κόστος.
Εδώ έρχεται το μυστήριο της Εκκλησίας. Με τη λειτουργική σύναξη, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, την αποδοχή της μετάνοιας, την συμπάθεια και την προσφορά μας προς τον πλησίον δείχνουμε πως η αγάπη δεν είναι λόγος, αλλά πορεία. Οδός που οδηγεί όχι απλώς στην υπέρβαση του φόβου, αλλά στην έξοδό του από τη ζωή μας. Γιατί το τέλος του δρόμου είναι η ανάσταση. Η αιώνια συνάντηση με τον Αναστημένο Χριστό και η ονοματοδοσία μας ως «φίλων» Του. Όπως αποκλήθηκε ο ευαγγελιστής, το σώμα του οποίου προγεύεται άφθαρτο εν ουρανώ την οριστική και δική του και δική μας ανάσταση. Γένοιτο.