Κυριακή της Σαμαρείτιδος, Αποστ. Ανάγνωσμα: Πράξ. 11, 19-30 (14-5-2017)
Διακόνου Χαρίτων Θεοδώρου
Πρωτότυπο Κείμενο
Οι μέν ούν διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας, μηδενί λαλούντες τον λόγον ει μη μόνον Ιουδαίοις. Ήσαν δε τινες εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οίτινες εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ιησούν. Και ην χειρ Κυρίου μετ’ αυτών, πολύς τε αριθμός πιστεύσας επέστρεψεν επί τον Κύριον. Ηκούσθη δε ο λόγος εις τα ώτα της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις περί αυτών, και εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως Αντιοχείας∙ ος παραγενόμενος και ιδών την χάριν του Θεού εχάρη, και παρεκάλει πάντας τη προθέσει της καρδίας προσμένειν τω Κυρίω, ότι ην ανήρ αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου και πίστεως∙ και προσετέθη όχλος ικανός τω Κυρίω. Εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον, και ευρών αυτόν ήγαγεν αυτόν εις Αντιόχειαν. Εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχθήναι εν τη εκκλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς. Εν ταύταις δε ταις ημέραις κατήλθον από Ιεροσολύμων προφήται εις Αντιόχειαν∙ αναστάς δε εις εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε διά του Πνεύματος λιμόν μέγαν μέλλειν έσεσθαι εφ’ όλην την οικουμένην∙ όστις και εγένετο επί Κλαυδίου Καίσαρος. Των δε μαθητών καθώς ηυπορείτο τις, ώρισαν έκαστος αυτών εις διακονίαν πέμψαι τοις κατοικούσιν εν τη Ιουδαία αδελφοίς∙ ο και εποίησαν αποστείλαντες προς τους πρεσβυτέρους δια χειρός Βαρνάβα και Σαύλου.
Νεοελληνική Απόδοση
Οι χριστιανοί που είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα μετά το διωγμό που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια. Σε κανέναν δεν κήρυτταν για το Χριστό παρά μόνο στους Ιουδαίους. Ανάμεσά τους ήταν και μερικοί Κύπριοι και Κυρηναίοι, που είχαν έρθει στην Αντιόχεια και κήρυτταν στους ελληνόφωνους Ιουδαίους το χαρμόσυνο μήνυμα, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος. Η δύναμη του Κυρίου ήταν μαζί τους, και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους. Οι ειδήσεις γι’ αυτά έφτασαν και στην εκκλησία των Ιεροσολύμων∙ έτσι έστειλαν το Βαρνάβα να πάει στην Αντιόχεια. Αυτός, όταν έφτασε εκεί και είδε το έργο της χάριτος του Θεού, χάρηκε και τους συμβούλευε όλους να μένουν αφοσιωμένοι στον Κύριο με όλη τους την καρδιά. Ο Βαρνάβας ήταν άνθρωπος αγαθός και γεμάτος Άγιο Πνεύμα και πίστη. Έτσι, πολύς κόσμος προστέθηκε στους πιστούς του Κυρίου. Ύστερα ο Βαρνάβας πήγε στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο. Όταν τον βρήκε τον έφερε στην Αντιόχεια. Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν πολύ κόσμο. Επίσης στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του Ιησού «Χριστιανοί». Εκείνες τις μέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες Στην Αντιόχεια. Ένας απ’ αυτούς, που τον έλεγαν Άγαβο, προανάγγειλε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ότι θα πέσει σ’ όλη την οικουμένη μεγάλη πείνα, πράγμα που έγινε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος. Οι χριστιανοί στην Αντιόχεια αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Αυτό κι έκαναν: έστειλαν τη βοήθειά τους με το Βαρνάβα και το Σαύλο στους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.
Σχολιασμός
Μελετώντας κάποιος το ιεραποστολικό έργο του Αποστόλου Βαρνάβα διαπιστώνει με σιγουριά ότι πρόκειται για άνθρωπό με καρδιά γεμάτη αγάπη, καλοσύνη, αλλά και ταπεινοφροσύνη. Το Άγιο Πνεύμα αποτελούσε για τον ίδιο πάντα φάρο φωτεινό αν μάλιστα το συνδυάσουμε με την απέραντη ικανοποίηση και χαρά που του δημιούργησε ψυχικά η ιεραποστολική προσπάθεια μιας ομάδας απλών χριστιανών στην Αντιόχεια η οποία απέδωσε καρπούς αφού αρκετοί πίστεψαν στον Ιησού Χριστό. Δεν θεώρησε για κανένα λόγο ότι οι ανθρώποι αυτοί παρενέβησαν στο αποστολικό του έργο και έτσι να εξοργιστεί αντίθετα «ιδών την χάριν του Θεού εχάρη».
Είναι γεγονός ότι πραγματικά πρέπει κάποιος να διακατέχεται με μεγάλα αποθέματα καλοκαρδίας ώστε να αισθάνεται ευτυχισμένος και ικανοποιημένος για την ευδόκιμη υπηρεσία του άλλου και την προσηλωσή του αλλά και την πρόοδο του στα καλά έργα. Όταν δούμε ένα φτωχό, ένα πεινασμένο με ακατάστατη ενδυμασία, ο οποίος δεν έχει που την κεφαλή να κλίνη, ξεχασμένο από όλους χωρίς κάποιο συγγενή τότε το αίσθημα της συμπόνιας πολιορκεί την ψυχή μας. Κάποιες φορές σαν να μας ξυπνάει απο τον εγωισμό μας μια φωνή και να μας θέτει το εξής ερώτημα: «Αν εσύ βρισκόσουν σε αυτή τη κατάσταση θα ήθελες να σε αντιμετωπίζουν με αδιαφορία και δυσπιστία οι ανθρώποι; Τις πλείστες φορές δεν μένουν όλα αυτά απλά συναισθήματα αλλά μεταποιούνται σε έργα καλοσύνης και κατανόησης προς τον πονεμένο. Η εσωτερική χαρά τότε είναι διάχυτη σε εμάς για το καλό που του κάναμε.
Πως να μην επαναστατήσει η καρδιά όταν δεί τον οποιοδήποτε να πέφτει στα πλοκάμια επιτηδείων, όταν ένας αδύνατος και απροστάτευτος αδικείται,να χάνει και το πιο λιγοστό περίσσευμα του από τον κάθε ασυνείδητο εκμεταλλευτή. Ποιος πήγε σε εξόδιο ακολουθία (κηδεία) και δεν λύγισε και συγκλονίστηκε βλέποντας και ακούοντας τον πόνο, τον θρήνο και τα κλάματα των οικείων; Σε όλες αυτές τις καταστάσεις οι όποιες κακίες, διαφορές, αντιπαραθέσεις παραμερίζονται και τότε την απόλυτη κυριαρχία επιβάλλεται να την έχει η συμπόνια. Έτσι η εντολή του Αποστόλου Παύλου γίνεται πράξη «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ΄ 15) .
Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο απαιτείται περισσότερη καλλιεργημένη ψυχή, διά να χαρεί κανείς με τους χαίροντες παρά για να κλαίει με τους κλαίοντες. Το «κλαίειν μετά κλαιόντων» το κατορθώνει αύτη η φυσική μας ιδιοσυστασία. Το άλλο όμως έχει ανάγκη γενναίας ψυχής, ώστε όχι μόνον να μην φθονούμεν τον ευδοκιμούντα, αλλά και να χαίρωμεν μαζί του διά τας επιτυχίας του».
Αυτό λοιπόν πρέπει να επιδιώκει ο ειλικρινής χριστιανός. Τέκνα του Θεού όλοι είμαστε. Ανήκουμε όλοι στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού μας. Υπάρχει η κοινή συμμετοχή στα μυστήρια της χάριτος. Είμαστε μέλοι του αυτού μυστικού σώματος,του οποίου κεφαλή είναι ο Χριστός. Λέγει ο απόστολος Παύλος «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Ά Κορ. ιβ΄ 26) .
Στην Βασιλεία των ουρανών ως μόνη πηγή χαράς θα είναι η δόξα και η μακαριότητα που θα απολαμβάνει ο άνθρωπος. Αυτήν την χαρά προγεύεται στην παρούσα ζωή ο άνθρωπος του Θεού, όταν ατενίζει την προκοπή και την χαρά του άλλου. Τότε οι δοξολογίες οι οποίες αναπέμπονται προς τον Κύριο και Θεο μάς είναι μυριάδες και προέρχονται από τα βάθη της καρδιάς μας.